Φέτος, στις 4 Οκτωβρίου, συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από την πρώτη φορά που εξέπεμψε επίσημα η Κυπριακή Υπηρεσία Ραδιοφώνου (ΚΥΡ).

Η Ραδιοφωνική Υπηρεσία είχε ξεκινήσει τη λειτουργία της στις 4 Οκτωβρίου 1953 στις 5 το απόγευμα με πρώτο Διευθυντή τον Ρεξ Κίτινγκ (Rex Keating). Η τελετή εγκαινίων της ΚΥΡ διασώζεται, ευτυχώς, στο αρχείο του ΡΙΚ. Ποιο όμως ήταν το πρόγραμμα της Υπηρεσίας τα πρώτα χρόνια, ποιες σκοπιμότητες εξυπηρετούσε και ποια αντίδραση συνάντησε;

Το κόστος της ανέγερσης των εγκαταστάσεων και της αγοράς του εξοπλισμού υπολογίστηκε στις £87.000. Το ποσό θεωρήθηκε πολύ χαμηλό σε σχέση με το ποσό που πραγματικά χρειαζόταν. Έτσι, στην ομιλία του για τα 30χρονα του ΡΙΚ το 1983, ο Ρεξ Κίτιγκ δήλωσε αστειευόμενος, ότι δεν θα του έκανε εντύπωση αν μάθαινε ότι το κόστος λειτουργίας του κυλικείου του ΡΙΚ το 1983 ήταν μεγαλύτερο από τα χρήματα που είχε στη διάθεσή του για να ιδρύσει την Κυπριακή Υπηρεσία Ραδιοφώνου.

Η Υπηρεσία αρχικά εξέπεμπε συνολικά 47 ώρες την εβδομάδα μόνο απογεύματα, τρία εκ των οποίων ελληνικό πρόγραμμα, δύο τουρκικό και δύο αγγλικό. Στις αρχές του 1955, εξ αιτίας της συνειδητοποίησης ότι ο συγκεκριμένος τρόπος εκπομπών δεν ήταν αποτελεσματικός, παρά το ήδη αυξημένο κόστος λειτουργίας, λήφθηκε η απόφαση, να ξεκινήσουν δύο ταυτόχρονα προγράμματα, σε διαφορετικές συχνότητες, ένα ελληνικό και ένα τουρκικό.

Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, οι ώρες εκπομπών θα αυξάνονταν και θα κάλυπταν πλέον και τη μεσημβρινή περίοδο, ενώ το αγγλικό πρόγραμμα διάρκειας μίας ώρας θα περιλαμβανόταν και στα δύο προγράμματα. Η έναρξη όμως του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ και η πρόκληση εκτεταμένων ζημιών στις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό της Υπηρεσίας την Πρωταπριλιά, ανέβαλε μέχρι τον Ιούνιο του 1955 την πραγματοποίηση των πιο πάνω σχεδίων.

Εκείνο παρ’ όλα αυτά που έκαναν οι Βρετανοί στις 10 το πρωί της 1ης Απριλίου, μόλις κατάφεραν να αποκαταστήσουν μερικώς τις εκτεταμένες ζημιές από τις πρωινές εκρήξεις και την επακόλουθη πυρκαγιά, ήταν να προσθέσουν στο υπάρχον, απογευματινό μέχρι τότε πρόγραμμα και μεσημβρινή ζώνη. Οι πρωινές εκπομπές προστέθηκαν στα προγράμματα τον Οκτώβριο του 1956, ανεβάζοντας σε περίπου 128 τις ώρες εβδομαδιαίως, 64 για κάθε πρόγραμμα με επιπλέον 12 ώρες αγγλικού προγράμματος.

Ποια σκοπιμότητα όμως ενείχε η δημιουργία του κυβερνητικού ραδιοφωνικού σταθμού; Ο ίδιος ο υπεύθυνος του Γραφείου Πληροφοριών, Λόρενς Ντάρελ (Laurence Durrel) σε σημαντικό υπηρεσιακό έγγραφο τον Ιανουάριο του 1955 σημείωνε κυνικά ότι στόχος της αποικιακής προπαγάνδας που εκπεμπόταν μέσω των ραδιοσυχνοτήτων ήταν «να κρατούμε διαχωρισμένη τη Δεξιά και την Αριστερά και να θέτουμε τις δύο πλευρές σε σύγκρουση υπογραμμίζοντας τις διαφορές τους».

