Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε σήμερα το πρωί αίτημα έξι φυσικών προσώπων και μιας εταιρείας, που αιτήθηκαν να ακυρωθεί διάταγμα πρόσβασης στο περιεχόμενο επικοινωνίας τους, το οποίο είχε εξασφαλίσει η Αστυνομία στο πλαίσιο διερεύνησης σοβαρής υπόθεσης πολιτογραφήσεων.

Στο πλαίσιο διερεύνησης της εν λόγω ποινικής υπόθεσης, η Αστυνομία είχε εξασφαλίσει διάταγμα από Επαρχιακό Δικαστήριο και το οποίο την εξουσιοδοτούσε να έχει πρόσβαση σε επικοινωνία που είχαν τα ύποπτα πρόσωπα μεταξύ τους κατά την περίοδο μεταξύ 2011 – 2021. Οι αστυνομικές εξετάσεις αφορούσαν τη διάπραξη αδικημάτων που ενδεχομένως διαπράχθηκαν κατά την εφαρμογή του προγράμματος  πολιτογραφήσεων ξένων επενδυτών και την έκδοση κυπριακών διαβατηρίων.

Τα έξι φυσικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων δύο δικηγόροι και μια δικηγορική εταιρεία, όλοι ύποπτοι,  αιτήθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο την ακύρωση του επίδικου διατάγματος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφαση, που εξέδωσε σήμερα απέρριψε τις θέσεις των αιτητών και έκανε δεκτούς τους λόγους ένστασης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όπως αναπτυχθήκαν κατά την ακρόαση της υπόθεσης  από τον Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄, Ανδρέα Αριστείδη.

Η θέση των αιτητών ήταν ότι το συγκεκριμένο διάταγμα πρόσβασης σε ιδιωτική επικοινωνία, που εκδόθηκε στη βάση των προνοιών του Ν.216(Ι)/15, έπρεπε να ακυρωθεί, αφού εξουσιοδοτούσε πρόσβαση σε επικοινωνία τους, η οποία έλαβε χώρα μεταξύ των ετών 2011-2015, δηλαδή σε χρόνο πριν την θέσπιση του Ν.216(Ι)/15.

Ουσιαστικά οι αιτητές εισηγούνταν ότι ο Ν.216(Ι)/15 δεν μπορούσε να εφαρμοστεί αναδρομικά, ώστε να εκδοθεί διάταγμα  που να επιτρέπει πρόσβαση σε επικοινωνία η οποία έλαβε χώρα  πριν τη ψήφιση του. Η θέση των αιτητών ήταν ότι η επικοινωνία τους μεταξύ των ετών 2011 – 2015 ήταν απόλυτα προστατευμένη και συνεπώς η Αστυνομία δεν θα μπορούσε να την αξιοποιήσει ως μαρτυρία.

Αντίθετη ήταν η θέση του κ. Αριστείδη ο οποίος κατά τη διαδικασία στο Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι το ουσιαστικό δικαίωμα των Αιτητών σε προστασία της επικοινωνίας τους είχε ήδη περιοριστεί από το ίδιο το Σύνταγμα κατά το έτος 2010 με την τροποποίηση του άρθρου 17 (6η τροποποίηση Συντάγματος). Συνεπώς, μεταξύ των ετών 2011 – 2015, η επικοινωνία που είχαν οι ύποπτοι μεταξύ τους και η οποία ενδέχεται να είναι σχετική με τα υπό διερεύνηση αδικήματα δεν τύγχανε συνταγματικής προστασίας. Επιπλέον, εισηγήθηκε ότι ο Ν.216(Ι)/15 είναι διαδικαστικής φύσεως, αφού προβλέπει απλώς τη διαδικασία εξασφάλισης δικαστικού διατάγματος για πρόσβαση σε ιδιωτική επικοινωνία στις περιπτώσεις που επιτρέπει το Σύνταγμα και δεν άπτεται  της ίδιας της προστασίας του ατομικού δικαιώματος. Κατ’ επέκταση δεν τίθεται ζήτημα απαγορευμένης αναδρομικής ισχύς του Νόμου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

α)  Από το  έτος  2010 το Σύνταγμα επέτρεπε την παρέμβαση στο δικαίωμα προστασίας του περιεχομένου της επικοινωνίας, πλην όμως δεν υπήρχε νόμος που να ρυθμίζει την έκδοση του απαιτούμενου προς τούτο δικαστικού διατάγματος, μέχρι και τη θέσπιση του Ν.216(Ι)/2015.

β) Με την έκτη τροποποίηση του 2010, το Σύνταγμα επέτρεψε την πρόσβαση στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, θέτοντας τις περιπτώσεις στις οποίες δικαιολογείται η εξασφάλιση δικαστικού εντάλματος.

γ) Η δυνατότητα επέμβασης, την οποία προνόησε η τροποποίηση του Συντάγματος, απαιτείτο να ρυθμιστεί από νόμο.

δ) Το δικαίωμα των Αιτητών στη προστασία της επικοινωνίας τους είχε περιοριστεί με την τροποποίηση του Άρθρου 17.2  του Συντάγματος κατά το έτος 2010  και όχι με τον Ν.216(Ι)/2015.

ε) Ο Νόμος 216(Ι)/2015 δεν επηρέασε με οποιονδήποτε τρόπο το ήδη αναγνωρισμένο απο το Σύνταγμα δικαίωμα στην επέμβαση στην επικοινωνία αλλά έθεσε τη διαδικασία με την οποία τέτοιο δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί. Συνεπώς  καταρρίπτεται η εισήγηση των Αιτητών ότι απαγορεύεται η αναδρομική εφαρμογή δυσμενούς νόμου. 

στ) Ο Ν.216(Ι)/2015 δεν δημιούργησε δικαίωμα αλλά είναι καθαρά διαδικαστικού περιεχομένου και επομένως δεν τίθεται ζήτημα αναδρομικής ισχύος του.

ζ) Ο Νόμος  παρέχει δυνατότητα πρόσβασης σε εκείνο το περιεχόμενο το οποίο κατά τον χρόνο έκδοσης του εντάλματος υφίσταται και βρίσκεται καταγεγραμμένο ή αποθηκευμένο, ανεξαρτήτως του χρόνου διενέργειας της επικοινωνίας.

Με βάση τα πιο πάνω το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε αβάσιμους τους λόγους ακύρωσης που επικαλέστηκαν οι αιτητές και απέρριψε την αίτηση τους επικυρώνοντας ουσιαστικά το διάταγμα πρόσβασης σε επικοινωνία που εξέδωσε το επαρχιακό δικαστήριο μετά από σχετικό αίτημα της Αστυνομίας.