«Μια κλινική και μια θεωρία του πένθους, με αφετηρία μία ιδιαίτερη απώλεια, εκείνη των Ελληνοκύπριων αγνοουμένων από την τουρκική εισβολή του 1974», αναπτύσσει το νεοεκδοθέν βιβλίο του κλινικού ψυχολόγου, κοινωνικού ανθρωπολόγου και ψυχαναλυτή δρα Μιχάλη Πέτρου με τίτλο «Σπαράγματα της Γλυκείας χώρας. Πένθος: άτομο – κοινωνία – πολιτική». Το βιβλίο εκδόθηκε τον Νοέμβρη 2023 στην Αθήνα από τον εκδοτικό οίκο «Αρμός». Το πολύμοχθο και πολυσήμαντο αυτό έργο των τριακοσίων περίπου σελίδων, είναι αποτέλεσμα πολύχρονης έρευνας για το θέμα των αγνοουμένων στην Κύπρο, που όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, «είναι ένα θέμα που εξακολουθεί να μην έχει τύχει μιας κοινωνικής και εθνικής διεργασίας και οι λόγοι είναι πολλοί, μεταξύ των οποίων γνωστά πολιτικά και εθνικά διακυβεύματα».

Όπως ανέφερε στον «Φ» ο Μιχάλης Πέτρου, «η έκδοση του βιβλίου είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. Πενήντα χρόνια από την τουρκική εισβολή και κατοχή, είναι ακόμα έντονος ο πόνος των συγγενών των αγνοουμένων, και μαζί του η πολύμορφη οδύνη της Κύπρου, αντιμέτωπη με το αβέβαιο μέλλον της». Ο δρ Πέτρου είχε αναφερθεί σε αυτό που αποκάλεσε «τρομερό τραύμα» των συγγενών αγνοουμένων και κυρίως των παιδιών τους και στο γεγονός ότι «ποτέ κανείς δεν τους βοήθησε να επεξεργαστούν αυτή την απώλεια», σε ρεπορτάζ του υπογράφοντος με τίτλο «1974, το ανοικτό μας τραύμα» στην έκδοση του «Φ» της 24ης Ιουλίου 2022. Ο δρ Μιχάλης Α. Πέτρου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κύπρο, ενώ σπούδασε στη Γαλλία, κλινική ψυχολογία και κοινωνική ανθρωπολογία. Στη συνέχεια στην Ελλάδα εκπαιδεύθηκε στη ψυχανάλυση και την ανάλυση ομάδων. Εκεί ζει και εργάζεται από τη δεκαετία 1990, ενώ, όπως μας είπε, επισκέπτεται πολύ συστηματικά την Κύπρο, έχοντας στενή συνεργασία με τους εδώ συναδέλφους του. Πρόσθεσε ότι πολλά από τα άρθρα του, δημοσιευμένα σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά, στην ελληνική, αγγλική και γαλλική γλώσσα, απορρέουν από την τριακονταετή έρευνά του αναφορικά με το θέμα της οδύνης που εξακολουθεί να ταλανίζει τις οικογένειες των αγνοουμένων της Κύπρου.

Όπως γράφει, «επιστρέφοντας το 1988 στη γη που άφησα μετά την τουρκική εισβολή, διακινείται το ενδιαφέρον μου για τους αγνοούμενους και μαζί με την Ειρήνη Γεωργιάδη (σ. σ. κλινική ψυχολόγο-ψυχοθεραπεύτρια στη Λευκωσία), ξεκινούμε τις έρευνες μας, ανακοινώνουμε και δημοσιεύουμε τα πρώτα αποτελέσματά τους το 1989-1998. Όμως το βιβλίο μου αυτό – επεσήμανε – πέρα από το καθαυτό θέμα των αγνοουμένων, καταπιάνεται ευρύτερα με το θέμα της απώλειας και του πένθους, όπως βιώνεται από το άτομο και την κοινωνία και όπως αντιμετωπίζεται ή και χειραγωγείται από την πολιτική. Ο τίτλος του είναι εμπνευσμένος από το έργο του ιστοριογράφου της μεσαιωνικής Κύπρου Λεοντίου Μαχαιρά». Σημειώνουμε ότι το επιστημονικό αυτό έργο, είναι γραμμένο σε απλή γλώσσα και με ρέοντα λόγο, που το καθιστά προσβάσιμο και από τους μη ειδικούς, παρά την αναφορά και την ανάλυση ψυχαναλυτικών, ανθρωπολογικών εννοιών και παραδειγμάτων που αντλεί ο συγγραφέας από την αρχαία και σύγχρονη ελληνική γραμματεία. Όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του, «η συγκρότηση της υπόθεσης των Ελληνοκύπριων αγνοουμένων σε ένα αδύνατο πένθος για τους συγγενείς τους, εδράζεται πάνω σε ένα κοινωνικό βάθρο και σε μια πολιτική επιλογή, που επιτείνουν την απουσία μιας συλλογικής προσπάθειας διεργασίας της απώλειας, η οποία υπερβαίνει εκείνη των αγνοουμένων. Αφορά στην επιβίωση και το μέλλον της χώρας. Ωστόσο, το βιβλίο δεν περιορίζεται στη μελέτη της κοινωνικά και πολιτικά περιπεπλεγμένης αυτής απώλειας. Πρόκειται για μια ευρύτερη ψυχαναλυτική προσέγγιση που επιχειρεί να συμβάλει στην ανάδειξη ανεπίγνωστων κοινωνικών και ασυνείδητων ψυχικών διεργασιών που μετέχουν της ιστορικής αιτιότητας και της πολιτισμικής εξέλιξης».

