ΘΑ πρέπει να έχουν πεισθεί και οι πλέον ανυποψίαστοι πως ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δεν έχει αναστολές να επιβάλλει τους σχεδιασμούς του, ανεξαρτήτως εάν αυτό παραβιάζει τους κανόνες λειτουργίας της διεθνούς κοινότητας. Ενεργεί γνωρίζοντας πως αμφισβητεί την κυριαρχία γειτονικών κρατών και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν τον ενδιαφέρει ποσώς καθώς έτσι λειτουργεί και συμπεριφέρεται διαχρονικά χωρίς να έχει κόστος. Αντίθετα, έχει διά της ανεκτικότητας των άλλων διεθνών παικτών, αποθρασυνθεί και αναβαθμίσει τις παράνομες και παράλογες αξιώσεις του. 
ΤΙΣ τελευταίες ημέρες επιτίθεται στην Ελλάδα, στέλνοντας στα ελληνοτουρκικά σύνορα μετανάστες. Είχε δηλώσει πως εάν δεν τον στηρίξουν οι Ευρωπαίοι στην επεκτατική πολιτική του στη Συρία, θα ανοίξει τη στρόφιγγα με τους πρόσφυγες. Αυτή δεν ήταν μπλόφα, αλλά συστημένη απειλή, η οποία εκτοξεύτηκε για να υλοποιηθεί στην περίπτωση που δεν ικανοποιηθούν οι παράλογες αξιώσεις του. Θα πρέπει να επισημάνουμε πως αυτές οι απειλές δεν είχαν ληφθεί σοβαρά υπόψη από την Αθήνα. Υπενθυμίζεται συναφώς πως, πέραν των πιο πάνω, η ελληνική Κυβέρνηση υποβάθμιζε τις τουρκικές εξαγγελίες αλλά και τις ενέργειες που έγιναν και στην Κύπρο, στην ΑΟΖ. Αυτά προφανώς και συνδέονται μεταξύ τους. 
ΤΩΡΑ οι τουρκικές κινήσεις έχουν ξεπεράσει κάθε λογική και είναι ξεκάθαρο πως οι απειλές παίρνουν σάρκα και οστά. Δεν χωράνε ψευδαισθήσεις εκτός κι εάν αυτό είναι συνειδητή επιλογή. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε είτε να υποβαθμίζουμε τις τουρκικές ενέργειες, είτε να κρύβουμε την πραγματικότητα κάτω από το χαλί.
ΕΙΝΑΙ σαφές πως δεν υπάρχει η πολυτέλεια αδράνειας ή λανθασμένης ανάγνωσης των εξελίξεων. Ελλάδα και Κύπρος, από κοινού, πρέπει να αντιμετωπίσουν την τουρκική επιθετικότητα. Υπάρχουν πολλά εργαλεία, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ένα παιχνίδι αποτροπής και ανάληψης πρωτοβουλιών. Η Τουρκία σαφώς και δεν πρόκειται να κάνει πίσω εκτός κι εάν Ελλάδα και Κύπρος αποδεχθούν τις αξιώσεις της. Εκτός κι εάν προσαρμοστούν στους σχεδιασμούς της και να γίνουν δορυφόροι της. Επειδή αυτό δεν πρέπει να γίνει, οι ηγεσίες των δύο κρατών, θα πρέπει να συζητήσουν σε βάθος τα επόμενα βήματα. Τα όσα λέγονται δημόσια, περί συντονισμού και αγαστής συνεργασίας, για να έχουν σημασία, για να είναι ουσιαστικά, θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις. Και οι αποφάσεις αυτές θα πρέπει να αφορούν τις δράσεις στο πολιτικό και διπλωματικό πεδίο αξιοποιώντας όλες τις δυνατότητες που υπάρχουν. Όπως για παράδειγμα, η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και από τους εταίρους μας δεν πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι. Από λόγια έχουμε χορτάσει τόσα χρόνια δεν χρειαζόμαστε κι άλλα. 
ΥΠΑΡΧΕΙ και το πεδίο της ισχύος. Δεν είναι επιλογή μας η πολεμική σύγκρουση. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα πρέπει να ενισχύουμε την αμυντική μας ικανότητα. Αυτό μπορεί να γίνει με ουσιαστική, καλά σχεδιασμένη, συνεργασία στο στρατιωτικό πεδίο. Να υπάρχει ένας ενιαίος σχεδιασμός από τον Έβρο μέχρι την Κύπρο, ώστε να αντιμετωπιστεί η τουρκική επιθετικότητα, επεκτατικότητα. 
ΣΥΝΕΠΩΣ, χρειάζεται η διαμόρφωση μιας ενιαίας στρατηγικής του Ελληνισμού σε όλα τα πεδία. Κι αυτό μπορεί να διαμορφωθεί με συζητήσεις σε βάθος των ηγεσιών των δυο κρατών.