Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν από τη γέννηση του κορυφαίου Έλληνα συγγραφέα και η σύζυγός του, με αφορμή την επίσημη κήρυξη του 2020 ως «έτος Αντώνη Σαμαράκη», θυμάται άγνωστες στιγμές από όσα έζησαν μαζί για 40 περίπου χρόνια. Συναντηθήκαμε στη Λευκωσία – την πόλη που ο Αντώνης είχε επισκεφθεί πολλές φορές, όσο ζούσε. Η Ελένη αγάπησε πολύ τον Αντώνη – αυτό ήταν το μόνο που δεν χρειαζόταν να μου αναφέρει, στις δύο ώρες που καθίσαμε μαζί. Ήταν ήδη αυταπόδεικτο. Γιατί είναι πια η ίδια εκείνος – και για εκείνον.
 
– Ο σύζυγός σας ήταν αυτό που ουσιαστικά αντιλαμβανόμαστε οι αναγνώστες του; Ο ήρωας των βιβλίων του; Ακριβώς αυτό. Έτσι ήταν στην καθημερινή του ζωή: ένας άνθρωπος που προσπαθούσε να ξεπεράσει τα εμπόδια. Κάποτε, μάλιστα, μου είχε πει αυτό: «στο μέλλον, θέλω να πουν για μένα πως ήμουν ένας άνθρωπος που τουλάχιστον προσπάθησε!». Ήταν πολύ απλός, δεν ζητούσε τίποτα – το μόνο του κακό ήταν ότι ήταν φοβερά ακατάστατος. Τα χαρτιά του ήταν «βουνό» μέσα στο σπίτι, η γραφομηχανή του μπορεί να ήταν μέσα στο νεροχύτη – μια «παρανοϊκή» κατάσταση. Όταν έφτανε στο απροχώρητο πια η ακαταστασία, τα μάζευε όλα, τα έβαζε σε σακούλες σκουπιδιών, τις έδενε, έγραφε απέξω «εξαιρετικά επείγον» και τις κατέβαζε στην αποθήκη.
– Που, τελικά, ήταν πράγματι «εξαιρετικά επείγον»; Ούτε που ήξερα. Στο παλιό μας σπίτι, εκεί όπου μέναμε για πάρα πολλά χρόνια, βρισκόταν ένα υπόγειο γεμάτο από χαρτιά κι όταν πια αποφασίσαμε να κάνουμε το αρχείο του, με δύο φορτηγά φέραμε τις σακούλες αυτές στο καινούργιο μας σπίτι. Έτσι διαμορφώθηκε ένα τεράστιο αρχείο, αν σκεφτείτε ότι δεν πέταγε τίποτα αλλά ούτε και ενδιαφερόταν να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Κι έτσι μέσα σ’ αυτές τις σακούλες υπήρχαν μαντίλια, εφημερίδες, αποδείξεις, τσιγάρα, κασκόλ – ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. Ακόμη και κομματάκια από χαρτιά υπήρχαν, με αριθμούς τηλεφώνων επάνω, γιατί όταν έφευγε ο Αντώνης από το σπίτι έπαιρνε πάντοτε μαζί του μία κόλλα Α4, την οποία έκοβε κομματάκια, όπου σημείωνε σ’ αυτά στοιχεία ανθρώπων που συναντούσε. Τσουβάλια αυτά τα χαρτάκια! Όλο αυτό το αρχείο, λοιπόν, βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και μάλιστα, αυτές τις μέρες, γίνεται η επεξεργασία της τεράστιας αλληλογραφίας του. Ανάμεσα σ’ άλλα, βρέθηκαν και γράμματα Κυπρίων μαθητών που του έγραφαν την απελπισία τους μετά την εισβολή. Μάλιστα, ένας μαθητής, δεν του έγραφε «σας παρακαλώ να μου απαντήσετε» αλλά «σας διατάσσω να μου απαντήσετε! Εμείς τι θα γίνουμε τώρα;». Πρέπει να σας πω δε πως το θέμα της Κύπρου όχι μόνο τον απασχολούσε, αλλά ήταν η καθημερινή του έγνοια. Ο Αντώνης είχε μία μανία με τις εφημερίδες και τα έντυπα – κάθε πρωί διάβαζε τα πάντα! Κι η πρώτη του έγνοια ήταν πάντοτε αυτή: να δει τι γίνεται με το Κυπριακό – αγαπούσε πάρα πολύ την Κύπρο και νοιαζόταν για το νησί. Είχε έρθει, άλλωστε, πολλές φορές στην Κύπρο, είχε επισκεφθεί πολλά σχολεία και είχε ένα ιδιαίτερο τρόπο να κερδίζει τα παιδιά, γιατί δεν ήταν συμβατικός. Έτσι κι αλλιώς, ο ίδιος δεν είχε καμία σχέση με οτιδήποτε ήταν καθιερωμένο.
 
