O Α. Χατζηαντώνης, γράφει τις εντυπώσεις του από ένα βιβλίο, σχετικό με τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Σε πρόσφατό μου σημείωμα, είχα ασχοληθεί με τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Ένας εκ των καλών, διαδικτυακών μου φίλων, ο Μίκης Χατζηνεοφύτου, γνωστός για τις επαναπροσεγγιστικές του θέσεις, όπως ήταν αναμενόμενο, αντέδρασε. Μου συνέστησε, να μελετήσω ένα βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου, το οποίο θα μου «άνοιγε τα μάτια», με τις τρομερές αλήθειες που περιέχει. Και θα με δυσαρεστούσαν πολύ, αυτά που ο συγγραφέας αποκαλύπτει. Επειδή, μου αρέσει να ερευνώ και τις δύο εκδοχές μιας ιστορίας, έτρεξα αμέσως στο βιβλιοπωλείο. Η κοπέλα μου απήντησε ότι δεν το είχαν, αλλά το παρήγγειλαν, και σε μια βδομάδα ήρθε, και άρχισα τη μελέτη. Επιτρέψτε μου, να σας δώσω μια πρώτη γεύση του ενδιαφέροντος, αυτού του έργου. Άρχισα -και αντιγράφω- από το οπισθόφυλλο: «Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν, σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά, λέγει το γνωστό εμβατήριο. Μόνο που και τα δικά μας φουσάτα, διέπραξαν ουκ ολίγα, κατά το πέρασμά τους από πόλεις και χωριά με εθνολογική σύσταση, πολύ διαφορετική από ό,τι υποστήριζαν οι υποστηρικτές της Μεγάλης Ιδέας. Από τα Γιαννιτσά και το Κιλκίς του 1912-13, μέχρι την ενδοχώρα της Μικρασίας του 1919-22, η δράση του Ελληνικού Στρατού και των παραστρατιωτικών ομάδων που τον συνόδευαν, σημαδεύτηκε από αγριότητες (atrocities), ελάχιστα διαφορετικές από όσες διέπραξαν οι αντίπαλοι του…». Είναι αδύνατον να παραθέσω όλα, όσα θεώρησα σημαντικά κατά την ανάγνωση. Tα οποία, πραγματικά, μου μαύρισαν την καρδιά όταν τα διάβασα! Θα περιοριστώ, σε όσα μου έκαναν εντύπωση. Υπάρχει μια καταγραφή του εθνάρχη, μακαριστού Κωνσταντίνου Καραμανλή, που καταγόταν από τις Σέρρες, από το Κιούπκοϊ, σημερινή Πρώτη Σερρών. «Είδα να σκοτώνουν μέσα στο Κιούπκοϊ, Τούρκους. Είδα τη φλόγα της αγριότητος, να καίει στα πρόσωπα… Των συγχωριανών, των γειτόνων μας. Μερικοί μουσουλμάνοι, δέχθηκαν να βαπτιστούν χριστιανοί, για να σωθούν, ή διέφυγαν στα γύρω βουνά…». Αυτά, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Αλλά, εκεί που έμεινα άναυδος, ήταν στη συνέχεια. Γεγονότα της περιόδου μετά το 1921, όταν άρχισε πια η κατάρρευση του ελληνικού μετώπου παρά το Αφιόν Καραχισάρ και το Εσκί Σεχίρ. Τριάντα περίπου χιλιόμετρα, προ της Άγκυρας. Αντιγράφω: «Ληστείες, φόνοι, βιασμοί, σε μεγάλη κλίμακα, συνοδεύουν το καταστροφικό μένος των υποχωρούντων ελληνικών στρατευμάτων. Είχε δοθεί εντολή άνωθεν, να κάψουν την πόλη Αξάρι, πριν αποχωρήσουν. (Dora Sakayan, Smyrne 1922). Κάποιοι πάλι, υποστηρίζουν ότι το κάψιμο των χωριών, οφειλόταν στους Τσερκέζους, εθελοντές που πλαισίωναν τον ελληνικό στρατό. (Νίτσα Παραρά-Ευτυχίδου, Αθήνα 1986)».
