Ενώπιον της δικαιοσύνης 20 χρόνια μετά τη δολοφονία του, καταχωρούνται την ερχόμενη εβδομάδα οι ιδιωτικές ποινικές διώξεις για την υπόθεση θανάτου του Θανάση Νικολάου.

Η οικογένεια του Θανάση μαζί με τους δικηγόρους της έχουν λάβει τις αποφάσεις τους και τώρα ετοιμάζονται τα κατηγορητήρια για να οδηγηθεί η υπόθεση στα δικαστήρια, δυο δεκαετίες μετά το έγκλημα που συντελέστηκε στη Λεμεσό.

Σύμφωνα με πληροφορίες του «Φ», τα κατηγορητήρια θα καταχωρηθούν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, τόπος που διαπράχθηκε το έγκλημα και θ’ αφορούν επτά συνολικά πρόσωπα, όσους δηλαδή επιρρίπτει ευθύνες το πόρισμα των δύο ποινικών ανακριτών Παππά και Αθανασίου που διορίστηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Ιδιωτική ποινική δίωξη θα ασκηθεί κατά τεσσάρων πρώην μελών της Αστυνομίας, δύο πρώην αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς και του ιατροδικαστή Πανίκου Σταυριανού. Οι τέσσερις πρώην αστυνομικοί, υπηρετούσαν κατά τον χρόνο που βρέθηκε νεκρός ο Θανάσης στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού και είχαν την ευθύνη για την κατεύθυνση των ερευνών.

Ως γνωστόν, ο θάνατός του 26χρονου εθνοφρουρού αποδόθηκε σε αυτοχειρία, γι’ αυτό και εξετάστηκε ως μικροπαράβαση από τον αστυνομικό σταθμό Λάνιας, αντί από το ΤΑΕ Λεμεσού. Όπως αποφάνθηκε και το ΕΔΑΔ σε καταδικαστική του απόφαση για τη Δημοκρατία, η έρευνα που έγινε εξ αρχής από τις Αρχές ήταν ελλιπής, γι’ αυτό και δεν εξετάστηκε άλλο ενδεχόμενο πλην αυτού της αυτοκτονίας.

Οι δύο στρατιωτικοί πρώτη φορά περιλήφθηκαν σε πόρισμα στο οποίο τους επιρρίπτονται ευθύνες, καθ’ ότι κρίθηκε ότι ενώ γνώριζαν τα όσα συνέβαιναν στο στρατόπεδο που υπηρετούσε ο Θανάσης, δεν έπραξαν οτιδήποτε. Για όλους το κατηγορητήριο θα περιλαμβάνει την κατηγορία της κατ’ ισχυρισμό παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος, ενώ για τον ιατροδικαστή οι κατηγορίες θα είναι βαρύτατες αφού θα περιλαμβάνουν και έκδοση ψευδούς πιστοποιητικού, καταστροφή αποδεικτικού στοιχείου, παροχή ψευδών πληροφοριών σε αστυνομικό, ψευδορκία και παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία.

Για όλους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας, ενώ ο κ. Σταυριανός υποστήριξε μέχρι τέλους πως ο θάνατος του Θανάση δεν οφειλόταν σε εγκληματική ενέργεια και απέρριψε τα όσα του καταλογίζονται.

Σημειώνεται ότι για την καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής δίωξης απαιτείται η άδεια του Γενικού Εισαγγελέα. Όπως ο ίδιος έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει, δεν θα αρνηθεί να δώσει τη συγκατάθεσή του για τις διώξεις των πέντε, δηλαδή των τεσσάρων πρώην μελών της Αστυνομίας και του ιατροδικαστή. Ωστόσο, παραμένει άγνωστο τι θα πράξει για τους δύο στρατιωτικούς, οι οποίοι μπήκαν στο κάδρο των ευθυνών για πρώτη φορά στο τελευταίο πόρισμα των ποινικών ανακριτών. Ο Γενικός Εισαγγελέας δικαιούται να αναστείλει την ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον τους και να αφήσει να εξελιχθεί η δίωξη για τους άλλους πέντε.

Η επιστολή Αγγελίδη στον Νίκο Κληρίδη

Υπενθυμίζεται ότι σε επιστολή του προς τον δικηγόρο της οικογένειας του Θανάση, Νίκο Κληρίδη, ο βοηθός γενικός Εισαγγελέας Σάββας Αγγελίδης είχε ξεκαθαρίσει ότι μετά και τη μελέτη του τελευταίου πορίσματος των ποινικών ανακριτών Παππά και Αθανασίου, αποφάσισε να μην προχωρήσει σε ποινικές διώξεις όσων εισηγείτο το πόρισμα, επειδή, κατά τον ίδιο, δεν μπορεί να αποδειχθεί στο Δικαστήριο το στοιχείο της «σκόπιμης» παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος, στοιχείο αναγκαίο κατά τη νομοθεσία.

Ανέφερε ακόμα ότι «στο πόρισμα δεν ανέδειξε νέα δεδομένα ικανά να ανατρέψουν το νομικό σκεπτικό της απόφασής μας, η οποία κοινοποιήθηκε με επιστολή μας ημ. 14/6/2023, η οποία λήφθηκε μετά το πόρισμα των Μάτσα – Αλεξόπουλου. Αν λάβουμε ως δεδομένη την ορθότητα των ευρημάτων των εμπειρογνωμόνων (Κουτσαύτη, Καραγιάννη) για στραγγαλισμό, δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας περί γνώσης του ιατροδικαστή για ύπαρξη δολοφονίας ως επίσης και πρόθεσης του ιατροδικαστή για συγκάλυψη δραστών με σκοπό να παράσχει σ’ αυτούς τη δυνατότητα να διαφύγουν της τιμωρίας, ούτως ώστε να καταστεί συνεργός», αναφέρει.

Στην ίδια επιστολή, ο κ. Αγγελίδης προχώρησε ακόμη ένα βήμα πάρα κάτω τονίζοντας ότι τα αποδιδόμενα στον κ. Σταυριανό αδικήματα στηρίζονται αποκλειστικά στην παραδοχή ότι η αιτία θανάτου οφείλεται σε εγκληματική ενέργεια και κατά συνέπεια, η εισήγηση περί τέλεσης αδικημάτων ψευδορκίας, έκδοσης πλαστού πιστοποιητικού κ.ά. προκύπτει έχοντας ως δεδομένο και μη αμφισβητούμενο γεγονός αφενός την ύπαρξη εγκληματικής πράξης και αφετέρου ότι ο ιατροδικαστής είχε γνώση περί αυτής. Διερωτώμαστε, τονίζει, πως κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το σύνολο του μαρτυρικού υλικού αποκαλύπτει σοβαρό ενδεχόμενο διάπραξης των αδικημάτων που του αποδίδονται, αφού και οι ίδιοι (οι ποινικοί ανακριτές) αναφέρουν ότι δεν υπάρχει μαρτυρία πρόθεσης και γνώσης ως συνεργός.