Η ενότητα που κυριάρχησε στους Ελληνοκυπρίους τις μέρες του ενωτικού δημοψηφίσματος, τον Γενάρη του 1950, δεν κράτησε για πολύ. Γιατί έπρεπε να αποφασίσουν πώς θα αξιοποιούσαν τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος. Έτσι τότε φάνηκαν καθαρά οι διαφορές Εθναρχίας που ηγείτο της Δεξιάς και ΑΚΕΛ που ηγείτο της Αριστεράς.

Στις 15 του Φλεβάρη του 1950 το ΑΚΕΛ με ανακοίνωσή του ζητούσε την αποστολή στο εξωτερικό, Πρεσβείας από όλα τα κόμματα για προβολή τού αιτήματος για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Δυο μέρες αργότερα η Εθναρχία ανακοίνωνε πως «η επίσημος Κυπριακή Πρεσβεία» θα επισκεφθεί διάφορες χώρες για «να διαφωτίση την διεθνή κοινήν γνώμην επί της φυσικής αξιώσεως του κυπριακού λαού».

Ο πρόεδρος του Γραφείου της Εθναρχίας μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος απαντώντας σε σχετική ερώτηση, είπε πως η Αριστερά δεν θα συμμετείχε στην Πρεσβεία. Έτσι για άλλη μια φορά η Δεξιά απέρριπτε την πολιτική του ΑΚΕΛ για ενιαίο μέτωπο Δεξιάς – Αριστεράς.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Διασκεπτική και αδιαλλαξία

Υπήρχαν όμως κι άλλα θέματα στα οποία διαφωνούσαν οι δυο πλευρές.  Για παράδειγμα η ελληνοκυπριακή Δεξιά ταυτιζόταν ιδεολογικά με την Αθήνα και στρεφόταν έντονα εναντίον των «άθεων» και  «προδοτών» κομμουνιστών.  Αντίθετα, η ελληνοκυπριακή Αριστερά συνδύαζε τον ενωτικό της αγώνα με πολύ δυναμική κριτική εναντίον των «μοναρχοφασιστικών» κυβερνήσεων της Αθήνας.

Άλλη διαφορά ήταν ο τρόπος αντιμετώπισης της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της. Η Εθναρχία στην ανακοίνωσή της στις 17 του Φλεβάρη έλεγε πως τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος ανακοινώθηκαν σε όλες τις χώρες – μέλη του Ο.Η.Ε  «πλην εκείνων του Σοβετικού Συνασπισμού». Εξηγώντας εκείνη τη μέρα την απόφαση της Εθναρχίας ο Κιτίου Μακάριος είπε ανάμεσα στ’ άλλα πως  «η Ρωσία είναι εχθρά του Ελληνισμού».

Αντίθετα, ο Εζεκίας Παπαϊωάννου δήλωνε στις 16 του Μάρτη πως η Πρεσβεία που ετοίμαζε η Αριστερά θα πήγαινε και στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, «γιατί οι λαοί αυτών των χωρών, όντας ελεύθεροι, είναι σε καλύτερη θέση να εκτιμήσουν την απελευθερωτική προσπάθεια ενός λαού».

Διαφορά υπήρχε και για το θέμα των Βάσεων. Συγκεκριμένα, ο Κιτίου Μακάριος, στις 17 του Φλεβάρη, έλεγε πως «εάν η Βρετανία και η Ελλάς αντιμετωπίσουν εκ νέου κοινόν εχθρόν, όχι μόνον η Κύπρος αλλά και ολόκληρος η Ελλάς θα παρεχωρείτο ως στρατηγική Βάσις». Αντίθετα, ο Εζεκίας Παπαϊωάννου, στις 25 του Μάρτη, σε ομιλία του στη Λευκωσία έλεγε: «Η σταράτη γραμμή της Λαϊκής Πρεσβείας θα ΄ναι η άνευ όρων Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Σε καμία περίπτωση δεν θ’ ανεχθεί συζήτηση για παραχώρηση πολεμικών Βάσεων στον τόπο μας σ’ οποιαδήποτε χώρα». 

Όλες αυτές οι διαφορές δείχνουν πως ο ενωτικός αγώνας και των δυο παρατάξεων κινείτο και από ιδεολογικά κίνητρα.  Η Δεξιά ενέτασσε τον αγώνα της στα πλαίσια του αντικομμουνιστικού αγώνα των κυβερνήσεων της Αθήνας και η Αριστερά στα πλαίσια του αγώνα του Κ.Κ.Ε. εναντίον του «μοναρχοφασισμού».