– Συγκινείστε ακόμα… Το παλεύω, αλλά δεν είναι εύκολο. Ήταν τόσο έντονη προσωπικότητα, έπιανε τόσο χώρο γύρω του… Δεν ξεχνιέται!
 
– Πώς γνωριστήκατε; Ο Αντώνης είχε πάρει το Κρατικό Βραβείο για το «Αρνούμαι», που είχε εκδοθεί το 1961 και η Εταιρεία Λογοτεχνών έκανε μια δεξίωση με τα μέλη της που βραβεύτηκαν τότε – ανάμεσά τους κι ο Αντώνης. Τότε είχα γράψει κι εγώ ένα βιβλίο, με είχαν κάνει επίτιμο μέλος και πήγα κι εγώ εκεί. Στο μεταξύ, ο Αντώνης όποτε έμπαινε στο Βιβλιοπωλείο της Εστίας, εκεί όπου βρισκόταν και το βιβλίο μου, τους έλεγε: «τα κοριτσάκια που είναι νόστιμα, τα βάζετε καμιά φωτογραφία;». Τους πείραζε. Μόλις με είδε, λοιπόν, με θυμήθηκε και ήρθε κατευθείαν σε μένα. Εγώ νόμιζα πως έγραφε κυρίως αστυνομικά, λόγω κάποιων εξωφύλλων στα βιβλία του, δεν ήξερα – δεν αγαπώ καθόλου τα αστυνομικά, ενώ ο Αντώνης διάβαζε στο τέλος της ζωής του μόνο αστυνομικά γιατί έλεγε πως είχαν μια αφήγηση νευρώδη, γρήγορη, ξεκάθαρη και με άμεση πλοκή. «Δεν γράφω αστυνομικά!», μου ξεκαθάρισε. «Θα σας φέρω τα βιβλία μου!».
 
– Και σας τα έφερε; Ναι. Όταν ήμουν ενός έτους, είχα χάσει τον πατέρα μου. Τον σκότωσαν, πριν από τον Εμφύλιο κι η μητέρα μου -μία ηρωίδα που μεγάλωσε τρία παιδιά μόνη της- ήταν πάρα πολύ αυστηρή. Ωστόσο, πίστεψα τον Αντώνη και του έδωσα εκείνο το βράδυ τη διεύθυνσή μου. Πράγματι, ο Αντώνης μετά από αυτή τη δεξίωση, πήγε στον εκδότη της «Εστίας», τον Σαραντόπουλο και ήρθε και στήθηκε έξω από το σπίτι μου, στο Κουκάκι. Ήταν 20 Δεκεμβρίου του ’62, βράδυ. Έκανε κρύο, έξω από το σπίτι μου βρισκόταν μία ΕΒΓΑ και ο Αντώνης μπαινόβγαινε σ’ αυτήν αγοράζοντας κονιάκ για να ζεσταθεί. Περίμενε μέχρι να ξημερώσει για να φέρει τα βιβλία. Όταν πια έφτασε οκτώ η ώρα και νόμιζε πως είναι μία καλή ώρα για να χτυπήσει το κουδούνι, ήρθε, του άνοιξε η μαμά μου -εγώ είχα ήδη φύγει για τη Νομική όπου σπούδαζα, αλλά μ’ είχε χάσει- και του είπε «η Ελένη έφυγε!». Δεν τα άφησε, όμως, τα βιβλία, προκειμένου να ξανάρθει (χαμογελά). Ο γάμος έγινε στις 9 Φεβρουαρίου του 1963. Σε ενάμιση μήνα.