Οι περισσότερες περιγραφές, είναι από ημερολόγια Ελλήνων στρατιωτών και αξιωματικών, όπως αυτή του ταγματάρχη Παναγάκου (Παναγάκος, 1960, σελ. 697 – 8). «Oι Τούρκοι του Ουσάκ, περίτρομοι, συγκεντρώνουν τας κορασίδας κατά τη νύκτα, εις τα νεκροταφεία των, προς ασφάλειαν». Ο ίδιος, ο ταγματάρχης, διέσωσε με κίνδυνον της ζωής του, μια μικρή κοπέλα, από δύο στρατιώτες που επιχειρούσαν να τη βιάσουν. Συμπληρώνοντας: «Η μήτηρ της κορασίδος, έσπευσε προς εμέ, και μου εφίλει τας χείρας προς ένδειξιν ευγνωμοσύνης. Είτα, με οδήγησεν ολίγον εκείθεν όπου και μοι έδειξεν επί του εδάφους, τας άλλας δύο θυγατέρας της, κατεσφαγμένας…
Σε άλλο σημείο, έχουμε τη μαρτυρία του πυροβολητή Βασίλειου Μουστάκη, που φτάνει με πλήθος φυγάδων, στην Προύσα: «Στον σταθμό, είχαν περάσει τα Πεζικά και είχαν βάλει φωτιά… Είδαμε έναν έφιππο, Άγγλο στρατηγό, που διέταξε να σβήσουν τη φωτιά, γιατί αν καιγόταν η Προύσα, θα ήταν εις βάρος της Ελλάδος…». (Μουστάκης 2000, σελ.64).
Δεν θα με έφταναν ούτε 200 – 300 σελίδες φίλοι μου, για να παραθέσω τις εκατέρωθεν αγριότητες. Είναι αδύνατον να καταγραφούν όλα αυτά, σε ένα σύντομο κείμενο. Θα κλείσω, με κάτι που μου έκανε αλγεινή εντύπωση, και σχετίζεται με την τελική ήττα και την προσπάθεια των ρακένδυτων Μικρασιατών προσφύγων, να επιβιβαστούν σε ξένα πλοία, και να φύγουν προς τη μητροπολιτική Ελλάδα, για να σωθούν από το μαχαίρι των άγριων Τσετών που συνόδευαν τα τουρκικά στρατεύματα. Που με τη συνδρομή των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής -της Σοβιετικής Ρωσίας συμπεριλαμβανομένης- εκδίωξαν από τα ιερά χώματα της Ιωνίας, ενάμισι εκατομμύριο Ελλήνων. Κλείνω λοιπόν, με κάτι που είπε ο ανεκδιήγητος ύπατος αρμοστής της Ελλάδος στη Σμύρνη, Αριστείδης Στεργιάδης: «Καλύτερα να μείνουν εδώ, να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα…». (Άλκης Ρήγος, Η β’ Ελληνική Δημοκρατία 1924 – 1935).
Συνάγοντας φίλε Μίκη, πιθανόν να σε συγκαταλέγω εις την ομάδα των Ελληνοκυπρίων, που λέγει: «Εκάμαμεν τζιαι εμείς πολλά». Επίσης, ενδεχομένως να διαφωνούμε και σχετικά με την εφαρμογή της ΔΔΟ, ως εφικτής λύσης του εθνικού μας προβλήματος. Και, βεβαίως, «τρωγόμαστε» στο facebook, σαν το σκύλο με τη γάτα… Το βιβλίο όμως, που μου υπέδειξες να μελετήσω, πραγματικά με συνετάραξε. Δεν ανέφερα καν τον τίτλο του, για να μη θεωρηθεί πως το διαφημίζω. Όμως, οφείλω να σε ευχαριστήσω, διότι πρέπει να μαθαίνουμε όλοι, και να γνωρίζουμε όχι μόνον τα λάθη ή τα εγκλήματα του εχθρού, αλλά εξίσου σημαντικό, νομίζω είναι να ερευνούμε αντικειμενικά όλα τα ιστορικά γεγονότα. Και να παραδεχθούν και οι δύο πλευρές τα λάθη τους. Εννοώ, εδώ στον τόπο μας. Για να μπορέσουμε να βρούμε τον δρόμο που θα μας οδηγήσει, αν μη τι άλλο, σε μια ειρηνική γειτονία.
Αλλά, εκεί που έμεινα άναυδος, ήταν στη συνέχεια. Γεγονότα της περιόδου μετά το 1921, όταν άρχισε πια η κατάρρευση του ελληνικού μετώπου παρά το Αφιόν Καραχισάρ και το Εσκί Σεχίρ. Τριάντα περίπου χιλιόμετρα, προ της Άγκυρας. Αντιγράφω: «Ληστείες, φόνοι, βιασμοί, σε μεγάλη κλίμακα, συνοδεύουν το καταστροφικό μένος των υποχωρούντων ελληνικών στρατευμάτων. Είχε δοθεί εντολή άνωθεν, να κάψουν την πόλη Αξάρι, πριν αποχωρήσουν. (Dora Sakayan, Smyrne 1922). Κάποιοι πάλι, υποστηρίζουν ότι το κάψιμο των χωριών, οφειλόταν στους Τσερκέζους, εθελοντές που πλαισίωναν τον ελληνικό στρατό. (Νίτσα Παραρά-Ευτυχίδου, Αθήνα 1986)».
