Καθώς όλοι αποδέχονται ότι η απάντηση στις συχνές και απότομες διακυμάνσεις στην παραγωγή και τις τιμές των αγροτικών προϊόντων, αλλά και στις καταστροφές από καιρικά φαινόμενα, είναι η διασφάλιση -από την ΕΕ και τις κυβερνήσεις των χωρών μελών- ενός σταθερού εισοδήματος για τους Ευρωπαίους γεωργούς, η δημόσια (ενωσιακή και κρατική) στήριξη στον τομέα της γεωργίας (οι επιδοτήσεις, δηλαδή) είναι η μόνη επιλογή για αξιόπιστη και άφθονη προσφορά τροφίμων, που παράγονται με βιώσιμο τρόπο σε προσιτές τιμές για τους πολίτες της ΕΕ.

Η στήριξη αυτή, εκτιμούν οι Βρυξέλλες, βοηθά τους αγρότες να τηρούν τις αυστηρές απαιτήσεις της Ένωσης για προϊόντα που πληρούν τα υψηλότερα πρότυπα για την ασφάλεια, το περιβάλλον και την υγεία. Αυτές οι αυστηρές απαιτήσεις είναι ένας από τους λόγους που έβγαλε στους ευρωπαϊκούς δρόμους χιλιάδες θυμωμένους αγρότες.

Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, βασικός προσανατολισμός της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της ΕΕ είναι η παραγωγή και προμήθεια υψηλής ποιότητας τροφίμων σε προσιτές τιμές στους πολίτες της ΕΕ, η εξασφάλιση ικανοποιητικού βιοτικού επιπέδου για τους γεωργούς και κτηνοτρόφους, αλλά και η προστασία των φυσικών πόρων και του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με πολλά αγροτικά συνδικάτα σε χώρες της ΕΕ, η νέα ΚΑΠ (2023-27) πιο πολύ φροντίζει για την περιβαλλοντική πτυχή της (γι’ αυτό και την αποκαλούν, κάποτε, κοινή περιβαλλοντική πολιτική), μέσω αυστηροποίησης των περιορισμών και των απαγορεύσεων (και την τιμωρητική αποκοπή επιδοτήσεων) στη χρήση φυτοφαρμάκων και ζιζανιοκτόνων και στην υπεραξιοποίηση του εδάφους, παρά για την αύξηση της αγροτικής παραγωγής και την ευημερία των αγροτών.

Έχει γίνει άπειρες φορές η συζήτηση στη βάση ενός πολύ συνηθισμένου ερωτήματος: Γιατί η ΕΕ ξοδεύει περίπου το 1/3 του προϋπολογισμού της (παλαιότερα το ποσοστό ήταν μεγαλύτερο, κοντά στα 2/3) στους αγρότες και την αγροτική πολιτική; Γιατί δεν αυξάνει τις εισαγωγές τέτοιων προϊόντων από τρίτες χώρες, με μικρότερο κόστος για την ίδια;

Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο αγροδιατροφικός τομέας είναι ένας από τους μεγαλύτερους οικονομικούς τομείς στην ΕΕ.

Αν και ο αριθμός των γεωργοκτηνοτρόφων στην ΕΕ δεν ξεπερνά τα οκτώ εκατομμύρια (παρόλο που μπορεί να φθάνει και σε διπλάσιο αριθμό αν συνυπολογιστούν οι περιστασιακοί – εποχικοί εργάτες σε καλλιέργειες ή μονάδες εκτροφής ζώων) και αντιστοιχεί περίπου στο 4,2% της απασχόλησης στην ΕΕ, υπολογίζεται ότι  εξαρτώνται από τη γεωργία περίπου σαράντα εκατομμύρια θέσεις εργασίας στον τομέα της μεταποίησης τροφίμων, του λιανικού εμπορίου τροφίμων και των υπηρεσιών τροφίμων.

