Κύπριος πολίτης δικαιώθηκε από το ΕΔΑΔ το 2009 αφού κρίθηκε ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης όταν καταδικάστηκε σε 14 χρόνια φυλάκιση για ανθρωποκτονία, όμως για διάφορους λόγους δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.

Ως συνέπεια τούτου, δεν μπορεί να βρει δουλειά, δεν μπορεί να πληρώσει τις διατροφές των παιδιών του και μπαινοβγαίνει στις φυλακές. Το θέμα έφτασε στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπου με αίτησή του ζητούσε την ακύρωση της καταδίκης του το 2001 από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού για σοβαρά εγκλήματα η οποία επικυρώθηκε το 2003, από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Το Ανώτατο όμως απέρριψε το αίτημά του για αποκατάσταση, επειδή το αίτημα του δεν υποβλήθηκε στην προθεσμία των τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη τελεσίδικη η απόφαση του ΕΔΑΔ. Όπως αναφέρουν ομόφωνα οι εφτά δικαστές, εφόσον η σχετική απόφαση του ΕΔΑΔ κατέστη τελεσίδικη την 11.3.2009, πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου, η προθεσμία των τριών μηνών για καταχώριση αιτήματος ήταν η 25.5.2015. Το αίτημα καταχωρίστηκε την 6.12.2023, οκτώ και πλέον χρόνια μετά την εκπνοή της προθεσμίας.

Η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, άφησε το θέμα στο Ανώτατο Δικαστήριο να το κρίνει ενώ ο δικηγόρος του αιτητή επικαλέστηκε αφενός ότι δεν ήταν εύλογα δυνατό για τον αιτητή να είχε υποβάλει αίτημα εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και αφετέρου ουσιαστικά εισηγήθηκε να παραγνωρίσει το Δικαστήριο την προθεσμία που θέτει ο Νόμος.

Κατά τον δικηγόρο του, αυτός αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα αφού παραμένει με ποινικό μητρώο, γεγονός που δεν του επιτρέπει να εργαστεί ως επαγγελματίας οδηγός ή σε άλλη εργασία όπου απαιτείται λευκό ποινικό μητρώο. Ως αποτέλεσμα οφείλει διατροφές για τα ανήλικα παιδιά του και καταλήγει «συνέχεια και κατ’ επανάληψη» στη φυλακή, μέχρι να μπορέσει να εξασφαλίσει τα χρηματικά ποσά που χρειάζονται για να αποφυλακιστεί.

Ο ίδιος αναφέρει ότι: «Δυστυχώς λόγω όλων των πιο πάνω γεγονότων και προσπαθειών αλλά και τις επανειλημμένες αλλαγές δικηγόρων που έπρεπε να κάνω λόγω του ότι όλοι σε κάποια φάση έχαναν το ενδιαφέρον τους, δεν κατάφερα να καταχωρίσω αυτή την αίτηση εντός της χρονικής προθεσμίας που αναφέρει η ειδική νομοθεσία».

Το Ανώτατο κατέληξε τελικά ότι δεν έχει διαφανεί ότι δεν ήταν εύλογα δυνατό το αίτημα να υποβληθεί εντός της προθεσμίας του Νόμου, ώστε να μπορούσε να το εξετάσει και το απέρριψε.