Με ηχηρό τρόπο το Εφετείο ανέτρεψε πρωτόδικη απόφαση καταδίκης 25χρονου σε φυλάκιση δύο ετών με τρία χρόνια αναστολή και του επέβαλε απευθείας ποινή φυλάκισης τριών χρόνων για σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης.
Το Εφετείο, στο οποίο προσέφυγε ο Γενικός Εισαγγελέας, κατακεραύνωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, κρίνοντας ότι έδωσε περισσότερη βαρύτητα στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ήταν νεαρός με καθαρό ποινικό μητρώο και πως το περιστατικό ήταν μεμονωμένο.
Όπως προκύπτει μέσα από τα γεγονότα της πρωτόδικης απόφασης, τα οποία εκτέθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε κεκλεισμένων των θυρών διαδικασία, στις 10.1.2020 20χρονος τότε κατηγορούμενος, ενώ ήταν υπάλληλος σε μία εταιρεία μετακόμισης, μετέβη μαζί με άλλους υπαλλήλους της εταιρείας, στην οικία της μητέρας της ανήλικης παραπονούμενης, τότε ηλικίας μόλις 8 ½ ετών, για να βοηθήσει στη μετακόμισή τους.
Κάποια στιγμή γύρω στο μεσημέρι, η μητέρα της ανήλικης έφυγε από την οικία για να φέρει φαγητό, αφήνοντας την ανήλικη με την οικιακή βοηθό. Κατά τον χρόνο που η μητέρα της απουσίαζε, η ανήλικη ανέβηκε σε υπνοδωμάτιο στον δεύτερο όροφο της κατοικίας για να πάρει ένα παιχνίδι. Βγαίνοντας, αντιλήφθηκε τον κατηγορούμενο να έχει το γεννητικό του όργανο έξω από το παντελόνι.
Ο 20χρονος δεν έμεινε ως εκεί αλλά την σήκωσε ψηλά αγγίζοντάς την σε ευαίσθητα σημεία. Στη συνέχεια, της ζήτησε να μην το πει σε κανέναν. Εναντίον του σχηματίστηκε ποινική υπόθεση με κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης και άσεμνης επίθεσης. Αυτός αρχικά αρνήθηκε τις κατηγορίες ενώ τελικά δήλωσε παραδοχή και τον περασμένο Μάρτιο, δηλαδή πέντε χρόνια μετά, το Επαρχιακό Δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 ετών μόνο στην πρώτη κατηγορία την οποία και ανέστειλε για τρία χρόνια. Τον έθεσε επίσης υπό την επιτήρηση της Αρχής Εποπτείας.
Η απόφαση αυτή δεν άφησε ικανοποιημένο τον Γενικό Εισαγγελέα που με έφεση πέτυχε την ανατροπή της απόφασης. Το Εφετείο στην απόφασή του έκρινε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε αποφασίζοντας να προχωρήσει στην αναστολή της ποινής φυλάκισης του εφεσείοντα. Θεώρησε λανθασμένα, ότι δεν συνέτρεχαν επιβαρυντικές περιστάσεις στην υπόθεση και αποφάσισε ότι «επειδή ο κατηγορούμενος δεν φαίνεται να αποτελεί εγκληματικό στοιχείο από το οποίο η κοινωνία διατρέχει άμεσο κίνδυνο ώστε να πρέπει πάραυτα να εγκλειστεί στη φυλακή κρίνω χωρίς, τονίζω, να υποβιβάζω τη σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο του επιβλήθηκε ποινή (η οποία είναι δεδομένη) ότι είναι κατάλληλη περίπτωση να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια προς όφελος του και να αναστείλω την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης για 3 χρόνια».
«Θεωρούμε ότι πρόκειται για λανθασμένη θεώρηση των αρχών της αναστολής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναστέλλοντας την ποινή φυλάκισης που είχε επιβάλει πρωτόδικα, έδωσε λανθασμένο μήνυμα σε σχέση με το καθήκον αποτροπής. Αναστολή ποινής φυλάκισης αδικημάτων φύσεως, ως αυτά υπό εξέταση, δεν αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος, εξασθενεί σε μεγάλο βαθμό την αποτρεπτικότητα της ποινής που σκοπό έχει να προστατεύσει επαρκώς το κοινωνικό σύνολο και στέλνει λανθασμένα μηνύματα, μη εξυπηρετώντας τους σκοπούς του νόμου. Θεωρούμε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην αναστολή της ποινής φυλάκισης και η διαταγή του για αναστολή ακυρώνεται.
Η έφεση έγινε αποδεκτή και η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιήθηκε ως εξής: Η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης στην πρώτη κατηγορία αυξάνεται σε τριετή φυλάκιση, η οποία να είναι άμεση και ξεκινά από σήμερα (8/12/2025).