Η διατήρηση αυτών των θέσεων εργασίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η γεωργία αντιμετωπίζει προκλήσεις που προκαλούν αβεβαιότητα όσον αφορά τη διαχείριση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στον τομέα. Εκτός από τις καιρικές και κλιματικές πιέσεις και τις τεράστιες καταστροφές που προκαλούν όλο και συχνότερα κάποια έντονα καιρικά φαινόμενα, οι γεωργοί πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουν τη μόνιμη αστάθεια της αγοράς, λόγω της μη προβλέψιμης ζήτησης και των ευμετάβλητων τιμών. Έχουν επίσης να αντιμετωπίσουν οξύ ανταγωνισμό από την αγροτική παραγωγή σε τρίτες χώρες, η οποία για διάφορους λόγους φτάνει στις αγορές της ΕΕ σε χαμηλότερες τιμές. Μεταξύ άλλων λόγων, γιατί οι αγρότες εκτός ΕΕ δεν υπόκεινται στις δαπανηρές υποχρεώσεις για εφαρμογή των πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος και για προώθηση πράσινων μεθόδων στην παραγωγή.

ΜΟΝΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΟΙ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ

Καθώς όλοι αποδέχονται ότι η απάντηση σε αυτές τις διακυμάνσεις στην παραγωγή και τις τιμές των αγροτικών προϊόντων είναι η διασφάλιση -από την ΕΕ και τις κυβερνήσεις των χωρών μελών- ενός σταθερού εισοδήματος για τους Ευρωπαίους γεωργούς, η δημόσια (ενωσιακή και κρατική) στήριξη στον τομέα της γεωργίας είναι η μόνη επιλογή για αξιόπιστη και άφθονη προσφορά τροφίμων, που παράγονται με βιώσιμο τρόπο σε προσιτές τιμές για τους πολίτες της ΕΕ.

Η στήριξη από την ΕΕ στους αγρότες, επισημαίνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τους βοηθά επίσης να τηρούν τις αυστηρές απαιτήσεις της Ένωσης για προϊόντα που πληρούν τα υψηλότερα πρότυπα για την ασφάλεια, το περιβάλλον και την υγεία και καλή διαβίωση των ζώων στον κόσμο. Οι Ευρωπαίοι αγρότες και τα συνδικάτα τους, όμως, υποστηρίζουν όλο και πιο έντονα πως η βοήθεια από τις επιδοτήσεις δεν είναι αρκούβτως αποτελεσματική.

Παρά τις τεράστιες επιδοτήσεις από την ΕΕ και την Κοινή Αγροτική Πολιτική, η ενασχόληση των Ευρωπαίων και ατόμων από τρίτες χώρες με τη γεωργία καταγράφει τάση μείωσης και η συνεισφορά του κλάδου στο ΑΕΠ της Ένωσης παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η γεωργία συνεισέφερε 215,5 δισεκατομμύρια ευρώ στο ΑΕΠ της ΕΕ το 2022, δηλαδή μόλις το 1,4% του συνολικού ΑΕΠ. Και δεν πρόκειται για μια παρωδική υποχώρηση: Το ποσοστό συνεισφοράς στο ΑΕΠ της ΕΕ παραμένει στα ίδια χαμηλά επίπεδα τα τελευταία 20 χρόνια.

Τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας (Eurostat) καταγράφουν μια μακροχρόνια πτωτική τάση στον αριθμό των ατόμων που εργάζονται στον γεωργικό τομέα της ΕΕ. Την περίοδο 2007 και 2022, ο μέσος ρυθμός μείωσης του όγκου της γεωργικής εργασίας που χρησιμοποιήθηκε σε ολόκληρη την ΕΕ ήταν 2,7% ετησίως.

Σε αντίθεση με τις πλείστες άλλες χώρες της ΕΕ, η Κύπρος κατέγραψε το 2022 αυξημένη χρήση μισθωτής γεωργικής εργασίας, γύρω στο 8%, σε σχέση με το 2021. Αυξημένη μισθωτή εργασία (προφανώς λόγω αύξησης παροχών σε κάποιες περιόδους αιχμής) το 2022 είχαν επίσης η Σλοβακία και η Λιθουανία.

