Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι λόγω της σχέσης τους επιλέγουν να συμβιώνουν μαζί χωρίς να τελέσουν γάμο και να μοιράζονται τα καθημερινά αποκτήματα τους. Το φαινόμενο είναι συχνό, παρουσιάζεται ιδιαίτερα μεταξύ ξένων ή ξένων με Κύπριους, αλλά και Κύπριων.

Ως ζευγάρι, ζώντας μαζί, μπορεί να αγοράσουν ακίνητη περιουσία, κατοικία ή διαμέρισμα για κατοίκηση, με χρήματα που προέρχονται από τον ένα από αυτούς, ενώ συμφωνούν όπως η περιουσία αγοραστεί στο όνομα και των δύο, ώστε εκείνος που δεν συνεισφέρει να μην νιώθει μειονεκτικά.

Προφορικά συμφωνούν ότι εάν χωρίσουν, τότε αυτός που απέκτησε μερίδιο στην περιουσία, χωρίς συνεισφορά, να την επιστρέψει, εκχωρώντας ή μεταβιβάζοντας το μερίδιο του προς τον άλλο, που πλήρωσε το τίμημα αγοράς.

Όπως συμβαίνει και με έγγαμα ζευγάρια, η σχέση τους μπορεί να διακοπεί και μάλιστα υπό συνθήκες κάθε άλλο ομαλές, γεγονός που τους οδηγεί στο Δικαστήριο για επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς, σε ποιον ανήκει η περιουσία και ότι αυτός που την απέκτησε χωρίς συνεισφορά υποχρεούται να την επιστρέψει στον άλλο που πλήρωσε.

Εξ επαγωγής εμπίστευμα

Οι ανωτέρω περιστάσεις δημιουργούν εξ επαγωγής εμπίστευμα, δυνάμει του οποίου το πρόσωπο που έλαβε την περιουσία χωρίς συνεισφορά, συμφωνεί να την κρατά και/ή διαχειρίζεται προς όφελος του άλλου που πλήρωσε το τίμημα. Γι’ αυτό, όταν χωρίσουν δεν δικαιούται να διατηρήσει την περιουσία ή να αρνείται να την επιστρέψει, αφού την κατέχει ως εμπιστευματοδόχος του άλλου. Θεωρείται άδικο και οι περιστάσεις δεν του επιτρέπουν να οικειοποιηθεί την περιουσία σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας και της καλής συνείδησης.  

Το άρθρο 65ΙΕ του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμου, Κεφ.224, ορίζει ότι κανένα εμπίστευμα το οποίο αφορά ακίνητη ιδιοκτησία δεν θεωρείται έγκυρο εκτός αν αυτό ιδρύεται με έγγραφο υπογραμμένο από το πρόσωπο που δικαιούται σε αυτό ή με διαθήκη. Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο μέσα από τις αποφάσεις του αναγνωρίζει το εξ επαγωγής εμπίστευμα σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία.

Πρόσφατη απόφαση

Στην απόφαση που εξέδωσε η Δικαστής κα Χρ. Γ. Ππεκρή, ημερ.16.02.2024, αναφερόμενη στη νομική πτυχή της υπόθεσης, παρέπεμψε στις νομικές αρχές και τη νομολογία αναφορικά με τη δημιουργία καταπιστευμάτων, όπου αναλύεται εκτενώς το θέμα της ρύθμισης των σχέσεων συμβίων που δεν έχουν τελέσει γάμο. Αναλύοντας το θέμα, δικαίωσε τη συμβία, η οποία με δικά της χρήματα αγόρασε κατοικία στην Κύπρο, αφού πώλησε την οικία της στην Αγγλία.

Λόγω της σχέσης που διατηρούσε με τον συμβίο και τα συναισθήματα που έτρεφε προς το πρόσωπο του, ο οποίος με τις πράξεις του έδειχνε ότι θα αισθανόταν καλύτερα εάν και αυτός φαινόταν ως αγοραστής της κατοικίας, αποδέχθηκε όπως εγγράψει και αυτόν επί του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της κατοικίας, με ρητή συμφωνία μεταξύ τους, όπως σε περίπτωση χωρισμού, το δικαίωμα αυτό να της επιστραφεί.

Ο συμβίος αρνείτο να της εκχωρήσει το δικαίωμα του επί του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου που κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο, καίτοι δήλωσε προς το Δικαστήριο ότι την κατοικία πράγματι την αγόρασε εκείνη και αρνήθηκε ότι υποσχέθηκε να της επιστρέψει πίσω το ½ μερίδιο σε περίπτωση χωρισμού και ότι ήταν λάθος της που συμπεριέλαβε το όνομα του στο συμβόλαιο.

Η απόφαση του Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο τόνισε, όπως εξάλλου αναφέρει η νομολογία, ότι η ύπαρξη του εξ επαγωγής εμπιστεύματος προϋποθέτει (α) την κοινή πρόθεση για ένα ωφέλιμο συμφέρον και (β) το ότι η Αιτήτρια με βάση το ωφέλιμο συμφέρον έχει ενεργήσει σε βάρος των δικών της συμφερόντων. Αναφορικά με την κοινή πρόθεση, αυτή συναρτάται με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και την προσκομισθείσα μαρτυρία. Εάν και εφόσον αποδειχθεί ότι τα μέρη είχαν κοινή πρόθεση να έχουν ένα ωφέλιμο ενδιαφέρον και το ένα μέρος έχει ενεργήσει εναντίον των συμφερόντων του, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τον καθορισμό της έκτασης του δικαιώματος.

Ως έχει νομολογηθεί, αναφέρει στην απόφαση, όταν αποδειχθεί ότι ένα πρόσωπο έχει ωφέλιμο συμφέρον στην περιουσία που αποκτάται, οποιαδήποτε πράξη που γίνεται σε βάρος του προσώπου αυτού και αναφέρεται στην κοινή ζωή και των δύο, μπορεί να θεωρηθεί ως ζημιά, χωρίς απαραίτητα η ζημιά αυτή να αναφέρεται στο ίδιο το σπίτι που συγκατοικούν. Θα πρέπει επίσης να υπάρχει κάποιου είδους σύνδεση μεταξύ της κοινής πρόθεσης και των πράξεων που μπορούν να αποκληθούν ως επιζήμιες.

Καταλήγοντας, εξέδωσε διάταγμα με το οποίο διατάζει τον συμβίο όπως εκχωρήσει το δικαίωμα του, όπως αυτό προκύπτει από το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο προς την Αιτήτρια.  

* Δικηγόρος στη Λάρνακα