Αίροντας και περιφέροντας έναν σταυρό…

«Τι οδήγησε για δεκαετίες ολόκληρες, πολιτεία και λαό σ’ ένα αδύνατο πένθος, για την ακρίβεια σ’ έναν ατέρμονο κοινωνικό θρήνο;», ερωτά ο συγγραφέας ορίζοντας με σαφήνεια τον προβληματισμό του. Και προσθέτει: «Ποιοι λόγοι μάς οδήγησαν να προτάξουμε μιας ευρύτερης εθνικής και πολιτικής διεκδίκησης, την προσωπική οδύνη των συγγενών; Πώς ένα ανθρωπιστικό θέμα, όπως επαναλαμβάνουμε εγχωρίως και διεθνώς, κατέστη ένα διαρκές δράμα γι’ αυτές τις οικογένειες, καθώς και για τους απογόνους αυτών των οικογενειών;». Στην εισαγωγή, μετά από τον δικό του πρόλογο και τον πρόλογο του δασκάλου του όπως τον αποκαλεί, Γάλλου ψυχαναλυτή και καθηγητή Ψυχολογίας René Kaës, ο συγγραφέας εξηγεί «πώς η ατομική ψυχική ύπαρξη, παρά την μοναδικότητα της, δεν μπορεί να γίνει στην ουσία της κατανοητή, χωρίς την κατανόηση των δεσμών της με τον άλλον άνθρωπο, με την κοινωνία, με τον πολιτισμό, αλλά και την πολιτική. Είναι μια εισαγωγή-δοκίμιο πάνω στη σχέση ατομικής ψυχολογίας, κοινωνικής ψυχολογίας και πολιτικής ανθρωπολογίας».

 Στα πρώτα κεφάλαια, ο δρ Πέτρου, μετά από μια ιστορική αναφορά στην κυπριακή ιστορία και κυρίως στην τουρκική εισβολή, δείχνει πως «το πένθος δεν είναι ποτέ μια ατομική υπόθεση και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί έτσι. Θα πρέπει, αντίθετα, να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας από όλη την κοινότητα, να επικυρωθεί και να γίνει έτσι μέρος της ιστορίας της. Ακόμη – και κυρίως – τα νεκροταφεία μιας κοινωνίας, είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός ζωντανός μάρτυρας της ιστορίας ενός τόπου». Αναφερόμενος στο ζήτημα «της απουσίας που δεν οδηγεί στην ολοκλήρωση του πένθους, όπως στην περίπτωση των αγνοουμένων της Κύπρου», διατυπώνει την εξής υπόθεση: «Είναι σαν, στη βάση μιας άρρητης συμφωνίας κυπριακής πολιτείας και κοινωνίας με τους συγγενείς των αγνοουμένων, οι τελευταίοι να επιφορτίστηκαν να αίρουν και να περιφέρουν έναν σταυρό, να προβάλλουν το δράμα μιας ολόκληρης κοινωνίας χαινόντων τραυμάτων και ανεπίλυτων πενθών. Στην Κύπρο, εκείνες οι μαυροφορεμένες γυναίκες, που για δεκαετίες βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή κάθε εκδήλωσης για την κυπριακή υπόθεση, ενσαρκώνουν την αποφασιστικότητα και τη βούληση ενός λαού να μην ξεχάσει». Ο Μιχάλης Πέτρου τις αποκαλεί «φορείς πένθους: οι συγγενείς των αγνοουμένων – γράφει – βιώνουν και εκφράζουν μαζί και ταυτόχρονα με την οδύνη για τους αγαπημένους τους, την οδύνη που αισθάνεται κάθε Ελληνοκύπριος για την μοιρασμένη του πατρίδα. Το αδύνατο πένθος των Ελληνοκυπρίων, αφορά σε όλα εκείνα τα κομμάτια του καθενός τους που είναι κατατεθειμένα σε αυτό που έχουν χάσει: γονείς, γη, κράτος, εθνικά όνειρα…». Αυτές τις γυναίκες, ο συγγραφέας τις παρομοιάζει με την Αντιγόνη. «Μια Αντιγόνη όμως σε κόντρα ρόλο – όπως μας είπε – όπου από κοινού με τον Κρέοντα, συμφωνούν ότι οι νεκροί πρέπει να μείνουν άταφοι, όχι γιατί είναι προδότες, αλλά επειδή είναι ήρωες: Στην Κύπρο, κληρονόμοι τόσο μιας μελαγχολούσας Αντιγόνης, όσο και ενός Κρέοντα χωρίς περίσκεψη και σύνεση, επιδεικνύουμε μια ύβρη και μια έλλειψη σεβασμού στους νεκρούς μας και τους τραγικούς συγγενείς τους».

Mια μαζική υπερεπένδυση στην απουσία

Σε άλλο σημείο του βιβλίου του ο συγγραφέας επισημαίνει ότι «αν το πένθος των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων κατέστη αδύνατο, αυτό δεν οφείλεται μόνο στην απουσία πτώματος ή άλλου αποδεικτικού στοιχείου. Είναι κυρίως – προσθέτει – λόγω μιας πολιτικής, που ίσχυσε για τουλάχιστον είκοσι χρόνια και μιας κοινωνικής ενθάρρυνσης της ελπίδας στην ύπαρξη και επιστροφή των αγνοουμένων». Και συνεχίζει: «Το πένθος δεν είναι ποτέ μόνο ένα ατομικό ζήτημα ή μια καθαρά ιδιωτική δοκιμασία. Όπως όλα τα περάσματα, έτσι και ο θάνατος είναι κοινωνικά επικυρωμένος: συλλογικές πράξεις και λόγοι αναγνωρίζουν την απώλεια, εγκρίνουν την ανάγκη για πένθος και υποστηρίζουν τη διαδικασία του. Ειδικά όταν οι μη αναγνωρισμένες απώλειες είναι μαζικές, μια εξωτερική αναφορά είναι απολύτως απαραίτητη. Η παρεμπόδιση του έργου του πένθους, οδηγεί στο να βιώνεται ο αγνοούμενος, όχι ως απώλεια, αλλά ως απουσία. Διότι η απώλεια είναι οριστική, ενώ η απουσία είναι μια δυνητική παρουσία, μια υπόσχεση επιστροφής. Για την απουσία του αγνοουμένου, δημιουργούνται λόγοι και σύμβολα, παρόμοια ή συνδεόμενα με τους λόγους και τα σύμβολα που δημιουργήθηκαν για τα τραύματα που προκάλεσε η εισβολή και η διαίρεση της χώρας.

Από το 1974, το «Δεν ξεχνώ» είναι το σύνθημα και η εντολή που δεσπόζει πάνω από τον αιματοβαμμένο χάρτη της διχοτομημένης Κύπρου. Η ελπίδα είναι η ίδια: η επιστροφή των αγνοουμένων, επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους, άρση της κατοχής, επανένωση της Κύπρου. Εν ολίγοις, η επιστροφή στις μέρες πριν από το ‘74. Μέσα σε αυτή τη φορική λειτουργία, με τους συγγενείς των αγνοουμένων ως «φορείς πένθους», βρίσκονται συνεπώς ασυνείδητες συμμαχίες και σύμφωνα απάρνησης, εγγενή του συλλογικού τραύματος. Ως μέρος μιας συμμαχίας που αλλοτριώνει, οι οικογένειες των αγνοουμένων μαστίζονται από ένα ατέρμονο πένθος που παραπέμπει σε άλλα μεγαλύτερα πένθη. Αντί της επώδυνης εργασίας του πένθους για τους αγνοούμενους, ως μέρος μιας ευρύτερης συλλογικής διαδικασίας αντιμετώπισης της απώλειας και οραματισμού ενός βιώσιμου μέλλοντος για την Κύπρο, επιλέχθηκε μια μαζική υπερ-επένδυση στην απουσία. «Επενδύουμε στην απουσία σαν να ήταν η πραγματικότητα». Η εικόνα, το είδωλο, το ομοίωμα, έχουν τεράστια κοινωνική και πολιτική δύναμη. Πίσω από την εικόνα του αγνοουμένου, κρύβεται η συνενοχή των συγγενών που επιθυμούν να αποφύγουν το πένθος και η λογική του κράτους – la raison d’État – που τους χρεώνει να φέρουν το μυστικό. Για τον Ε. Canetti – υπενθυμίζει ο συγγραφέας – το μυστικό είναι ο πυρήνας της εξουσίας».