Αντίθετα, στις άλλες χώρες καταγράφηκε λιγότερη συνολική εισροή γεωργικής εργασίας το 2022, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, με ιδιαίτερα έντονες συρρικνώσεις στην Ουγγαρία (-9,2%), τη Βουλγαρία (-6,8%) και την Ισπανία (-6,1%). Σε κάποιες χώρες αυξήθηκε ο όγκος της εργασίας (μισθωτής ή μη) που χρησιμοποιήθηκε το 2022, όπως Σλοβακία (+7,1%), Λιθουανία (+2,6%), Λετονία (+2,4%) και Εσθονία (+2,0%).

ΑΥΞΗΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ, ΑΞΙΑΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

Σύμφωνα με τη Eurostat, όμως, κατά την περίοδο μεταξύ 2007 και 2022 σημειώθηκε ανοδική τάση στον όγκο παραγωγής της γεωργικής βιομηχανίας της ΕΕ (συνολική αύξηση +10,1%). Ωστόσο, όπως επίσης τονίζει η Eurostat, σε μεγάλο βαθμό οι υψηλότεροι όγκοι παραγωγής υποστηρίχθηκαν από την αύξηση του όγκου (+4,3%) των εισροών αγαθών και υπηρεσιών που καταναλώθηκαν. Επενδύθηκαν περισσότερα χρήματα, δηλαδή.

Τα στοιχεία του 2022 έδειξαν επίσης ότι για κάθε 1 ευρώ που δαπανάται για το κόστος των αγαθών και των υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία, η γεωργική βιομηχανία της ΕΕ δημιούργησε προστιθέμενη αξία 0,70 ευρώ. Ωστόσο, αυτή η σχετική προστιθέμενη αξία το 2022 ήταν χαμηλότερη από όλα τα άλλα έτη, σε σύγκριση με το ανώτατο όριο των 0,79 ευρώ το 2017.

Από την άλλη, τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι το γεωργικό εισόδημα, όπως ορίζεται από το αποπληθωρισμένο (πραγματικό) εισόδημα συντελεστών παραγωγής ανά AWU και εκφρασμένο ως δείκτης (που ονομάζεται δείκτης A) για την ΕΕ συνολικά το 2022 ήταν 11,0% υψηλότερο από το 2021. Στην Κύπρο ήταν μειωμένο. Το γεωργικό εισόδημα το 2022 ανά AWU για την ΕΕ συνολικά ήταν 71,9% υψηλότερο από το επίπεδο του 2007.

Η αξία όλων όσων παρήγαγε η γεωργική βιομηχανία της ΕΕ το 2022 ήταν 537,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό περιλαμβάνει την αξία των καλλιεργειών, των ζώων, των γεωργικών υπηρεσιών, καθώς και ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών που δεν ήταν αυστηρά γεωργικά αλλά δεν μπορούσαν να μετρηθούν χωριστά.

Λίγο περισσότερο από το μισό (53,6%) της αξίας της συνολικής παραγωγής της γεωργικής βιομηχανίας της ΕΕ το 2022 προήλθε από καλλιέργειες (287,9 δισεκατομμύρια ευρώ), από τις οποίες τα δημητριακά και τα κηπευτικά ήταν οι καλλιέργειες με τη μεγαλύτερη αξία. Σχεδόν τα δύο πέμπτα (38,3%) της συνολικής παραγωγής προέρχονταν από ζώα και ζωικά προϊόντα (206,0 δισεκατομμύρια ευρώ), η δε πλειοψηφία από αυτά προέρχεται από το γάλα και τους χοίρους. Οι γεωργικές υπηρεσίες (23,4 δισ. ευρώ) και οι αδιαχώριστες μη γεωργικές δραστηριότητες (20,3 δισ. ευρώ) συνεισέφεραν το υπόλοιπο (8,1%).

