Σε λίγες μέρες αρχίζει η εποχή του κυνηγιού. Ερασιτέχνες και έμπειροι, θα ξεχυθούν στα κυπριακά χωράφια, στους κυπριακούς αγρούς, για αναζήτηση θηράματος. Ο μακαριστός πατέρας μου, λοχαγός ιατρός της Ε.Φ., Εμμανουήλ Χατζηαντώνης, είχε, θυμάμαι, στην Κερύνεια μας, τότε, δεκαετία ’60 – ’70, τρία δίκαννα. Το μικρότερο, φλομπέρ το αποκαλούσε, το είχε κρεμασμένο κάπου στον τοίχο του μεγάλου υπνοδωματίου του. Αυτό, το συγκεκριμένο, μου έδωσε όταν ήρθε –κατά τη γνώμη του– ο καιρός να μάθω να κυνηγώ. Πρέπει να ήμουνα 13 – 14 χρονών. Με πήγε κάτω, στον πίσω κήπο, έβαλε ένα τενεκεδάκι στο ψηλότερο κλαδί μιας βαβατσινιάς, μου ’δωσε το φλομπέρ και μου είπε να δοκιμάσω. Μπαμ, και το άδειο κουτί του ζαχαρούχου γάλακτος τινάχτηκε στον αέρα! «Μπράβο, Αντωνάκη μου… Καλά τα πήγες για αρχάριος σκοπευτής…», μου λέγει. «Να προτιμάς τους κοράζινους (κόρακες), που έρχονται, και δεν μ’ αφήνουν να κοιμηθώ λίγο το μεσημέρι». Από τότε, μου είχε διαθέσιμο και γεμάτο, το μικρό κυνηγετικό. Το είχα χρησιμοποιήσει 2 – 3 φορές. Πήγαινα κοντά στη δεξαμενή και έστηνα καρτέρι εκεί, κρυμμένος μέσα στον καλαμιώνα… Στρούθους, αλλά και δύο τζιήκλες είχα χτυπήσει θυμάμαι. Η τζιήκλα, στο λευκό στήθος της, φέρει γκρίζα στίγματα. Με είχε ενημερώσει ο πατέρας μου. Τα έπαιρνα ως απλό στόχο. Ίσως και να το απολάμβανα κιόλας. Χωρίς, μέχρι τότε να νιώθω τύψεις… Τις τζιήκλες, τις έκανε οφτές στη φουκού, η γιαγιά μου η Άννα, το βράδυ. Μια μέρα, ήταν μεσημέρι, μόλις είχα σχολάσει, άφησα τη σχολική τσάντα –λέγοντας από μέσα μου, ε, ας περιμένουν οι εξισώσεις που μας έβαλε να λύσουμε, ο μ. Μαθηματικός Χριστοδουλίδης– και πήγα για το καινούργιο μου σπορ. Πρόσεξα ένα μικρό, χρωματιστό πουλάκι να κάθεται σε χαμηλό κλαρί σε ένα ελαιόδεντρο, το μοναδικό που είχαμε στον κήπο μας. Στοχεύω και το ρίχνω κάτω. Όταν πήγα να το μαζέψω, ακόμη ψυχορραγούσε. Το κράτησα, ματωμένο και σε λίγο ξεψύχησε στην παλάμη μου… Έκατσα πάνω σε μια πέτρα, το άφησα κάτω, μπροστά μου, και έκλαψα πικρά… Δεν θυμάμαι, πόση ώρα έκλαιγα… «Τι όμορφο πουλάκι, τι ωραία χρώματα… Τι μου έφταιξε και του στέρησα τη ζωή;», παραμιλούσα μόνος, με την καρδιά μου σφιγμένη και τα δάκρυα να τρέχουν στο πρόσωπο. Ε, αυτό ήταν! Όταν αργά το απόγευμα, γύρισε από τη δουλειά ο αγαπημένος μου πατερούλης, του παραδίδω το μικρό κυνηγετικό, λέγοντας, κοιτάζοντας τον θλιμμένα: «Παπά, εν κάμνω για έτσι δουλειές εγώ… Σκότωσα ένα πολύ μικρό πουλάκι πριν λίγο και αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Ένιωσα ένοχος. Μόνο εσύ, θα χρησιμοποιείς το φλομπέρ, που δαμαί τζιαι να πάει… Όχι εγώ. Συγγνώμη παπά μου, που σε απογοητεύω». Ο γλυκύτατος, πράος, αγαπημένος μου πατέρας, δεν είπε λέξη. Κρέμασε το όπλο στη σπόντα στον τοίχο, με αγκάλιασε, και χαϊδεύοντάς με στα μαλλιά, μου λέει: «Δεν πειράζει Τόνυ μου… Μπορεί να έχεις κλίση σε κάποιο άλλο σπορ».