Ο άλλος στόχος ήταν να «σπάσει το μονοπώλιο της ενωτικής προπαγάνδας» που διενεργούσε η Εκκλησία, ο Τύπος και κυρίως το αθηναϊκό ραδιόφωνο. Επειδή, όμως, ευθεία αντιπαράθεση με το ελληνικό ραδιόφωνο θα προκαλούσε απώλεια των όποιων ερεισμάτων είχε καταφέρει να έχει η ΚΥΡ στο κυπριακό κοινό, ο Ντάρελ εφηύρε ένα πανούργο τέχνασμα. Εφοδίαζε με «τα πιο γελοία σχόλια του αθηναϊκού ραδιοφώνου» τον τουρκικό Τύπο της Κύπρου.

Έτσι, στο πρόγραμμα της ΚΥΡ «Επισκόπηση του Τύπου» η άμεση αντιπροπαγάνδα κατά του αθηναϊκού ραδιοφώνου φαινόταν ότι προερχόταν από τους Τούρκους της Κύπρου και όχι από το αποικιακό ραδιόφωνο. Έτσι, οι Βρετανοί μέσω αυτού του τεχνάσματος, υποδαύλιζαν ακόμα μια διαίρεση του λαού της Κύπρου, πέρα από εκείνη Δεξιάς και Αριστεράς. Τη διαίρεση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων και την τόνωση του φυλετικού μίσους. Τελευταίος προπαγανδιστικός στόχος της ΚΥΡ, κατά τον Ντάρελ, ήταν να τονίζονται τα πλούτη της Μεγάλης Βρετανίας και τα θετικά του μέλους της Κοινοπολιτείας. Επί τούτου, ο Ντάρελ σημείωνε ότι δεν ήταν στόχος να αναδεικνυόταν η φτώχια της Ελλάδας γιατί «δεν είναι μόνο πολύ καλά γνωστή, αλλά θεωρείται ως ο πιο έντιμος από όλους τους λόγους για να προσδοκεί κάποιος την Ένωση».

O αποικιακός γραμματέας, Τζον Ρένταγουει, (John Reddaway) τον Μάρτιο του 1958 σε εμπιστευτικό έγγραφο προς το υπουργείο Αποικιών ήταν εξ ίσου αποκαλυπτικός ως προς τους προπαγανδιστικούς σκοπούς της κυπριακής ραδιοφωνίας: «Οι εκπομπές αποτελούν τώρα το μοναδικό πραγματικά αποτελεσματικό όπλο στη διάθεσή μας για την προώθηση των βρετανικών θέσεων και για άσκηση ορισμένης έκτασης εξαγγλισμού σε όλη την κοινότητα (ενν. τον κυπριακό λαό), ως αντιστάθμισμα στις πολύ ισχυρές επιρροές εξελληνισμού και εκτουρκισμού που βρίσκονται εδώ σε εφαρμογή». Τον Νοέμβριο του ιδίου έτους, ο αποικιακός γραμματέας χαρακτήριζε τη ραδιοφωνική υπηρεσία ως «το πιο αποτελεσματικό μέσο για να προωθήσουμε τις θέσεις μας στους χωρικούς».

Ως προς την αποτελεσματικότητα της ΚΥΡ, όπως κατέγραφε ο ίδιος ο Ντάρελ το 1955, η Ραδιοφωνική Υπηρεσία, μετά από πέραν των δύο χρόνων λειτουργίας, βρισκόταν υπό «σφοδρό μποϋκοτάζ» εξαιτίας του «επίσημου αναθέματος εκ μέρους της Εθναρχίας κατά απάντων όσων συνεργάζονταν με τον εχθρό». Παραδέχθηκε, επίσης, ότι ενώ είχαν ξεκινήσει να αυξάνονται οι ακροατές του, το κυπριακό ραδιόφωνο δεν είχε καταφέρει να κερδίσει τους ακροατές του αθηναϊκού ραδιοφώνου.

