Ο κάθε πάροχος υπηρεσιών υγείας, γιατρός ή άλλος, ασκεί το επάγγελμα του ανάλογα με τη δική του γνώση, με τη χώρα σπουδών και την εμπειρία του και δεν υπάρχει ομοιογένεια στο σύστημα υγείας της Κύπρου. Τεράστιο κενό καταγράφεται στην παρακολούθηση και αξιολόγηση των επαγγελματιών υγείας και της ποιότητας των υπηρεσιών. Δεν υπάρχουν κοινά, επίσημα πρότυπα ποιότητας, κλινικά πρωτόκολλα και κατευθυντήριες οδηγίες, η συνεχής εκπαίδευση δεν διασφαλίζεται και προκύπτει ανάγκη για έμφαση στην πρόληψη ασθενειών.

Η μελέτη/πρόταση που διενεργήθηκε από την PWC, για λογαριασμό της συντονιστικής επιτροπής του υπουργείου Υγείας για τη δημιουργία του Εθνικού Κέντρου Κλινικής Τεκμηρίωσης, είναι έτοιμη, έχει παραδοθεί στον υπουργό Υγείας, Μιχάλη Δαμιανό, ο οποίος με τη σειρά του είχε ήδη επαφές με τους εμπλεκόμενους φορείς, περιλαμβανομένου του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου, του οποίου ο ρόλος στην προκειμένη περίπτωση είναι ιδιαίτερα σημαντικός.

Το Εθνικό Κέντρο Κλινικής Τεκμηρίωσης θα έχει την αρμοδιότητα να ετοιμάζει τις εθνικές κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες/ πρωτόκολλα, να προγραμματίζει την εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας και να παρακολουθεί και να αξιολογεί τους παρόχους υπηρεσιών υγείας για την εφαρμογή των κοινών προτύπων.

Πέραν από την ανάλυση του τρόπου λειτουργίας ανάλογων οργανισμών σε άλλες χώρες της ΕΕ αλλά και διεθνώς, στη μελέτη γίνεται εκτενής περιγραφή της κατάστασης που σήμερα επικρατεί στην Κύπρο και αφορά την εφαρμογή κλινικών πρωτοκόλλων, τον έλεγχο και αξιολόγηση της κλινικής πράξης αλλά και την εκπαίδευση των επαγγελματιών.

«Καθώς το ΓεΣΥ ωριμάζει και όπως βλέπουμε να συμβαίνει στα περισσότερα συστήματα υγείας στην Ευρώπη και διεθνώς, ο τομέας της υγείας στην Κύπρο πρέπει πλέον να εστιάσει στη βελτιστοποίηση της ποιότητας και της βιωσιμότητας των υπηρεσιών υγείας. Αυτή η κατεύθυνση φαίνεται να είναι μονόδρομος, καθώς οι ασθενείς είναι πλέον πιο ενημερωμένοι και απαιτητικοί, ο πληθυσμός της Κύπρου γηράσκει σημαντικά ενώ, παράλληλα, το κόστος παροχής υπηρεσιών υγείας αυξάνεται περίπου κατά 6% χρόνο με τον χρόνο».

Οι διαπιστώσεις της μελέτης αλλά και της συντονιστικής επιτροπής για την κατάσταση σήμερα, συνοψίζονται ως εξής:

>> Διαπιστώνεται απουσία προτύπων ποιότητας/ κλινικών πρωτοκόλλων/ κατευθυντήριων οδηγιών/διαδρομών.

>> Διαπιστώνεται διαφορετική εμπειρία και τεχνογνωσία των επαγγελματιών υγείας και έλλειψη συνεχούς εκπαίδευσης.

>> Υπάρχει ανάγκη για περισσότερη έμφαση στην πρόληψη και διαχείριση νοσημάτων.

>> Εντοπίζονται ρυθμιστικά κενά σχετικά με την παρακολούθηση και αξιολόγηση της ποιότητας υγείας.

Όπως αναφέρεται στη μελέτη, «στην Κύπρο δεν υπάρχουν εθνικά πρότυπα ποιότητας υγείας ή κλινικά πρωτόκολλα/ κατευθυντήριες οδηγίες τα οποία να εφαρμόζονται με ομοιογένεια σε όλο το σύστημα υγείας (εντός και εκτός ΓεΣΥ). Μπορεί οι επιστημονικές εταιρείες να υιοθετούν ορισμένα κλινικά πρωτόκολλα/ κατευθυντήριες οδηγίες άλλων χωρών, αλλά αυτό δεν φαίνεται να γίνεται πάντα με συντονισμένο τρόπο μεταξύ διάφορων ιατρικών ειδικοτήτων και επιπέδων φροντίδας και χωρίς ευρεία αποδοχή από όλη την ιατρική κοινότητα και τους άλλους εμπλεκόμενους φορείς».

Αυτό, όπως επισημαίνεται, έχει ως αποτέλεσμα «οι επαγγελματίες υγείας που ασκούν το επάγγελμα τους στην Κύπρο να έχουν διαφορετική εμπειρία και τεχνογνωσία ανάλογα με τη χώρα στην οποία σπούδασαν ή εκπαιδεύτηκαν». Ως εκ τούτου, παρατηρούνται διαφορετικές προσεγγίσεις και «ανομοιογένεια των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας από επαγγελματία σε επαγγελματία και από ασθενή σε ασθενή».

