Χριστιανική φιλοσοφία-εννοιολόγηση: Στο άκουσμα της έννοιας «χριστιανική φιλοσοφία» αρκετοί στέκουν με επιφυλακτικότητα. Φοβούνται την αποστέωση του μυστηριακού χαρακτήρα της Ορθοδοξίας. Πιθανό αίτιο η τραγική μοίρα στην οποία περιήλθε η δυτική θεολογία στην ιστορική πορεία της, από την επίδραση αυτονομημένων φιλοσοφικών συστημάτων, των κειμένων στη διαπάλη ύλης και πνεύματος.
Αντιθέτως, η ανατολική θεολογία στην ιστορία της χριστιανικής σκέψης χρησιμοποίησε ως όπλο της από τους πρώτους αιώνες (4ος μ.Χ.) τη φιλοσοφία για να πολεμήσει τις αιρέσεις. Ας μην ξεχνάμε πως οι φιλοσοφικές καταβολές των μορφωμένων χριστιανών αιρεσιαρχών –με τις τόσες παραφυάδες του Νεοπλατωνισμού– γέννησαν τις αιρέσεις στην Ανατολή. Η Ανατολή είχε να πολεμήσει με αιρέσεις, δεδομένο που απουσίαζε από τον δυτικό κόσμο. Έπρεπε να βρεθεί ένας κοινός τόπος λεκτικής, μα αυστηρής και οριοθετημένης διαλεκτικής προς τους αιρετικούς. Όρος και όριο, η οντολογική διάκριση μεταξύ κτιστού και α-κτίστου. Η Ανατολή πολέμησε τις αιρέσεις. Δεν πολέμησε ποτέ τη φιλοσοφία. 
Η χριστιανική φιλοσοφία δεν νοείται αυτόνομη. Η αυτονομία της φιλοσοφίας στη Δύση κινδύνευσε από τον ορθολογισμό και τον θετικισμό, με αποτέλεσμα να αυτονομηθεί και να αποκτήσει το καθαρά τεχνικό περιεχόμενο. Η μη αυτονομημένη φιλοσοφία συσχετίζεται οργανικά με την ανατολική θεολογία, ώστε να μπορέσει να εκφράσει με αυθεντία το περιεχόμενο της εν Χριστώ Αποκάλυψης.
Τι σημαίνει μη αυτονομημένη φιλοσοφία: Στην Ανατολή ο φιλοσοφικός λόγος αποτελεί ερμηνευτική λειτουργία της θεολογίας [Η πρώτη μέθοδος της χριστιανικής φιλοσοφίας είναι η αναλυτική. Ξεκινά από το ειδικό και καταλήγει στο γενικό ή κατά τον Αριστοτέλη «προς την οδόν επί τας αρχάς» (Νησιώτης 1965: 35-36). Αυτή η μετάβαση στο γενικό παρέχει τη δυνατότητα της καθολικής εποπτείας, η οποία επαληθεύεται μέσα από τον έλεγχο των επιμέρους. Η δεύτερη μέθοδος είναι η συνθετική, όπου η εκκίνηση γίνεται από το γενικό στο μέρος (Ματσούκας 1971: 266)] καθορίζοντας τα όριά της ως φιλοσοφία της οντολογίας: «συγγενεύει περισσότερον προς τας προϋποθέσεις τουλάχιστον της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και αντιτίθεται σφοδρώς προς τον δυτικόν ορθολογισμόν και τον ιδεαλισμόν, οι οποίοι, ενώ εστηρίχθησαν επί των αρχών της χριστιανικής φιλοσοφίας, ουσιωδώς απέκλιναν αυτής και κατέστησαν συστήματα φιλοσοφικά με επίχρισμα ελληνικόν» [Ματσούκας Ν. (1971) Υπάρχει χριστιανική φιλοσοφία; Α.Π.Θ. Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Τ.16, σελ.18, ανάτυπον: Α.Π.Θ.]