Η γλώσσα στην υπηρεσία της παραπλάνησης

«Με μια ορισμένη αλλαγή της επίσημης πολιτικής της Κύπρου απέναντι στο θέμα των αγνοουμένων και με μια περιορισμένη, έστω, συνεργασία της τουρκοκυπριακής πλευράς, αρκετές εκατοντάδες από τους αγνοούμενους – Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους – έχουν από το 2007 ως τα σήμερα ταυτοποιηθεί», γράφει ο Μιχάλης Πέτρου και προσθέτει: «Το τιτάνιο αυτό έργο ανέλαβε μια ομάδα ειδικών, που υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, ερεύνησε την Κύπρο, ανέσκαψε ομαδικούς τάφους, ταυτοποίησε οστά και τα απέδωσε στους συγγενείς τους, ώστε επιτέλους να τα θάψουν. Μήπως όμως η πανηγυρική κηδεία, δεν συμβάλλει στην ιεροποίηση του επί σειρά ετών αγνοούμενου, καθιστώντας το πένθος αδύνατο, όπως συμβαίνει με τους αγίους της Εκκλησίας και τους μάρτυρες της Πατρίδας; Οι οικογένειες των αγνοουμένων έχουν υποστεί, υφίστανται ακόμη σε ένα βαθμό, δύο ειδών βία. Η πρώτη, κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής του ‘74, που προκάλεσε την απώλεια των αγαπημένων τους προσώπων. Η δεύτερη, πιο δυσδιάκριτη, διαιωνίζεται έκτοτε. Πρόκειται για κοινωνική και πολιτική βία. Οι οικογένειες των αγνοουμένων συνεχίζουν να κακοποιούνται από τους συμπατριώτες τους. Είναι μια βία κατά της συμβολικής τάξης, η οποία εμποδίζει το πένθος και την ανάπαυση. Είναι μια βία που τελικά στρέφεται εναντίον της ίδιας της κυπριακής κοινωνίας, γιατί εμποδίζει την ολοκλήρωση του πένθους των απωλειών, εμποδίζει τη μνήμη, την ιστορία και κατά συνέπεια το μέλλον του τόπου». Στα επόμενα κεφάλαια ο συγγραφέας μιλά για το τραύμα, υπογραμμίζοντας τον καθοριστικό ρόλο του περιβάλλοντος στην επεξεργασία του τραυματικού βιώματος. Αναλύονται «οι ολέθριες – όπως αναφέρει – συνέπειες της κοινωνικής και πολιτικής στάσης, την οποία επιλέξαμε στην Κύπρο. Καθώς η τραυματική απώλεια θεωρήθηκε σαν απώλεια, η επώδυνη αλλά και λυτρωτική διεργασία του πένθους παρακάμφθηκε, ακινητοποιήθηκε. Όταν η τραυματική ένταση μείνει χωρίς σύνδεση μέσα στη γλώσσα, η τελευταία μπαίνει στην υπηρεσία της παραπλάνησης και τότε η καταστροφή θα γίνει έκδηλη σε ιστορική πλέον κλίμακα».

Σημειώνουμε ότι το εξώφυλλο της προσεγμένης έκδοσης, κοσμεί ένα έργο της ζωγράφου Εύης Θεοφανίδου, εμπνευσμένο από ένα αγγείο της προϊστορικής Κύπρου, το οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει και αναλύει με πρωτότυπο τρόπο στον επίλογο του βιβλίου του. Όπως μας εξήγησε, «πρόκειται για ένα έκθεμα του Κυπριακού Μουσείου, μια πήλινη λεκάνη, μικρογραφία ενός υπαίθριου κυκλικού ιερού, που αναπαριστά ένα πλήθος ανθρώπων, μελών μιας κοινότητας, τους αρχηγούς και ιερείς της, τα ζώα προς θυσία. Είναι μια ιεροτελεστία. Αντίθετα με την εικόνα του ίδιου κεραμικού που απεικονίζεται κατακερματισμένο στο έργο της Εύης Θεοφανίδου, αυτό το αγγείο είναι καλοδιατηρημένο και μάλιστα απόλυτα άρτιο. Τα τοιχώματα της λεκάνης-ιερού, περιβάλλουν και προστατεύουν την κοινότητα από την απειλή του θανάτου, μέσα στην αναπαριστώμενη θυσιαστική μυσταγωγία. Η οικογένεια, οι κοινωνικές ομάδες και θεσμοί, λειτουργούν ακριβώς ως περιέχοντα και ως περιβλήματα».

*Το βιβλίο θα παρουσιαστεί στις 5 Απριλίου (6.30 μ.μ.) στη Δημοτική Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη Λεμεσού και στις 12 Απριλίου (7 μ.μ.) στο αμφιθέατρο UNESCO Πανεπιστημίου Λευκωσίας.