«Για παράδειγμα, όσον αφορά την πρωτοβάθμια φροντίδα, γιατροί με διαφορετικές ειδικότητες (γενική ιατρική, παθολογία ή γιατροί χωρίς ειδικότητα με εμπειρία στην πρωτοβάθμια φροντίδα) δικαιούνται να συμβληθούν με τον ΟΑΥ ως προσωπικοί γιατροί. Επομένως, η διαφορετική εμπειρία και τεχνογνωσία και η έλλειψη κοινής συνεχούς εκπαίδευσης και προτύπων ποιότητας, ενδεχομένως, να δημιουργεί και ανομοιογένεια στην παροχή υπηρεσιών μεταξύ των δικαιούχων του ΓεΣΥ».

Σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση και αξιολόγηση των επαγγελματιών υγείας αλλά και της ποιότητας των υπηρεσιών, η συμβουλευτική επιτροπή αναφέρει στην έκθεση της ότι αυτή θα γίνεται στη βάση πάντα των ευρωπαϊκών και διεθνών πρακτικών από λειτουργούς του Κέντρου αλλά και εξωτερικούς συνεργάτες/ εμπειρογνώμονες.

Με την εφαρμογή του ΓεΣΥ, αναφέρεται, «το υπουργείο Υγείας καλείται να μεταβεί στον νέο του ρόλο ως ρυθμιστής του τομέα της Υγείας. Αυτή τη στιγμή, πέραν από ελέγχους που διεξάγει το Υπουργείο για τη συμμόρφωση των παρόχων με τη νομοθεσία, που κυρίως εστιάζει στις εγκαταστάσεις και τις ελάχιστες απαιτούμενες αναλογίες προσωπικού, δεν υπάρχει κάποιο ολοκληρωμένο πρόγραμμα/ μηχανισμός παρακολούθησης και αξιολόγησης της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας των παρόχων. Μάλιστα, οι νομοθεσίες πολλές φορές χρειάζονται αναθεώρηση βάσει των σύγχρονων αποδείξεων, κάτι που συνήθως είναι χρονοβόρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι για κάποιους τομείς δεν υπάρχει καν νομοθεσία ακόμα (ανακουφιστική φροντίδα και αποκατάσταση και επομένως δεν ρυθμίζονται επαρκώς».

Επομένως, «η σύσταση ενός Εθνικού Κέντρου Κλινικής Τεκμηρίωσης, είτε ως τμήμα του υπουργείου Υγείας είτε ως ξεχωριστή οντότητα, είναι αναγκαία για να καλύψει το κενό που υπάρχει σήμερα σχετικά με τον καθορισμό εθνικών προτύπων ποιότητας και την παρακολούθηση αξιολόγηση της ποιότητας στη βάση της επιστημονικά τεκμηριωμένης παροχής υπηρεσιών υγείας».

Εισήγηση για φορέα ιδιωτικού δικαίου και εξελίξεις

Η μελέτη αναλύει διαφορετικά μοντέλα λειτουργίας του ΕΚΚΤ. Από την ανάλυση των δεδομένων, φαίνεται να προκύπτει ότι καταλληλότερο για την Κύπρο μοντέλο, (λαμβανομένου υπόψη και του κόστους), είναι εκείνο που προβλέπει τη λειτουργία φορέα ιδιωτικού δικαίου. Η συντονιστική επιτροπή, η οποία συναντήθηκε πρόσφατα με τον υπουργό Υγείας, Μιχάλη Δαμιανό, έκανε σχετική εισήγηση, την οποία ο Υπουργός κλήθηκε να επεξεργαστεί. Ταυτόχρονα, ο Μιχάλης Δαμιανός, όπως πληροφορούμαστε, είχε ήδη συνάντηση και με τον Παγκύπριο Ιατρικό Σύλλογο, ο οποίος βάσει της απόφασης Υπουργικού Συμβουλίου το 2020, θα έπρεπε να διορίσει εκπρόσωπο του στην συντονιστική επιτροπή, κάτι το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει πράξει (σχετικές πληροφορίες είδαν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας). Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο υπουργός Υγείας κάλεσε τον ΠΙΣ να έχει επαφή με τα υπόλοιπα μέλη της συντονιστικής επιτροπής, να υπάρξει συνεννόηση και συνεργασία προκειμένου να καταλήξουν από κοινού στο πλαίσιο λειτουργίας του Κέντρου και να πραγματοποιηθεί στη συνέχεια κοινή σύσκεψη για να προωθηθούν οι απαραίτητες διαδικασίες.

Πάντως, στη μελέτη τονίζεται ότι «ανεξαρτήτως της απόφασης για την μορφή οντότητας με την οποία θα συσταθεί το ΕΚΚΤ και παρά τον προϋπολογισμό που χρειάζεται για να συσταθεί, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η λειτουργία του αναμένεται να έχει και οικονομικό όφελος πέραν των ποιοτικών οφελών για τον ασθενή. Πιο συγκεκριμένα, η σύσταση του ΕΚΚΤ αναμένεται να οδηγήσει σε πιο αποδοτική χρήση των πόρων υγείας, καθώς οι παρεμβάσεις των επαγγελματιών υγείας θα βασίζονται σε σύγχρονες ιατρικές πρακτικές. Με την προσαρμογή κλινικών πρωτοκόλλων/ κατευθυντήριων οδηγιών/ διαδρομών και την εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας ως προς την εφαρμογή τους, αναμένεται να περιοριστούν τυχόν αχρείαστες δαπάνες υγείας (π.χ. αχρείαστη έκδοση παραπεμπτικών ή εφαρμογή θεραπειών που είναι πιο δαπανηρές αλλά λιγότερο αποτελεσματικές) λόγω της βελτίωσης της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεων».