Την ενοχή πρώην γραμματέα της ΣΠΕ Στρουμπιού, σε έξι κατηγορίες πλαστογραφίας, επιβεβαίωσε το Εφετείο. Ο καταδικασθείς, ο οποίος εξέτισε ποινή φυλάκισης 9 μηνών, άσκησε έφεση επιδιώκοντας ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο εν λόγω πρώην γραμματέας, τον Ιανουάριο του 2014, παραποίησε χωρίς την εξουσιοδότηση των μελών της Επιτροπής της ΣΠΕ πρακτικά έξι συνεδριάσεων.
 
Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά διαφάνηκαν από την πρωτόδικη διαδικασία, τέλη του 2013 με αρχές του 2014 ο γραμματέας τέθηκε σε διαθεσιμότητα λόγω πειθαρχικής διαδικασίας που εκκρεμούσε εναντίον του και η οποία αφορούσε θέματα επιτοκίων, πρόχειρες πιστώσεις και γεωργικές πληρωμές, για τα οποία υπήρχαν ανυπόγραφα τιμολόγια και οφειλές από πελάτες της ΣΠΕ. 
 
Εκκρεμούσης της εν λόγω πειθαρχικής διαδικασίας, του επιτράπηκε να επιθεωρήσει διάφορα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και το βιβλίο πρακτικών της Επιτροπής της ΣΠΕ για σκοπούς προετοιμασίας της υπεράσπισής του στην πειθαρχική διαδικασία. 
Στο πλαίσιο αυτής της επιθεώρησης έλαβαν χώρα οι παραποιήσεις των πρακτικών για τις οποίες καταδικάστηκε από το ποινικό δικαστήριο. 
 
 
Ουσιαστικά, στην προσπάθειά του να κτίσει υπεράσπιση στην πειθαρχική διαδικασία, διέπραξε ποινικά αδικήματα και κατέληξε στη φυλακή.
 
Το Εφετείο, αφού μελέτησε τους προβληθέντες λόγους ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης, κατέληξε κατά πλειοψηφία ότι η καταδικαστική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν ορθή και δεν παρείχε οποιοδήποτε παράθυρο για ανατροπή της. Ως εκ τούτου η καταδικαστική απόφαση επικυρώθηκε.
 
 
Με την απόφαση της πλειοψηφίας διαφώνησε ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση η πλαστογραφία δεν διερευνήθηκε επιστημονικά μέσω γραφολόγου, παρά μόνο στηρίχθηκε στο γεγονός ότι μια γραμματέας, που ήταν μάρτυρας, είχε προηγουμένως, σε ανύποπτο χρόνο, φωτοτυπήσει τα επίδικα πρακτικά χωρίς τις προσθήκες που προέκυψαν μετά την επιθεώρησή τους από τον κατηγορούμενο. Επί του προκειμένου, ο πρόεδρος του Ανωτάτου ανέφερε στη δική του απόφαση ότι «το ανακριτικό έργο της Αστυνομίας, στην προκείμενη περίπτωση, αδικημάτων πλαστογραφίας, ήταν τόσο ελλιπές και παρουσιάζει τόσα κενά και αδυναμίες που, δεδομένου και του γεγονότος ότι η όλη μαρτυρία εναντίον του κατηγορουμένου-εφεσείοντα ήταν περιστατική, η καταδικαστική ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής και θα έπρεπε να παραμεριστεί».