«Η γλώσσα δεν είναι απλές λέξεις, αλλά η σκέψη μας και τανάπαλιν».(Γ. Μπαμπινιώτης, 2018) Σήμερα, όμως, αδιαφορούμε για την ποιότητα του λεξιλογίου και της σωστής έκφρασης! Η πιο κάτω μελέτη παρουσιάζει την εύστοχη επιλογή λέξεων με τις αντίστοιχες λέξεις της αγγλικής γλώσσας:
1. διάσημος =φημισμένος (για πρόσωπα # άσημος) (wellknown)vs περίφημος = ξακουστός (για πρόσωπα και πράγματα) (great)
Λέμε: «Διάσημος ποδοσφαιριστής (Ρονάλντο): σπουδαίος και γνωστός σε πολύ κόσμο )- «διάσημος συγγραφέας» – «διάσημος καρδιοχειρουργός»
Λέμε: «Περίφημος μουσικός/χαρακτήρας» -«περίφημα γαλλικά αρώματα/κρασιά» – (διαβόητος/περιβόητος τρομοκράτης=κακόφημος)
2. εκλεκτικός =αυτός που αναζητεί το καλύτερο, το εκλεκτό (selective) Vs επιλεκτικός =αυτός που διαλέγει από ένα σύνολο(exclusive)
Λέμε: «Εκλεκτικοί πελάτες/αναγνώστες»- «είμαι εκλεκτικός στις φιλίες μου»- (εκλεκτός καλεσμένος/φίλος)
Λέμε: «Οι έφηβοι είναι επιλεκτικοί στο αλκοόλ/στις προτιμήσεις τους»- «επιλεκτικός καταναλωτής»- «επιλεκτική στις αγορές της» – «έχουν επιλεκτική μνήμη» –«επιλεκτική κρατική βοήθεια» – «επιλεκτικοί έλεγχοι»
3. εντατικός =ενέργεια που γίνεται με ένταση/δύναμη(intensive) Vs έντονος(# άτονος = που έχει ένταση (intense) # ήπιος (mild)
Λέμε: «Εντατική μελέτη/θεραπεία» – «εντατικά μαθήματα αγγλικών» – «η μονάδα εντατικής θεραπείας υπολειτουργεί» – «εντατικός ρυθμός»
Λέμε: «Έντονος θόρυβος/πόνος» (οξύς) – «έντονη γεύση/μυρωδιά» (=δυνατή) «έντονα χρώματα» (=ζωηρά) – «έντονες βροχοπτώσεις» (=δυνατές) 4. εξαιρετικός = που ξεχωρίζει, πολύ καλός, λαμπρός (brilliant) Vs εξαίρετος = σπουδαίος, πάρα πολύ καλός ( για πρόσωπα, excellent)
Λέμε: «Οι έφηβοι είναι συχνά εξαιρετικοί οδηγοί» – «εξαιρετικός μαθητής/άνθρωπος/επιστήμονας/ζωγράφος»-«εξαιρετική περίπτωση/ανάγκη» (=ιδιαίτερη) – «εξαιρετικός φίλος» (=εξαίρετος) – «περάσαμε εξαιρετικά στην Πάφο το Σαββατοκυρίακο» Προσοχή! Δεν λέμε: (πολύ) εξαιρετικός/εξαίρετος!
Λέμε: «εξαίρετος δάσκαλος/φίλος» -«ύφασμα εξαίρετης ποιότητας»
5. ευκταίος = που ευχόμαστε να γίνει, επιθυμητός (desirable) Vs εφικτός = που μπορεί να γίνει, κατορθωτός (possible, achievable) (# ανέφικτος, impossible)
Λέμε: «Ευκταία ή εφικτή λύση του Κυπριακού;»
Λέμε: «Θέτουμε εφικτούς στόχους στη ζωή μας» – «είναι εφικτό να ξεκινήσει αμέσως η εφαρμογή του ΓεΣΥ;»-* «η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού».