Δύο λέξεις, που κατά τη γνώμη μου περιγράφουν από μόνες τους όλο αυτό που ζήσαμε τις μέρες αυτές με την επίσημη τελετή της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, είναι «φανατισμός» και «κακογουστιά». Τον πρώτο λόγο σε αυτό, είχε ασφαλώς ο ενορχηστρωτής και σκηνοθέτης του έργου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Πρέπει να πω, όμως, μετά φόβου Θεού πως, παρακολουθώντας πολλές αντιδράσεις εδώ στην Ελλάδα, στους ιερούς ναούς (κυρίως στη  Μητρόπολη Αθηνών), αλλά και στο διαδίκτυο, αισθάνθηκα πως και εμείς ξεφύγαμε. Δεν εξισώνω τίποτα. Ούτε και συγκρίνω το «γεγονός» με τις «αντιδράσεις». Λέω μόνο ότι είδα και άκουσα πράγματα που επίσης μπορούσα να χαρακτηρίσω κακόγουστα και φανατισμένα.

Μια Σταγόνα Ποίησης: Ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων κ. Κωνσταντίνος Τασούλας, όταν ρωτήθηκε για το προχθεσινό «άνοιγμα» της Αγίας Σοφίας ως τεμένους, παρέπεμψε σε στίχους από το ποιητικό αριστούργημα του Κωστή Παλαμά «Η Φλογέρα του Βασιλιά»: «…μια πίστη και γλώσσα μια, και ιδέα μια, και μια ψυχή, ένα Γένος. Κοπρίσματα, ανεμορριπές, κλαδέματα, πλημμύρες σταλώσανε ή λυγίσανε το δέντρο, δεν ταλλάξαν». (Λόγος τέταρτος)

Τον Μάϊο του 2017, ως απλός βουλευτής Ιωαννίνων ο κ. Τσούλας, αναφερόμενος σε δήλωση του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ότι είναι αισιόδοξος πως ο εταίροι και δανειστές μας κάτι θα κάνουν για περικοπή του χρέους, και ότι εάν συμβεί αυτό μπορεί να προβεί στη θυσία και να βάλει και γραβάτα, ξετρύπωσε και απήγγειλε αυτό το ποίημα «Μέρες 1909», του Κωνσταντίνου Καβάφη: 

«Ενός τυραννισμένου, πτωχοτάτου ναυτικού / (από νησί του Αιγαίου Πελάγους) ήταν υιός. / Εργάζονταν σε σιδερά. Παληόρουχα φορούσε.

Σχισμένα τα ποδήματά του της δουλειάς κ’ ελεεινά. / Τα χέρια του ήσαν λερωμένα από σκουριές και λάδια.

Το βραδυνό, σαν έκλειε το μαγαζί, / αν ήταν τίποτε να επιθυμεί πολύ, καμιά κραβάτα κάπως ακριβή, / καμιά κραβάτα για την Κυριακή, / ή σε βιτρίνα αν είχε δει και λαχταρούσε / κανένα ωραίο πουκάμισο μαβί, /

το σώμα του για ένα τάλληρο ή δυο πουλούσε.

Διερωτώμαι αν στους αρχαίους καιρούς / είχεν η ένδοξη Aλεξάνδρεια νέον πιο περικαλλή, / πιο τέλειο αγόρι από αυτόν — που πήε χαμένος: /

δεν έγινε, εννοείται, άγαλμά του ή ζωγραφιά· / στο παληομάγαζο ενός σιδερά ριχμένος, / γρήγορ’ απ’ την επίπονη δουλειά, /κι από λαϊκή κραιπάλη, ταλαιπωρημένη, είχε φθαρεί».

Υποτροπή. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η μικρή, αλλά σταδιακά αυξανόμενη αύξηση του αριθμού των θετικών στον κορωνοϊό περιστατικών. Ενδεικτικά, προχθές Σάββατο, στην Ελλάδα είχαμε 33 κρούσματα, τα 15 εισαγόμενα και τα υπόλοιπα στην ενδοχώρα, κυρίως στην Αττική (τα 11). Μαθαίνω πως και στην Κύπρο αρχίζει και ξεφεύγει το πράγμα, ιδίως σε χώρους εστίασης και διασκέδασης, και μάλιστα στη Λεμεσό που μέχρι πρόσφατα είχε πολύ καλές… επιδόσεις. Αυτό πάντως το ξεσάλωμα, το εισπράττεις, εξάλλου, και από τα social media όπου, μετά από 4 μήνες ηρεμίας, περισυλλογής και αποτοξίνωσης, επανήλθαν στα Instagram τα ευτυχισμένα πρόσωπα μπροστά σε μια μακαρονάδα, σε έναν αστακό και σε μια ταμπέλα δίπλα στο πιάτο που αναγράφει το όνομά τους. Νομίζω πως είναι προφανές ότι χαλαρώσαμε περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει. 

Άρτσι Χάρισον Μαουντμπάτεν-Ουίνδσορ. Ο 14 μηνών γιος του δούκα και της δούκισσας του Σάσεξ (άνευ βασιλικών καθηκόντων πια), Χάρι και Μέγκαν Μαρκλ. Πόση υπερβολή και ματαιοδοξία  μπορούν να χωρέσουν σ’ ένα όνομα;