Ο Α. Χατζηαντώνης, Κερυνειώτης πρόσφυγας, θυμάται όταν η γιαγιά του τον πήρε, για να ξεπεράσει κάποιο φόβο του, σε μια Τ/κ που έμενε στην Πάνω Κερύνεια.

Αχ, ρε γιαγιάκα μου! Δεν θα ξεχάσω ποτέ, τα υπέροχα παραμύθια που μας έλεγες, καθισμένοι δίπλα στο τζάκι, τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες, με τον βοριά να χτυπάει αλύπητα τις ξύλινες πόρτες και τα παράθυρα του αρχοντικού μας, εκεί στην αγαπημένη Κερύνεια…
Τι βασιλόπουλα, τι νεράιδες, τι ιππότες πάνω σε άσπρα άλογα, τι μάγισσες και τι ξωτικά και δράκοι, που γέμιζαν την τρυφερή, παιδική φαντασία μας θυμάμαι… Με τις σπίθες από τα ξύλα στο τζάκι να αναπηδούν από ‘δώ κι από ‘κεί, με το πλεκτό στα χέρια, έφτιαχνες θαύματα… Τι πουλόβερ, τι ζακετούλες δεν μας έφτιαχνες με περισσή επιδεξιότητα! Και ο γάτος μας, ο Σγουρός, να παίζει με το κουβάρι το μαλλί που ήτανε στα πόδια σου μπροστά στο τζάκι. 
Αυτό που θα μείνει άσβεστο στη μνήμη μου είναι ένα περιστατικό, που πρέπει να συνέβη όταν ήμουνα 7 – 8 χρονών. Παίζοντας με τα σπίρτα, ένα πολύ ζεστό καλοκαίρι, στον πίσω κήπο, προσπαθώντας να κάψω μια στίβα από ξερά χόρτα, κόντεψε να καεί ολόκληρο το σπίτι. Ευτυχώς, η φωτιά περιορίστηκε σε σημείο όπου περνούσε ένα μακρύ, αυλάκι με νερό που είχε φτιάξει ο μακαριστός πατέρας μου, για να μεταφέρεται νερό από τη δεξαμενή προς τις πορτοκαλιές, λεμονιές και μανταρινιές μας. Η φωτιά, και με τη βοήθεια του μ. Γιώργου Σχίζα του μηχανικού και γείτονά μας, τελικά κατασβήστηκε. Αλλά, αλλού προέκυψε πρόβλημα. Είχα φοβηθεί τόσο πολύ, που την επόμενη μέρα, χωρίς να το πεις στον γιατρό πατέρα μου, ή σε οποιονδήποτε άλλο, με πήρες από το χέρι για να πάμε στην Πάνω Τζιερύνεια, στην Χαττιτζιέ, την Τούρτζισσα, για να… μου βγάλει τον φόβο μου! «Δεν χρειάζεται γιαγιά… Νιώθω μια χαρά. Εν είμαι ταραγμένος πια. Επέρασεν μου ο φόβος», επέμενα να της λέω. Τίποτα η γιαγιά μου. «Θα πάμεν, να σου φκάλει τον φόον σου». Συμπληρώνοντας: «Τζιαι μεν πεις τίποτα του παπά σου, γιατί θα έχουμεν ιστορίες». Τέλος πάντων, για να μην την πικράνω, συγκατένευσα. Συμφώνησα. Το σπίτι της Τ/Κύπριας, ήταν βέβαια ένα παλιό χαμόσπιτο, με αυλή γύρω – γύρω, και μερικές κότες να βόσκουν τριγύρω. Καθίσαμε και περιμέναμε να ετοιμαστεί η… ιεροτελεστία. Η οποία ήταν πολύ απλή, όπως το περίμενα βέβαια, γιατί είχα ακούσει για τους τσαρλατανισμούς της ηλικιωμένης φτωχής γυναίκας. Που ήθελε να βγάλει κανένα σελίνι, να μπορέσει να ζήσει… Άναψε φωτιά με κάτι ξύλα, εκεί στην αυλή και έβαλε πάνω ένα μεγάλο, μαύρο τηγάνι, σαν αυτό που είχαμε κι εμείς στο σπίτι, για να κασιανίζουμε τα αθάσια (αμύγδαλα) που χρησιμοποιούσε στα γλυκά της, η μητέρα μου. Έριξε και μερικά φύλλα δάφνης μέσα, και γονάτισε δίπλα, λέγοντας κάτι περίεργα ξόρκια στην τουρκική γλώσσα. Δεν καταλαβαίναμε λέξη. Μετά, με έβαλε να κάνω 3 – 4 γύρους πέριξ της φωτιάς, με ράντισε με τα βρεγμένα φύλλα, με χτύπησε ελαφρά στο μέτωπο και στους ώμους με ένα λαγοπόδαρο που έφερε από το δωμάτιό της, και τελικά, λέγει της γιαγιάς μου: «Ούλλα εντάξειν τωρά, κυρία Άννα. Να πάτε στο καλόν… Αν θέλεις δος μου τζιαι κανέναν σελίνιν,  τζιυρά μου». Η γιαγιά της έδωσε μισό σελίνι, διότι από ό,τι μου ’λεγε μετά, δεν έμεινε ευχαριστημένη. «Ε, μα τι περίμενες γιαγιά;», της απάντησα γελώντας, θυμάμαι. Για να μου απαντήσει: «Εν ηξέρει ίντα που της γίνεται, φαίνεστέ μου Αντωνάκη μου… Αφού ούτε την αιτίαν που σου προκάλεσε τον φόον, εν την ηύρεν». «Μα, αρώτησες την, γιαγιά;», απάντησα χαμογελώντας.
Αχ, ρε γιαγιά! Θα σε θυμάμαι πάντα με αγάπη, για την αθωότητά σου.