Ένα θέμα στο οποίο συμφωνούσαν Εθναρχία και ΑΚΕΛ ήταν η ανάγκη για διεθνοποίηση του Κυπριακού και προσφυγή στον Ο.Η.Ε. Όμως η Αθήνα ήταν απόλυτα αντίθετη σε τέτοια πολιτική κίνηση.

>> Η αποστολή Πρεσβειών στο εξωτερικό 

 Μέσα στο κλίμα έντασης στις σχέσεις Δεξιάς – Αριστεράς αναχωρούσαν τον Μάη του 1950 δυο Πρεσβείες στο εξωτερικό με βασικό αίτημα την κατάθεση προσφυγής στον Ο.Η.Ε για το Κυπριακό.

Την Εθνική Πρεσβεία της Εθναρχίας αποτελούσαν ο μητροπολίτης της Κερύνειας Κυπριανός, ο Νικόλαος Λανίτης και ο Σάββας Λοιζίδης που κατοικούσε στην Αθήνα.

Τη Λαϊκή Πρεσβεία της Αριστεράς αποτελούσαν ο Εζεκίας Παπαιωάννου, ο Αδάμ Αδάμαντος και ο Εύδωρας Ιωαννίδης, κάτοικος Λονδίνου. Τα αποτελέσματα της εφτάμηνης αποστολής της Εθνικής Πρεσβείας υπήρξαν πολύ απογοητευτικά, αν λάβουμε υπόψη τα πιο κάτω:

1. Στην Αθήνα ο Πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας απέρριψε το αίτημα των Κυπρίων για διεκδίκηση της Κύπρου από τη Βρετανία και φυσικά και τη θέση τους για προσφυγή στον Ο.Η.Ε.  Ο Σοφοκλής Βενιζέλος που τον διαδέχτηκε στην Πρωθυπουργία, παρόλη τη συμπάθεια που έδειξε απέναντι στην Πρεσβεία, δεν ανέλαβε καμιά δέσμευση πως η Ελλάδα θα οδηγούσε το Κυπριακό στον Ο.Η.Ε.

2. Οι Βρετανοί επίσημοι περιφρόνησαν πλήρως την Πρεσβεία και κανένας απ’ αυτούς δεν δέχτηκε να τη συναντήσει.

3. Στις Η.Π.Α, τότε που συνερχόταν η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε, παρ’ όλες τις επαφές της Πρεσβείας, καμιά αντιπροσωπεία δεν ανέφερε στη συνέλευση ούτε μια λέξη για το Κυπριακό.

Στο έργο της απέτυχε και η Λαϊκή Πρεσβεία, όπως φαίνεται από τα πιο κάτω γεγονότα:

>> Στο Παρίσι ο Πλαστήρας, που συναντήθηκε με τον Παπαϊωάννου και τον Αδάμαντος, τάχτηκε εναντίον της ανακίνησης του Κυπριακού και εναντίον της προσφυγής στον Ο.Η.Ε., όπου «οι Εγγλέζοι … θα υποστηριχθούν από τις χώρες του δυτικού μπλοκ, που διαθέτουν πλειοψηφία». (Ανακοίνωση της Λαϊκής Πρεσβείας).

>> Στο Λονδίνο και στο Παρίσι η Λαϊκή Πρεσβεία προσπάθησε να έχει συνομιλίες με κυβερνητικούς παράγοντες, αλλά το αίτημά της απορρίφθηκε και στις δυο περιπτώσεις.

>> Στην Τσεχοσλοβακία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και την Πολωνία, όπου κυβερνούσαν τα κομμουνιστικά κόμματα, η Λαϊκή Πρεσβεία παρουσίασε τις θέσεις της για Ένωση, αλλά όπως επισημαίνει ο Ανδρέας Φάντης ( Ο ενταφιασμός της Ένωσης, σελ.68) καμιά απ’ αυτές τις χώρες δεν έθεσε το Κυπριακό στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε., ούτε το 1950 ούτε το 1951.

>> Όπως αποκαλύπτει ο Αδάμαντος (εφημερίδα Φως 3/10/1952), η Σοβιετική Πρεσβεία στο Βουκουρέστι αρνήθηκε να θεωρήσει τα διαβατήρια των μελών της Πρεσβείας της Αριστεράς για να μεταβούν στη Μόσχα.    

>> Παρόλο που η Πρεσβεία θέλησε να μεταβεί στον Ο.Η.Ε., όπου γινόταν η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού, οι Αμερικανοί δεν επέτρεψαν την είσοδο στη χώρα τους στον Αδαμάντον και τον Ιωαννίδη.

Η ΔΙΑΦΩΝΙΑ ΑΘΗΝΑΣ – ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΩΝ

Κανένας προβληματισμός δεν υπήρξε στους Ελληνοκύπριους μετά την αποτυχία των δυο Πρεσβειών για τις δυσκολίες που είχε ο ενωτικός τους αγώνας. Ιδιαίτερα μετά την άνοδο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του Μακάριου του Γ’, ο αγώνας των Ελληνοκυπρίων γίνεται πιο έντονος. 