– Πόση διαφορά ηλικίας είχατε; 24 χρόνια.

– Αυτό δεν υπήρξε ποτέ εμπόδιο για τους οικείους σας; Στη μεταξύ σας σχέση; Με τους οικείους μου υπήρχε ένα θέμα στην αρχή. Σκεφτείτε πως ο Αντώνης δεν ήταν καν γνωστός τότε, ούτε χρήματα είχε – ήταν ένας άνθρωπος που φορούσε τα παλιά ρούχα του αδελφού του. Μετά, βέβαια, η μητέρα μου τον λάτρεψε! Αλλά και σε όσους μας έβλεπαν πρώτη φορά τους φαινόταν περίεργο – εγώ φαινόμουν πιο μικρή, εκείνος πιο μεγάλος. Ήταν βέβαια 44 ετών τότε ο Αντώνης, δεν ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος. Πρέπει δε να σας πω πως ο Αντώνης δεν είχε παντρευτεί ποτέ του προηγουμένως – ήταν κατά του γάμου. Την πρώτη βδομάδα αποφασίστηκε ο γάμος. Μου είχε πει θυμάμαι: «εγώ είμαι αποφασισμένος να μην παντρευτώ ποτέ μου!». Και του είπα: «δηλαδή, τι εννοείς; Ούτε εμένα δεν θέλεις να παντρευτείς;». «Εσύ θέλεις;», με ρώτησε. Ουσιαστικά εγώ του έκανα την πρόταση, δεν μου την έκανε εκείνος. «Να το δούμε αν γίνεται», μου απάντησε. Για μία βδομάδα δεν τον είδα, είχε εξαφανιστεί. Έβγαλε έρπη από την πίεση που αισθανόταν, προκειμένου να πάρει την απόφαση.
 
– Η ελευθερία,  λοιπόν,  ήταν το πιο σημαντικό στη ζωή του; Ο Αντώνης ήταν ο πιο ελεύθερος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Γι’ αυτό και έζησε όπως ήθελε. Δεν υπάκουε σε κανόνες, σε συμβάσεις – εκτός από τα ιδανικά στα οποία είχε στρατευτεί μόνος του, από παιδάκι: ελευθερία, ειρήνη, κοινωνική δικαιοσύνη. Από αυτά δεν παρεξέκλινε ποτέ. Όλα τα άλλα, ανατρέπονταν στο δευτερόλεπτο. Ήταν πολύ ελεύθερος! Δεν ήθελε να δεσμεύεται με τίποτα.
– Και ένας άνθρωπος της προσφοράς! Δεν είναι σωστό να τα λέω εγώ αυτά αλλά, αν με ρωτούσατε να σας πω μόνο ένα χαρακτηριστικό του Αντώνη, θα σας έλεγα πως «ήταν ένας καλός άνθρωπος». Η καλοσύνη του ήταν ανεξάντλητη. Από τη φύση του. Και γεννημένος εθελοντής. Όταν ήρθε μία μέρα και μου είπε: «θα γίνω εθελοντής στη Unisef», εγώ έγινα θηρίο. Γιατί είχε μεγάλα θέματα με την καρδιά του και δεν έπρεπε να κουράζεται. Πήγε, ωστόσο, δύο φορές στην Αιθιοπία -τη μία ήμασταν και μαζί- σε ένα τρομερά δύσκολο ταξίδι για εκείνη την εποχή.
– Πώς έγραφε; Επειδή μια ζωή δούλευε στο Υπουργείο Εργασίας και ξεκινούσε πολύ νωρίς τη μέρα του, ξυπνούσε πάντα πολύ νωρίς. Όταν τον γνώρισα, είχε ήδη αποφασίσει να παραιτηθεί από το Υπουργείο. Μάλιστα μου έλεγε τότε: «εγώ τέλη του χρόνου παραιτούμαι. Πώς θα ζήσουμε;». Αλλά παραιτήθηκε. Αναγκάστηκε, βέβαια, να κάνει πάρα πολλές άλλες δουλειές μετά: έκανε πολλές διορθώσεις, μετέφρασε όλη την ιστορία του Τσώρτσιλ που κυκλοφορούσε κάθε Πέμπτη σε φυλλάδιο – αρρώστησε, μάλιστα, τότε. Για να γράψει, θυμάμαι, είχε πάντα ένα ξύλινο δισκάκι, μία πολυθρόνα της μαμάς του, χαρτί πολυγράφου, μολύβι faber νούμερο 2, ενώ έγραφε πάντα με κλειστά παράθυρα, με το ηλεκτρικό, αφού η φύση δεν του έλεγε τίποτα – έλεγε, μάλιστα, «εγώ και ένα δέντρο ακόμα, το βλέπω σαν περιστρεφόμενη ανθρώπινη συνείδηση». Ο Αντώνης, επίσης, ξέρετε, δεν διόρθωνε ποτέ τα γραπτά του. Δεν ήθελε να είναι περίτεχνα – ήθελε να κυλούν, σαν να μιλάς. Έλεγε πως ήθελε να λένε για το γράψιμό του: «κοίτα τι γράφει, κι εγώ θα μπορούσα να το γράψω!». Όταν δε τον ρωτούσαν, για παράδειγμα, «γιατί έχετε καιρό να γράψετε κάτι;», εκείνος απαντούσε: «μα, δεν είμαι επαγγελματίας συγγραφέας! Εγώ γράφω μόνο όταν έχω κάτι να πω». Κι αν του έλεγε κάποιος που δεν τον αναγνώριζε «τι δουλειά κάνετε;», απαντούσε συνήθως «δημόσιος υπάλληλος» ή «συνταξιούχος του δημοσίου». Αυτά δήλωνε. 