Τα στοιχεία της Eurostat για το 2022 έδειξαν επίσης ότι πάνω από το μισό (57,3%) της συνολικής αξίας της παραγωγής της γεωργικής βιομηχανίας της ΕΕ προήλθε από τις «τέσσερις μεγάλες» οικονομίες: Γαλλία (97,1 δισεκατομμύρια ευρώ), Γερμανία (76,2 δισεκατομμύρια ευρώ), Ιταλία (71,5 δισεκατομμύρια ευρώ) και Ισπανία (€ 63,0 δισεκατομμύρια). Ακολουθούν σε αξία αγροτικής παραγωγής η Πολωνία (39,5 δισ. ευρώ), η Ολλανδία (36,1 δισ. ευρώ) και η Ρουμανία (22,2 δισ. ευρώ). Τα τρία τέταρτα (75,5 %) της συνολικής αξίας της γεωργικής παραγωγής της ΕΕ το 2022 προήλθαν από αυτά τα επτά κράτη μέλη της ΕΕ.

ΤΟ ΑΥΞΗΜΕΝΟ ΚΟΣΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στις πρόσφατες διαμαρτυρίες των αγροτών σε δρόμους ευρωπαϊκών πόλεων (κάποιες από τις οποίες συνεχίζονται) είναι η αύξηση του κόστους παραγωγής ή της ενδιάμεσης κατανάλωσης, δηλαδή το κόστος των προϊόντων και των υπηρεσιών που αγοράζουν οι γεωργοκτηνοτρόφοι για να μπορέσουν να παράγουν τα προϊόντα τους. Σύμφωνα με τη Eurostat, αυτή η ενδιάμεση κατανάλωση για τη γεωργική βιομηχανία της ΕΕ ήταν 316,7 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022, αυξημένη κατά 21,8% σε σχέση με το αντίστοιχο κόστος για το 2021.

Πολλά από τα κόστη των αγροτών αυξήθηκαν απότομα το 2022, λόγω των επιπτώσεων της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και της αστάθειας στις αγορές. Για παράδειγμα, σημειώθηκαν ιδιαίτερα απότομες αυξήσεις τιμών το 2022 για την ενέργεια και τα λιπαντικά (αύξηση 53,2%) και τα λιπάσματα και τα βελτιωτικά εδάφους (αύξηση 89,9%).

Η εκτιμώμενη αξία της γεωργικής παραγωγής το 2022 (σε γενικές γραμμές τα έσοδα από τις πωλήσεις) αυξήθηκε απότομα σε ονομαστικούς όρους (+19,0%). Παράλληλα, όμως, αυξήθηκε –και μάλιστα περισσότερο- η αξία των ενδιάμεσων αγαθών και υπηρεσιών που χρησιμοποίησε ο γεωργικός κλάδος το 2022 για την παραγωγή των προϊόντων του. Αυτή η αύξηση ανήλθε στο +21,8%, σε σύγκριση με το 2021.

Η  απότομη αύξηση της αξίας της παραγωγής από τη γεωργική βιομηχανία της ΕΕ το 2022 αντανακλά τις υψηλότερες τιμές σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Οι υψηλότεροι ρυθμοί αύξησης της αξίας της γεωργικής παραγωγής σημειώθηκαν στην Εσθονία (+44,4 %), στην Πολωνία (43,2%, σε εθνικό νόμισμα) και στη Λιθουανία (+42,2%). Αυξήσεις μεταξύ 20% και 35% καταγράφηκαν στη Λετονία, τη Γερμανία, τη Φινλανδία, την Ιρλανδία, την Αυστρία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία. Οι λιγότερο απότομες αυξήσεις στην αξία των γεωργικών προϊόντων σημειώθηκαν στην Κύπρο (+4,9%), στη Ρουμανία (+5,5%, σε εθνικό νόμισμα) και στην Ισπανία (+9,9%).

Για το 2022, οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων από την ΕΕ είχαν αξία 229,1 δισ. ευρώ, έναντι εισαγωγών αξίας 195,6 δισ. ευρώ.

