Ένα λάθος αποτέλεσμα βιοψίας είναι η αιτία που έφερε γυναίκα και την οικογένεια της αντιμέτωπους με σοβαρά ψυχικά τραύματα.

Το λάθος αποτέλεσμα της δόθηκε πριν από τέσσερις μήνες, της άλλαξε τη ζωή και την έκανε να μην μπορεί να κοιμάται ήρεμη τα βράδια.

Την ενημέρωσαν ότι πάσχει από μεταστατικό καρκίνο με προσδόκιμο ζωής τους έξι μήνες και διευθετήθηκε ραντεβού προκειμένου να υποβληθεί σε κύκλο χημειοθεραπειών, ωστόσο μετά από έλεγχο του δείγματος της βιοψίας, διαπιστώθηκε ότι το δείγμα ανήκε σε άλλο ασθενή.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τι λέει το Ογκολογικό της Τράπεζας Κύπρου για τη λανθασμένη διάγνωση καρκίνου

Η συγκλονιστική αυτή υπόθεση καταγράφεται σε επιστολή της παραπονούμενης, η όποια στάλθηκε δια του δικηγόρου της, Θεόδουλου Παπαβασιλείου, στη διεύθυνση του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και του Ογκολογικού Κέντρου της Τράπεζας Κύπρου, καλώντας τους αρμοδίους να δώσουν απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα που εγείρονται. Την ίδια ώρα, άλλος ασθενής με καρκίνο ενδεχομένως σήμερα να μη λαμβάνει την εξειδικευμένη θεραπεία που χρειάζεται, καθώς το αποτέλεσμα της βιοψίας του, βγήκε καθαρό.

Ο «Φ» έγινε δέκτης της συγκεκριμένης καταγγελίας και κατέχει την επιστολή που στάλθηκε προχθές στους διευθυντές των πιο πάνω νοσηλευτηρίων. Ο εφιάλτης για την εν λόγω γυναίκα ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2023 όταν η ίδια παραπέμφθηκε από τον ιατρό της, στο Ογκολογικό Κέντρο της Τράπεζας Κύπρου για να της ληφθεί δείγμα για βιοψία, το οποίο αποστάλθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για επιστημονικές εξετάσεις.

Σύμφωνα με τα όσα καταγγέλλονται στην επιστολή, μετά την πάροδο 20 ημερών η γυναίκα ενημερώθηκε ότι από το δειγματοληπτικό έλεγχο της βιοψίας, έπασχε από μεταστατικό καρκίνο με προσδόκιμο ζωής τους 6 μήνες.

Η παραπονούμενη, όπως ισχυρίζεται, δεν αποδεχόταν τα αποτελέσματα που της είχαν δοθεί από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και ζήτησε να γίνει επιστημονική εξέταση DNA της συγκεκριμένης δειγματοληψίας που καταδείκνυε ότι έχει μεταστατικό καρκίνο. Τότε ήταν που διαπιστώθηκε ότι το συγκεκριμένο δείγμα δεν άνηκε στην ίδια, αλλά σε άλλο άγνωστο άτομο.

Όλο αυτό προκάλεσε ψυχική οδύνη στην παραπονούμενη αλλά και στην οικογένειά της με αποτέλεσμα τους τελευταίους 4 μήνες όλοι να λαμβάνουν ψυχολογική στήριξη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Σε κυπριακά χέρια η παγκόσμια πυρηνική ιατρική

Στην επιστολή ο δικηγόρος της παραπουνούμενης, ζητά γραπτές απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα που εγείρονται για το ποιος ευθύνεται για το μεγάλο λάθος που έγινε. Συγκεκριμένα, ζητούν να ενημερωθούν για τον λειτουργό που έλαβε τη βιοψία από τη 40χρονη όπως και για τον λειτουργό που ήταν υπεύθυνος για την αποστολή των δειγμάτων στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.

Επίσης, ζητούν λεπτομέρειες για να διαπιστωθεί αν το λάθος έγινε στο Ογκολογικό Κέντρο της Τράπεζας Κύπρου ή στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.

Το μεγάλο ερώτημα, το οποίο για την ώρα παραμένει αναπάντητο, αφορά τον ασθενή ο οποίος έλαβε το αποτέλεσμα της βιοψίας της 40χρονης. Είναι άξιον απορίας εάν το άτομο αυτό έχει ενημερωθεί για τα πραγματικά αποτελέσματα του και εάν λαμβάνει την κατάλληλη θεραπεία, αφού ενδεχομένως να μη γνωρίζει ότι πάσχει από καρκίνο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Αν κόβαμε το τσιγάρο ο καρκίνος θα μειωνόταν μέχρι 30%

Πώς απαντά το Ογκολογικό

Ο «Φ» επικοινώνησε με αρμόδιο πρόσωπο από το Ογκολογικό Κέντρο της Τράπεζας Κύπρου το οποίο μας ανέφερε ότι πρόκειται για μια σοβαρή καταγγελία η όποια διερευνάται με μεγάλη προσοχή.

Ακολούθως το Ογκολογικό Κέντρο Τράπεζας Κύπρου σε ανακοίνωση που εξέδωσε σημείωνει ότι αφού έλαβε γνώση της επιστολής ασθενούς στην οποία παρατίθενται στοιχεία ότι της δόθηκαν αποτελέσματα που αφορούσαν άλλον ασθενή, επιβεβαιώνει πως έχει προχωρήσει άμεσα στη διενέργεια έρευνας για εξακρίβωση των δεδομένων.

Προσθέτει ότι «χωρίς να υποτιμούμε την αναστάτωση που έχει προκληθεί, θέλουμε να διαβεβαιώσουμε τους ασθενείς και τις οικογένειες τους ότι αντιμετωπίζουμε αυτούς τους ισχυρισμούς με απόλυτη ευαισθησία και επιμέλεια».

Και καταλήγει ότι «ο κύριος μας στόχος, από την έναρξη της λειτουργίας του κέντρου πριν 25 χρόνια ήταν, παραμένει και το πετυχαίνουμε, η παροχή υψηλού επιπέδου φροντίδας στους ασθενείς μας. Μόλις ολοκληρωθεί η εσωτερική έρευνα και εξαχθούν βέβαια συμπεράσματα, θα ενημερωθούν όλοι και οι άμεσα εμπλεκόμενοι».