Η «μάχη» στα ερτζιανά μεταξύ ΚΥΡ και Αθηναϊκού Ραδιοφώνου θα κορυφωθεί τον Μάρτιο του 1956, όταν οι Βρετανοί θα ξεκινήσουν να παρεμβάλλουν παράσιτα στις εκπομπές του ελληνικού ραδιοφώνου. Η αποτελεσματικότητα της Υπηρεσίας όμως μειωνόταν για έναν ακόμη άλλο λόγο. Επειδή οι κυπριακές εφημερίδες αρνούνταν να δημοσιεύσουν το πρόγραμμα εκπομπών του, ως αποτέλεσμα του γενικότερου μποϋκοτάζ εναντίον του. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το συγκεκριμένο πρόβλημα, από την 1η Ιανουαρίου 1956 ξεκίνησε να εκδίδεται το εβδομαδιαίο τρίγλωσσο περιοδικό «Radio Cyprus», το οποίο όμως δεν έτυχε ευνοϊκής υποδοχής από το κοινό.

Τέσσερις φορές βρέθηκε στο στόχαστρο της ΕΟΚΑ

Εν είδει αντι-προπαγάνδας, όταν η ΕΟΚΑ είχε ξεκινήσει την ένοπλη δράση της, δεν είναι λίγες οι φορές που η ΠΕΚΑ είχε καλέσει τους Κύπριους να μην ακούν τις εκπομπές της ΚΥΡ σημειώνοντας ότι οι Βρετανοί «μολύνουν της ελληνικήν ατμόσφαιραν του νησιού μας με την κουτοπόνηρον προπαγάνδαν του ραδιοφωνικού των σταθμού». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο κυπριακός Τύπος κατηγορούσε την ΚΥΡ ότι ήταν αναξιόπιστη και ότι χρησιμοποιούσε «φτηνές προπαγανδιστικές τεχνικές». Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, που η Υπηρεσία είχε αποτελέσει έναν από τους στόχους των βομβιστικών επιθέσεων της 1ης Απριλίου 1955 τις οποίες διενήργησε ομάδα με επικεφαλής τον Μάρκο Δράκο, προκαλώντας τις μεγαλύτερες ζημιές που είχαν προκληθεί σε κτήρια και εξοπλισμό εκείνο το πρώτο βράδυ δράσης. Αυτές οι επιθέσεις δεν αποτέλεσαν μεμονωμένο γεγονός. Στις 31 Αυγούστου 1955, μια άλλη έκρηξη προκάλεσε σοβαρές ζημιές στη «δισκοθήκη» του σταθμού καταστρέφονταν περίπου 4.000 δίσκους γραμμοφώνου. Στις 7 Αυγούστου 1956, σημειώθηκαν ακόμη δύο εκρήξεις. Μία σε κιβώτια έξω από τα κτήρια της Υπηρεσίας και μία κοντά στο δωμάτιο του φρουρού με αποτέλεσμα να προκληθούν «μικρές υλικές ζημιές». Στις 17 Οκτωβρίου 1957, ο πομπός που μετέδιδε το τουρκικό πρόγραμμα καταστράφηκε από έκρηξη.

Παρ’ όλα αυτά, η έντονη προπαγανδιστική χρήση των μέσων ενημέρωσης από τους Βρετανούς, συνεχίστηκε και επεκτάθηκε την 1η Οκτωβρίου 1957 με τη δημιουργία τηλεοπτικού σταθμού. Η λειτουργία όμως τηλεοπτικού σταθμού επιβάρυνε τον αποικιακό προϋπολογισμό. Έτσι, η αποικιακή κυβέρνηση ξεκίνησε να μελετά εναλλακτικές λύσεις. Επανήλθε, λοιπόν, η ιδέα για δημιουργία Ιδρύματος το οποίο θα στέγαζε το ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό πρόγραμμα και, μέσω των διαφημίσεων, θα κάλυπτε, αρχικά, μέρος των εξόδων του. Διότι, όσο το ραδιοφωνικό και το τηλεοπτικό πρόγραμμα αποτελούσαν αποικιακές κυβερνητικές Υπηρεσίες, η χρηματοδότησή τους δεν θα μπορούσε να προέρχεται παρά μόνο από τον αποικιακό προϋπολογισμό. Έτσι, την 1 Ιανουαρίου 1959 τέθηκε σε εφαρμογή ο νόμος για δημιουργία του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, το οποίο ξεκίνησε να εκπέμπει εμπορικές διαφημίσεις, στις 26 Απριλίου 1959, μετά την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου.

*Πρόεδρος Ιδρύματος Απελευθερωτικού Αγώνα ΕΟΚΑ

** Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα από την υπό έκδοση μελέτη «Προπαγάνδα και Αντιπροπαγάνδα στον Κυπριακό Αγώνα 1955-1959»