– Είχε πάθη; Το ποτό και το τσιγάρο. Τα τρία που του έλεγε ο γιατρός που του έκανε το bypass ήταν: να μην καπνίζεις, να μην πίνεις και να περπατάς. Αυτά ήταν τα τρία «κακά» της υγείας του. Έφτασε τελικά 84 ετών, αν και ο γιατρός μου έλεγε πως απ’ τα 60 θα έπρεπε να είχε πεθάνει με τα προβλήματα που είχε. Το ευρηματικό και έξυπνο μυαλό του το κράτησε μέχρι την τελευταία στιγμή – δεν βασανίστηκε καθόλου.

 
– Γιατί δεν ήθελε να πεθάνει Σαββατοκύριακο και εκτός Αθηνών, όπως είχα διαβάσει κάπου πως είχε αναφέρει κάποτε; Θα σας εξηγήσω. Ο Αντώνης ήταν δωρητής σώματος. Το είχε ψάξει πολύ το θέμα. Επί δύο χρόνια πήγαινε στην Ιατρική Σχολή, παρακολουθούσε μαθήματα ανατομίας και είχε πειστεί ότι πρέπει να δώσει το σώμα του εκεί. Είχε κάνει τη δωρεά, με είχε βάλει να την υπογράψω διότι εγώ θα την εφάρμοζα και μου είχε γράψει σε ένα μεγάλο ντοσιέ τι ακριβώς έπρεπε να κάνω. Επειδή το νεκρό σώμα πρέπει να πάει κατευθείαν στο ανατομείο, διότι διαφορετικά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το μάθημα ανατομίας, παρά μόνο αν μπει σε ένα ψυγείο με ορισμένη θερμοκρασία, είχε ψάξει όλα τα γραφεία κηδειών Αθηνών και Πειραιώς, είχε βρει ποια έχουν τέτοια ψυγεία -μου είχε γράψει τουλάχιστον έξι σελίδες με διευθύνσεις και τηλέφωνα γραφείων κηδειών- μην τυχόν πεθάνει Σαββατοκύριακο και είναι κλειστό το ανατομείο. Επίσης, στην περίπτωση που πέθαινε εκτός Αθήνας, γιατί απ’ το ανατομείο δεν έρχονται να σε πάρουν παρά μόνο αν είσαι στην Αθήνα, μου είχε πει: «στην ανάγκη, θα πληρώσεις ελικόπτερο και θα με πας!». Τελικά, έγινε αυτό που απευχόταν: πέθανε Παρασκευή, στις 11:00, στην Πύλο, εκεί όπου έχω το πατρικό μου σπίτι. Μεταφέρθηκε με ελικόπτερο στην Αθήνα, με τη μόνη διαφορά ότι το ανατομείο μας περίμενε, δεν έκλεισε κι έτσι δεν χρειάστηκε να τον πάω σε γραφείο κηδειών. Για μένα, όλο αυτό, ήταν μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Όλοι μας ξέρουμε πώς κάνεις μια κηδεία, τα μνημόσυνα, τα σιτάρια, γιατί αυτό είναι μια παρηγοριά για τους ανθρώπους – για τον Αντώνη δεν είχα να κάνω τίποτα, από την ώρα που τον παρέδωσα στο ανατομείο. Τελικά, μέσα μου, αισθάνθηκα ότι ο Αντώνης είναι εκεί που