Ο Μακάριος απαιτεί από την Αθήνα να ακολουθήσει την πολιτική τής προσφυγής στον Ο.Η.Ε. και τη διεθνοποίηση του Κυπριακού. Η Αθήνα όμως νιώθει αδύναμη για τέτοια πρωτοβουλία. Μόλις είχε βγει από έναν εμφύλιο πόλεμο, εξαρτιόταν κατά πολύ από τους Αγγλοαμερικάνους, επιδίωκε την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και ήθελε να αποφύγει τη σύγκρουσή της με τους φίλους της.

Μάλιστα, στις 8 του Ιούνη, του 1952, ο Πλαστήρας απευθύνει στον Μακάριο τα πιο κάτω δραματικά λόγια (πρακτικά Βουλής 28.2.59): «Άκουσε, Μακαριώτατε, αν ήρχεσο εις την πτωχικήν μου καλύβην και μου εζήτεις να πάω να πολεμήσω για την Κύπρον, θα το έκαμνα ευχαρίστως, διότι είμαι στρατιώτης. Αλλά έρχεσαι εις το γραφείον του Πρωθυπουργού της Ελλάδος και μου ζητείς να κάψω την Ελλάδα, χωρίς να ημπορώ να βοηθήσω την Κύπρον. Κάθησε λοιπόν ήσυχα».

Όμως ούτε ο Μακάριος «κάθησε ήσυχα» ούτε οι Ελληνοκύπριοι. Μάλιστα, ο Αρχιεπίσκοπος στις 25 του Ιούλη μιλώντας από το ελληνικό ραδιόφωνο προς τον ελληνικό λαό κατάγγελνε κυβέρνηση και αντιπολίτευση πως «δεν ήρθησαν εις το ύψος των περιστάσεων».

Την ίδια πολιτική ακολούθησε και η Δεξιά κυβέρνηση του Παπάγου, που ανέβηκε στην εξουσία στις 16 του Νοέμβρη του 1952. Συγκεκριμένα, ο νέος Πρωθυπουργός, στις προγραμματικές του δηλώσεις στις 17 του Δεκέμβρη του 1952, έλεγε για το Κυπριακό πως «η κυβέρνησις θα το αντιμετωπίση εντός των πλαισίων της σημερινής πραγματικότητος».

Βέβαια δεν συμπεριφέρονταν ορθά οι Ελληνοκύπριοι που απαιτούσαν η Αθήνα να ακολουθήσει τη δική τους πολιτική. Αλλά ευθύνες έχει και η Αθήνα και μάλιστα μεγαλύτερες, που δεν υποδείκνυε στους Κυπρίους υπαλλακτική λύση. Κι αυτή ήταν η πολιτική των διαδοχικών σταδίων που είχε υιοθετήσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι μεταπολεμικοί διάδοχοί του την έθαψαν με τις γνωστές συνέπειες και για την Κύπρο και τον Ελληνισμό γενικότερα.

Στις 18 του Δεκέμβρη ο Παπάγος αναφερόμενος στην επιθυμία των Ελληνοκύπριων για Ένωση δήλωνε: «Είμαι βέβαιος ότι με καλήν θέλησιν εξ αμφοτέρων των μερών το ζήτημα τούτο δίνατε να λυθή ικανοποιητικώς. Εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει ανάγκη να βιάσωμεν τα πράγματα».

Οι Ελληνοκύπριοι όμως κάθε άλλο παρά συμφωνούσαν πως δεν έπρεπε «να βιάσουν τα πράγματα».  Συγκεκριμένα στις 15 του Φλεβάρη του 1953, ο Μακάριος, ενώ βρισκόταν στην Αμερική για προβολή του Κυπριακού, σχολιάζοντας την πολιτική του Παπάγου στο ζήτημα αυτό έλεγε: «Αν υπάρχουν ακόμα περιθώρια φιλικής λύσεως του ζητήματος μεταξύ Ελλάδος και Αγγλίας, ας καταβληθή το συντομώτερον και η τελευταία προσπάθεια, πάντως όμως προ της παρελεύσεως της προθεσμίας διά την υποβολήν αιτήσεως εις τα Ηνωμένα Έθνη». Ενώ δηλαδή ο Παπάγος δεν βιαζόταν για μια λύση μέσα στα πλαίσια της ελληνοαγγλικής φιλίας, ο Μακάριος τού έδινε προθεσμία μόνο μερικούς μήνες, ώστε να τεθεί έγκαιρα προσφυγή στη νέα Σύνοδο του Ο.Η.Ε.