Οι περισσότερες περιγραφές, είναι από ημερολόγια Ελλήνων στρατιωτών και αξιωματικών, όπως αυτή του ταγματάρχη Παναγάκου (Παναγάκος, 1960, σελ. 697 – 8). «Oι Τούρκοι του Ουσάκ, περίτρομοι, συγκεντρώνουν τας κορασίδας κατά τη νύκτα, εις τα νεκροταφεία των, προς ασφάλειαν». Ο ίδιος, ο ταγματάρχης, διέσωσε με κίνδυνον της ζωής του, μια μικρή κοπέλα, από δύο στρατιώτες που επιχειρούσαν να τη βιάσουν. Συμπληρώνοντας: «Η μήτηρ της κορασίδος, έσπευσε προς εμέ, και μου εφίλει τας χείρας προς ένδειξιν ευγνωμοσύνης. Είτα, με οδήγησεν ολίγον εκείθεν όπου και μοι έδειξεν επί του εδάφους, τας άλλας δύο θυγατέρας της, κατεσφαγμένας…
Σε άλλο σημείο, έχουμε τη μαρτυρία του πυροβολητή Βασίλειου Μουστάκη, που φτάνει με πλήθος φυγάδων, στην Προύσα: «Στον σταθμό, είχαν περάσει τα Πεζικά και είχαν βάλει φωτιά… Είδαμε έναν έφιππο, Άγγλο στρατηγό, που διέταξε να σβήσουν τη φωτιά, γιατί αν καιγόταν η Προύσα, θα ήταν εις βάρος της Ελλάδος…». (Μουστάκης 2000, σελ.64).
Δεν θα με έφταναν ούτε 200 – 300 σελίδες φίλοι μου, για να παραθέσω τις εκατέρωθεν αγριότητες. Είναι αδύνατον να καταγραφούν όλα αυτά, σε ένα σύντομο κείμενο. Θα κλείσω, με κάτι που μου έκανε αλγεινή εντύπωση, και σχετίζεται με την τελική ήττα και την προσπάθεια των ρακένδυτων Μικρασιατών προσφύγων, να επιβιβαστούν σε ξένα πλοία, και να φύγουν προς τη μητροπολιτική Ελλάδα, για να σωθούν από το μαχαίρι των άγριων Τσετών που συνόδευαν τα τουρκικά στρατεύματα. Που με τη συνδρομή των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής -της Σοβιετικής Ρωσίας συμπεριλαμβανομένης- εκδίωξαν από τα ιερά χώματα της Ιωνίας, ενάμισι εκατομμύριο Ελλήνων. Κλείνω λοιπόν, με κάτι που είπε ο ανεκδιήγητος ύπατος αρμοστής της Ελλάδος στη Σμύρνη, Αριστείδης Στεργιάδης: «Καλύτερα να μείνουν εδώ, να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα…». (Άλκης Ρήγος, Η β’ Ελληνική Δημοκρατία 1924 – 1935).
Συνάγοντας φίλε Μίκη, πιθανόν να σε συγκαταλέγω εις την ομάδα των Ελληνοκυπρίων, που λέγει: «Εκάμαμεν τζιαι εμείς πολλά». Επίσης, ενδεχομένως να διαφωνούμε και σχετικά με την εφαρμογή της ΔΔΟ, ως εφικτής λύσης του εθνικού μας προβλήματος. Και, βεβαίως, «τρωγόμαστε» στο facebook, σαν το σκύλο με τη γάτα… Το βιβλίο όμως, που μου υπέδειξες να μελετήσω, πραγματικά με συνετάραξε. Δεν ανέφερα καν τον τίτλο του, για να μη θεωρηθεί πως το διαφημίζω. Όμως, οφείλω να σε ευχαριστήσω, διότι πρέπει να μαθαίνουμε όλοι, και να γνωρίζουμε όχι μόνον τα λάθη ή τα εγκλήματα του εχθρού, αλλά εξίσου σημαντικό, νομίζω είναι να ερευνούμε αντικειμενικά όλα τα ιστορικά γεγονότα. Και να παραδεχθούν και οι δύο πλευρές τα λάθη τους. Εννοώ, εδώ στον τόπο μας. Για να μπορέσουμε να βρούμε τον δρόμο που θα μας οδηγήσει, αν μη τι άλλο, σε μια ειρηνική γειτονία.