Θεολογία και θεολογική επιστήμη: Από τα προλεγόμενα εξάγεται η ανάγκη μιας διευκρίνισης. Η θεολογία ως ζώσα μυστηριακή εμπειρία, διακρίνεται και από τη θεολογική επιστήμη. Η θεολογία είναι η ερμηνευτική λειτουργία του Μυστηριακού Σώματος. Κατανοεί το περιεχόμενο της Αποκάλυψης και αναπτύσσεται μόνο μέσα στη ζωή της Εκκλησίας μυστηριακά, με ερμηνευτικό όργανο εννοιών (π.χ. οι έννοιες: φύση, πρόσωπο, ουσία, ενέργεια, υπόσταση, αλληλοπεριχώρηση) τη φιλοσοφία. Η θεολογική επιστήμη είναι τεχνικός όρος. Ιστορικά καθιερώνεται υπό το πνεύμα του Διαφωτισμού με τον διαχωρισμό των ειδικών επιστημών στις πανεπιστημιακές σχολές (Έξαρχος 1953: 79). Όσον αφορά στο περιεχόμενό της ως επιστήμης, παρέχει ιστορικοφιλολογικά δεδομένα προς μια θεωρητική επεξεργασία.
 
 
 
Η μετασχηματιστική επι-κυριαρχία των Καππαδοκών
Η υπέρβαση της αντίθεσης μεταξύ Φιλοσοφίας και Χριστιανισμού δεν σήμαινε την απροβλημάτιστη υιοθέτηση από μέρους της θεολογίας των Καππαδοκών φιλοσοφικών αρχών. 
Σήμαινε τη μετασχηματιστική επικυριαρχία επ’ αυτών. Η βασική διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου έχει την προέλευσή της από τη φιλοσοφική γλώσσα του γεννητού και του αγεννήτου. Οι όροι όμως έχουν μετασχηματιστεί: το γεννητό (ως το μεταβαλλόμενο) και το αγέννητο (ως το νοητό) της φιλοσοφίας της διαρχίας των αρχαίων Eλλήνων [Liddell,H.-Scott. R. (1907). Μέγα Λεξικόν Της Ελληνικής Γλώσσης. Τόμος 4 (Ρ-Ω) σελ.1590. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα] σημαίνουν και τα δύο άκτιστα, αδημιούργητα πράγματα. Για τους Καππαδόκες, η σχέση κτιστού και ακτίστου παραμένει ενεργειακή. Στην κοσμολογία των Καππαδοκών «η σχέση κτιστού και ακτίστου μας δίνει μια εικόνα που καθορίζεται από σχέσεις κι όχι από κλειστά αρχέτυπα» (Ματσούκας 1985: 147). Στον χώρο της αρχαιότητας και του Βυζαντίου, η γνώση ήταν πάντοτε η μετοχή στην αλήθεια. Οι Καππαδόκες ήταν προσεκτικότατοι ως προς την εφαρμογή της διπλής θεολογικής μεθοδολογίας, με αποτέλεσμα, πρώτο, η χριστιανική φιλοσοφία της Ανατολής να μην καταλήξει ούτε σε κλειστό κύκλωμα μακριά από τη ζωή και την εν Χριστώ εμπειρία- και, δεύτερο, να μη χρησιμοποιήσει ως απολογητικό δεκανίκι τη φιλοσοφία χωρίς μετασχηματισμό. Η κοσμολογία των Καππαδοκών, μακριά από πλεκτάνες ή φιλοσοφικές υπεραπλουστεύσεις, βασίζεται στη θεολογική διάκριση των φιλοσοφικών όρων Ουσίας και Ενεργειών. 
Υποστηρίζω, πως οι Καππαδόκες μετασχημάτισαν τη «Φυσιογνωμία» [Επίκουρ. Παρά Διογέν. Λαέρτ. 10.87] τη σπουδή δηλαδή της εξωτερικής όψης των ζητημάτων της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας περί κοσμολογίας, σε ενεργειακή φυσιολογία ως την ερευνητική εξέταση των απαρχών των φυσικών αιτιών και φαινομένων της αρχής και της πορείας του Κόσμου.
* Θεολόγος.