Την ερχόμενη Τετάρτη, στην Κύπρο, συζητείται εκτάκτως στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Περιβάλλοντος, η αναπομπή του Προέδρου της Δημοκρατίας που επιδιώκει την τροποποίηση του νομοσχεδίου για τις βιομηχανικές εκπομπές με σκοπό να χορηγηθεί Άδεια Βιομηχανικών Εκπομπών σε μεγάλο αριθμό εγκαταστάσεων οι οποίες, σύμφωνα με το υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, πληρούν τα περιβαλλοντικά κριτήρια, αλλά δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ΑΒΕ, λόγω μη κατοχής έγκυρης Πολεοδομικής Άδειας και/ή Άδειας Οικοδομής και/ή Πιστοποιητικού Έγκρισης.  

Την ίδια ώρα, στις Βρυξέλλες, συζητείται πρόταση αναθεώρησης της οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές, η οποία μάλιστα αν εγκριθεί ως έχει θα επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία, αφού θα οδηγήσει σε κλείσιμο κτηνοτροφικές μονάδες. 

Στο Συμβούλιο υπουργών Περιβάλλοντος της ΕΕ που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες την Τρίτη, η τσεχική Προεδρία ενημέρωσε τους υπουργούς σχετικά με την πορεία των εργασιών όσον αφορά την πρόταση για αναθεώρηση της Οδηγίας 2010/75/ΕΕ για τις βιομηχανικές εκπομπές. Ο γ.δ. του υπουργείου Γεωργίας, που εκπροσώπησε την Κύπρο, υπέδειξε ότι υπάρχουν πρόνοιες που θα είναι δύσκολο να εφαρμοστούν στη χώρα μας. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Στα 65.533 τα άτομα με απασχόληση στον τομέα της γεωργοκτηνοτροφίας

Σύμφωνα με πληροφορίες του «Φ», η Κύπρος παραμένει επιφυλακτική με το προτεινόμενο όριο εισδοχής των 150 LSU (Livestock unit) για τον κτηνοτροφικό τομέα, το οποίο είναι πολύ χαμηλό και αυξάνει σημαντικά (περίπου εξαπλασιάζει) τον συνολικό αριθμό κτηνοτροφικών μονάδων στην Κύπρο που θα εμπίπτουν στην Οδηγία. Ο καθορισμός ορίου δυναμικότητας 150 LSU αντιστοιχεί σε 207 γαλακτοφόρες αγελάδες ή 7.201 πτηνά ή 653 χοίρους.  Το όριο που ισχύει σήμερα σε LSU για τα χοιροστάσια είναι περίπου 450 και για τα πτηνοτροφεία είναι 830.

Ως αποτέλεσμα, οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι της Κύπρου θα πρέπει να προχωρήσουν σε επενδύσεις και υποδομές για εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση των μονάδων τους, ώστε να μπορούν να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις της Οδηγίας, με κίνδυνο την περαιτέρω αύξηση του κόστους παραγωγής κτηνοτροφικών προϊόντων, σε μια περίοδο που το κόστος παραγωγής βρίσκεται ήδη σε πρωτόγνωρα επίπεδα, λόγω των αυξήσεων σε ζωοτροφές και καύσιμα.

Μια τέτοια εξέλιξη, θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στην εγκατάλειψη του επαγγέλματος, με σοβαρές επιπτώσεις στην παραγωγή τροφίμων και τη βιωσιμότητα της υπαίθρου.