ΑΠΟΚΛΙΜΑΚΩΣΗ ΑΥΞΗΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΤΙΜΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Από πρόσφατη σχετική ανάλυση στοιχείων της Eurostat από το Euronews, προκύπτει ότι κατά το 2023 οι τιμές των αγροτικών προϊόντων στην ΕΕ αυξήθηκαν κατά μέσο όρο σε ποσοστό 2%, έναντι αύξησης 24% το 2022. Ωστόσο, ενώ η αύξηση στις τιμές πώλησης ήταν 2%, η αύξηση του μέσου κόστους για τα προϊόντα και υπηρεσίες που αγόρασε μέσα στο 2023 ο αγροτικός τομέας για την παραγωγή του ήταν 5%.

Αν και ο μέσος όρος αύξησης των τιμών ήταν χαμηλός, προϊόντα όπως το ελαιόλαδο, οι πατάτες, το χοιρινό κρέας και τα αυγά παρουσίασαν σημαντική αύξηση τιμής, κατά 54%, 23%, 22% και 20% αντίστοιχα.

Η μέση τιμή των λιπασμάτων και των βελτιωτικών εδάφους σημείωσε πτώση 23%, ενώ τα ενεργειακά λιπαντικά σημείωσαν μείωση 12%. Οι τιμές των λιπασμάτων το 2023 ήταν χαμηλότερες από το 2022 σε 22 χώρες της ΕΕ (από 26 με διαθέσιμα στοιχεία). Οι τιμές μειώθηκαν στο Λουξεμβούργο (-46%), στη Σουηδία (-41%) και στη Φινλανδία (-39%).

Αντίθετα, οι τιμές των λιπασμάτων ήταν υψηλότερες το 2023 (σε σύγκριση με το 2022, όπου το σχετικό κόστος είχε εκτοξευτεί έναντι προηγούμενων ετών) στην Κύπρο (14%), στη Μάλτα (9%), στην Ελλάδα (6%) και στη Ρουμανία (3%).

Οι μέσες τιμές των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, των φυτοφαρμάκων, των σπόρων και του φυτικού υλικού σημείωσαν αύξηση 9%.

264 ΔΙΣ. ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΤΑΕΤΙΑ

Η Κοινή Αγροτική Πολιτική προβλέπει παροχή 264 δισ. ευρώ για την περίοδο 2023-2027: 189,2 δισ. ευρώ για εισοδηματική στήριξη των αγροτών, κυρίως μέσω των εκταρικών επιδοτήσεων, και 66 δισ. ευρώ για αγροτική ανάπτυξη (επενδύσεις) για την αντιμετώπιση των προκλήσεων των φτωχών περιοχών.

Όπως επισημαίνει το Euronews, οι άμεσες πληρωμές δεν συνδέονται με την ποσότητα των προϊόντων που παράγουν οι αγρότες. Οι Βρυξέλλες υποστηρίζουν ότι αυτός ο σύνδεσμος θα έδινε κίνητρο στην υπερπαραγωγή, για την απόκτηση μεγαλύτερου μεριδίου επιδοτήσεων, και θα ανέτρεπε την αγορά. Αντίθετα, οι πληρωμές καταβάλλονται ανάλογα με τα εκτάρια (καλλιεργούμενη γη) και τον σεβασμό της βιοποικιλότητας, της καλής διαβίωσης των ζώων και των κανόνων υγείας.

Το Euronews επισημαίνει ακόμα πως η ΚΑΠ είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα τμήματα της πολιτικής της ΕΕ και δέχεται συνεχείς επικρίσεις για, μεταξύ άλλων, την ανισόρροπη κατανομή των κονδυλίων (περίπου το 80% του προϋπολογισμού καταλήγει στα χέρια του 20% των αγροτών) και την αμφίβολη αποτελεσματικότητά της (τα εισοδήματα των αγροτών παραμένουν 40% χαμηλότερα σε σύγκριση με τους μέσους μισθούς της ΕΕ).

Από το περιοδικό Insider Φεβρουαρίου