Ο Α. Χατζηαντώνης, Κερυνειώτης πρόσφυγας, σχολιάζει τα όσα είπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας το βράδυ της Τρίτης 6ης Νοεμβρίου.
 
Νομίζω, σε γενικές γραμμές, καλά τα πήγε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στην τελευταία συνέντευξη Τύπου, που έδωσε το βράδυ της Τρίτης 6 Νοεμβρίου.
«Η φιλοσοφία της πρότασής μου», λέει ο κ. Αναστασιάδης, «αποσκοπεί στη μεγαλύτερη διοικητική αυτονομία των δύο πολιτειών, με εξισορροπητικό αντιστάθμισμα η θετική ψήφος των Τ/κ να ασκείται μόνο εκεί και όπου η όποια απόφαση εκτελεστικού οργάνου επηρεάζει, θετικά ή αρνητικά, τα ζωτικά συμφέροντα της τουρκοκυπριακής κοινότητας…». Για να συμπληρώσει αμέσως μετά: «Νοουμένου βεβαίως ότι θα θεσμοθετηθεί ένας αποτελεσματικός μηχανισμός επίλυσης αναφυομένων διαφορών, αν αυτές προκύψουν…».
Διερωτώμαι, όμως, κύριε Πρόεδρε, ποιος θα είναι αυτός, που θα κρίνει ποια είναι τα ζωτικά συμφέροντα της τ/κ κοινότητος, όπως το διατυπώσατε. Δεν είναι υποκειμενικό αυτό; Εννοώ, δηλαδή, ότι κάτι που εκείνοι θεωρούν ζωτικό, για την ελληνοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία, πιθανόν να θεωρείται δευτερεύον ή όχι και τόσο μεγάλης σημασίας θέμα. Εδώ θα έχουμε πρόβλημα…
Κάπου ανέφερε ότι η πρότασή του αφορά αποκέντρωση εξουσιών, και όχι χαλαρή ομοσπονδία. Επικοινωνιακό τρικ. Διότι απέφυγε να μας εξηγήσει ποια η διαφορά μεταξύ των δύο. Επίσης η παραδοχή του ότι αυτή η πρόταση δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά την είχε παρουσιάσει και το 2010 στο Εθνικό Συμβούλιο, αποδεικνύει ότι όλες αυτές οι μεθοδεύσεις για μια λύση που θα είναι περίπου… μεταμφιεσμένη διχοτόμηση-λύση δύο κρατών, χρονολογούνται. Αποτελούν, με λίγα λόγια, παλιό φρούτο, το οποίο περίμεναν να μας το παρουσιάσουν, όταν θα έφθανε η ώρα της τελικής του ωρίμανσης. Εννοώ, τη στιγμή που θα είχαμε άμεσα να αντιμετωπίσουμε το καυτό θέμα του υποθαλάσσιου πλούτου της Κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Εν πάση περιπτώσει. Θα πιστώσουμε με πατριωτισμό και ειλικρινή ρεαλισμό τους χειρισμούς και πιο συγκεκριμένα την πρόταση αυτή του κ. Αναστασιάδη. Ως το μη χείρον, βέλτιστον. Και θα κρατήσουμε  την ουσία της υπόθεσης, η οποία, νομίζω, συνοψίζεται σε 3 – 4 παραμέτρους: 1) Να υπάρχει μια διεθνής προσωπικότητα, μια κυριαρχία και μια ιθαγένεια, 2) Να καθιερώνεται με τη λύση, η πραγματική και όχι μια εικονική ενότητα, οικονομίας, εδάφους, γεωφυσικού πλούτου και κυρίως λαού ως συνόλου και 3) που κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι και η πεμπτουσία της όλης φιλοσοφίας για ομαλότητα, σταθερότητα και λειτουργικότητα, στα θεμέλια του νέου ομόσπονδου κρατιδίου, και είναι η ασφάλεια και άμυνα, μαζί φυσικά και με τη φύλαξη των συνόρων, της νέας ομοσπονδιακής κατάστασης πραγμάτων.
Από εκεί και πέρα, σε μας όλους εναπόκειται να συνεργαστούμε, έτσι ώστε μέσα σε ένα κλίμα ομογνωμίας και καλόπιστης συνεργασίας να προωθήσουμε τη διατήρηση ή την επιβίωση του Ελληνισμού σε αυτό τον δύσμοιρο τόπο, που η μοίρα μάς έταξε να συνυπάρξουμε με τους αδελφούς Τουρκοκυπρίους. Που εξαρτώνται 100% από την επεκτατική Τουρκία.
Κλείνοντας, θα τονίσω ότι εγώ τουλάχιστον δίνω βαρύνουσα σημασία σε αυτό που σημείωσε στον πρόλογό του ο κ. Αναστασιάδης: «Πέρασαν τέσσερις και πλέον δεκαετίες, όπου δοκιμάστηκαν πρόεδροι που εκπροσωπούσαν όλες τις σχολές σκέψης. Είτε χαρακτηρίζονταν ως ρεαλιστικές, είτε διεκδικητικές. Χωρίς να καταφέρει κάποιος να επιτύχει λύση, λόγω της χρόνιας τουρκικής αδιαλλαξίας». 
Πόσες φορές ακούσαμε αυτή τη λέξη, αλήθεια. Ένα όρο-καραμέλα, με τον οποίο εγώ διαφωνώ. Αυτό που χαρακτηρίζει την τουρκική πολιτική όλα αυτά τα χρόνια είναι η προσήλωση σε διαχρονικούς στόχους. Από το 1956 και εντεύθεν. Για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους.