Για άλλη μια χρονιά τα στοιχεία που δημοσιεύει η Eurostat εμφανίζουν ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό των Κυπρίων να μην είναι ευχαριστημένοι από το επίπεδο θέρμανσης που εξασφαλίζει στο σπίτι του τον χειμώνα.

Για το 2022, η σχετική ανακοίνωση της Eurostat εμφανίζει το 19,2% των Κυπρίων να δηλώνει πως δεν ήταν σε θέση να ζεστάνει ικανοποιητικά το σπίτι του, την ίδια ώρα που ο μέσος όρος του αντίστοιχου ποσοστού σε όλες τις χώρες της ΕΕ ήταν 9,3%.

Οι Κύπριοι πολίτες παρουσιάζονται σύμφωνα με τη μελέτη της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας να έχουν πρόβλημα με το επίπεδο θέρμανσης του σπιτιού τους σε μεγαλύτερο ποσοστό ακόμα και από χώρες με πολύ πιο χαμηλές θερμοκρασίες για πολύ μεγαλύτερη περίοδο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Αμηχανία στην Κυβέρνηση για ακρίβεια

Προφανώς δεν πρόκειται για κάποια αστοχία της μελέτης που έγινε για το 2022, καθώς και τα προηγούμενα χρόνια τα αποτελέσματα που ανακοίνωνε η Eurostat ήταν παρόμοια, με την Κύπρο να είναι στις πρώτες 3-4 θέσεις των χωρών που οι κάτοικοί τους σε σημαντικό ποσοστό δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν ικανοποιητικά το κρύο. Αξίζει προσοχής το ότι στις χώρες με ψηλά ποσοστά μη ικανοποιητικής θέρμανσης περιλαμβάνονται και άλλες χώρες του νότου της ΕΕ, στοιχείο που ίσως παραπέμπει σε μικρότερα ποσοστά ύπαρξης κεντρικής θέρμανσης σε αυτές τις χώρες ή και σε χαμηλότερη ενεργειακή απόδοση των κατοικιών.

Τα αποτελέσματα για το 2022 ανακοινώθηκαν τη Δευτέρα και, σύμφωνα με αυτά, το 9,3% του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ήταν σε θέση να ζεστάνει το σπίτι του το 2022, ποσοστό αυξημένο κατά 2,4% μονάδες σε σχέση με το 2021.

Το υψηλότερο ποσοστό αδυναμίας αντιμετώπισης της παγωνιάς καταγράφεται στη Βουλγαρία (22,5%) και ακολουθεί στη δεύτερη θέση η Κύπρος με 19,2%. Το ποσοστό για την Κύπρο ήταν ακόμα ψηλότερο σε προηγούμενες μετρήσεις της Eurostat. Στην τρίτη θέση για το 2022 βρίσκεται η Ελλάδα, με ποσοστό 18,7% και ακολουθούν Λιθουανία και Πορτογαλία με 17,5%, Ισπανία με 17,1% και Ρουμανία με 15,2%.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: «Τσιμπάει» κάθε εβδομάδα η τιμή της βενζίνης και του πετρελαίου

Αντίθετα, τα χαμηλότερα επίπεδα καταγράφονται κατά κανόνα σε χώρες με πολύ πιο βαρύ και μακρύ χειμώνα, όπως Φινλανδία (1,4%), Λουξεμβούργο (2,1%), Σλοβενία (2,6%), Αυστρία (2,7%), Τσεχία (2,9%), Σουηδία (3,3%) και Εσθονία (3,4%).