θέλει να είναι: ανάμεσα στους νέους που τον αγαπούσαν τόσο πολύ… Αυτή τη στιγμή, ο σκελετός του είναι στην Ιατρική Σχολή, στο Γουδί. Εκεί έχουν και την καρδιά του, μέσα σε μία μεγάλη γυάλα, της οποίας κάθε τρεις μήνες της αλλάζουνε το υγρό. Τον έχουν ξαπλώσει επάνω σε ένα μοβ βελούδο – τόσους γιατρούς πήγαμε, τόσες εξετάσεις κάναμε, δεν ξέραμε ποτέ ότι είχε οστεοπόρωση. Δεν μπορούσε να σταθεί ο σκελετός όρθιος.
– Έχετε πάει κι εσείς εκεί; Ναι. Πολλές φορές.
– Και το αντέχετε; Θα σας πω. Επί ένα χρόνο τούς έχουν σε ένα υγρό, μετά απ’ το χρόνο τους πηγαίνουν σε ένα κρεβάτι στο μάθημα ανατομίας. Εγώ, λοιπόν, πήγα σ’ αυτό το μάθημα! Βέβαια, αυτό που είδα δεν ήταν ο Αντώνης. Και μάλιστα, όταν έμαθαν οι φοιτητές ότι αυτός είναι ο Αντώνης Σαμαράκης, δεν ήθελαν να τον κόψουν. Όμως έγινε το μάθημα. Και μου έχουν πει πως έχουν γίνει τουλάχιστον 100 εργασίες στον Αντώνη, γιατί είχε πολλές ιδιομορφίες το σώμα του. Όχι επειδή ήταν αυτός που ήταν, αλλά επειδή το σώμα του προσφερόταν γι’ αυτό. Όταν πια τον πήγαν στο Μουσείο της Σχολής, υπήρχε, θυμάμαι, μία καθηγήτρια εκεί, η οποία δεν με γνώριζε, ξεναγούσε τους φοιτητές και τους μιλούσε για τον Αντώνη τόσο ωραία… Εκείνη την ώρα, ξέρετε, αισθάνθηκα ότι ο Αντώνης πρέπει να είναι πολύ ευτυχισμένος, γιατί είναι και μετά τον θάνατό του κοντά στους νέους. Ήταν μια σοφή του απόφαση αυτή. Θυμάμαι μάλιστα, όταν αλληλογραφούσε με τον καθηγητή του μαθήματος ανατομίας, τον κ. Παπαδόπουλο, για διάφορα διαδικαστικά, στο τέλος του έγραφε: «δικός σου και τώρα και μετά…».
 
– Δεν υπάρχει τάφος, λοιπόν; Οι γονείς του είναι θαμμένοι στο Α’ Νεκροταφείο. Κι εγώ, σ’ αυτόν τον οικογενειακό τάφο, έγραψα «ζητείται ελπίς, Αντώνης Σαμαράκης». Το ίδιο έκανα και στον δικό μου οικογενειακό τάφο, στην Πύλο. Για να υπάρχει μια αναφορά επάνω σε έναν τάφο…
 
– Ήταν άθεος; Αντιθέτως! Αγαπούσε πολύ το Χριστό. Είχε πάντα στην τσέπη και στο γραφείο του, μία εικονίτσα του Χριστού. Τον απογοήτευε λίγο η γραφειοκρατία της εκκλησίας. Αλλά πίστευε! Ο Αντώνης ήταν στην ουσία θρησκευόμενος. Κι είναι από τους λίγους που έχουν εφαρμόσει στην πράξη τη διδασκαλία του Χριστού. Χωρίς φανφάρες, χωρίς πολλά λόγια.