Τη λέξη «τανηλεγής» χρησιμοποιεί ο Όμηρος τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια ως επίθετο του θανάτου. Η πιθανή ετυμολογία είναι τανυ-άλγος, που δεν είναι όμως απ’ όλους αποδεκτή. Ανελέητος θά’ ταν ίσως μια καλή απόδοση στη νέα Ελληνική. Διάφοροι Nεοέλληνες μεταφραστές των Ομηρικών επών χρησιμοποίησαν λέξεις που απέχουν πολύ από τη σωστή ετυμολογία της λέξης «τανηλεγής». Οποιαδήποτε όμως ερμηνεία κι’ αν χρησιμοποιήσουμε, ο θάνατος παραμένει, από τον Όμηρο έως τις μέρες μας και στο διηνεκές «άσπλαχνος», «ανήλεος», «ανελέητος».
 
Ο θάνατος είναι βέβαια η μοίρα όλων των θνητών και συχνά αναφέρεται ως προδιαγραμμένο πότε και πώς θα επέλθει. Γι’ αυτό και η λαϊκή έκφραση «είναι γραφτό μας». Υπάρχουν όμως και εκείνοι που δεν το δέχονται «μοιραία», αντιστέκονται. Απαντούμε και τις δύο περιπτώσεις στον Όμηρο, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
 
Την ώρα που οι Αχαιοί και οι Τρώες ετοιμάζονταν για τη μεγάλη σύγκρουση, ο Δίας συγκάλεσε όλους του θεούς στον Όλυμπο για ν’ αποφασίσουν την τύχη των αντιπάλων:
 
«Όταν ο Ήλιος όμως ψήλωσε και στα μεσούρανα κρεμάστηκε, τότε ο πατέρας Δίας πήρε στα χέρια του μια ζυγαριά χρυσή, στους δίσκους έβαλε δύο κλήρους του άσπλαχνου θανάτου: τον ένα για τους Τρώες, τους ιπποδαμαστές, τον άλλο για τους Αχαιούς, τους χαλκοχίτωνες. Οπότε, από τη μέση πιάνοντας τη ζυγαριά, τη σήκωσε ψηλά. Έγειρε τότε με το βάρος της των Αχαιών η μαύρη μοίρα˙ κι ενώ ο δικός τους κλήρος, των Αχαιών, χαμήλωσε και κάθισε στη ζωοδόχο γη, των Τρώων σηκώθηκε στα ύψη του άπλετου ουρανού.
Από την Ίδα τότε ο Δίας ρίχνει βαριά βροντή, κι η φλογισμένη του αστραπή πέφτει καταμεσής των Αχαιών, που όταν την είδαν έμειναν εμβρόντητοι, όλους ο φόβος τους πρασίνισε. Δεν βάσταξε κανείς στη θέση του να μείνει˙ ο Ιδομενέας όχι, ο Αγαμέμνων ούτε, μήτε κι οι δύο Αίαντες, θεράποντες του Άρη» (μετάφραση Δ.Ν. Μαρωνίτη, Ιλιάδος Θ, 67-79).
 
Ενώ όλα έδειχναν πως με τη βοήθεια του Δία στους Τρώες οι Αχαιοί θα πάθαιναν πανωλεθρία, ο Αγαμέμνων τους εμψύχωσε, με τη γνωστή μας προτροπή: «Ντροπή Αργείοι» (Αιδώς Αργείοι), που χάθηκαν οι καυχησιές εκείνες πως είμαστε πάντα οι πρώτοι;» Τελικά, παρά την αρχική τους μαύρη μοίρα οι Αχαιοί με την γενναιότητα τους κατόρθωσαν να κατατροπώσουν τους Τρώες, δαμάζοντας ακόμη και την οργή του Δία.
 
Στις αρχαίες της δεκαετίας του 1930 η Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή που ανέσκαψε στην Έγκωμη, ανακάλυψε σε τάφο Μυκηναϊκό αμφοροειδή κρατήρα των αρχών του 14ου αι. π.Χ., που βρίσκεται σήμερα στο Κυπριακό Μουσείο. Ένα μέρος της ζωγραφικής του παράστασης απεικονίζει τον Δία με ποδήρη χιτώνα. Κρατά μια ζυγαριά μπροστά από τα άλογα πολεμικού άρματος. Ο γνωστός Σουηδός ιστορικός-αρχαιολόγος Martin Nilsson ερμήνευσε τη σκηνή με βάση την Ομηρική περιγραφή που αναφέραμε πιο πάνω: Ο Δίας κρατά την πλάστιγγα της μοίρας μπροστά στους πολεμιστές προτού αναχωρήσουν για τη μάχη, κι’ εκείνος που θα «βάραινε την τύχη του» (για να χρησιμοποιήσω εύστοχη σημερινή έκφραση), θα έπεφτε νεκρός. Η ερμηνεία αυτή, παρ’ όλον ότι δεν έγινε απ’ όλους δεκτή, είναι αξιοσημείωτη, γιατί δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η αρχαία αγγειογραφία εμπνέεται από μυθολογικές παραστάσεις.
 
Όπως είδαμε πιο πάνω ο θάνατος είναι αναπόφευκτος για τους θνητούς στην Ελληνική παράδοση, οι Έλληνες όμως δεν δέχονται πάντα μοιρολατρικά, χωρίς αντίσταση, τη «μοίρα» τους. Εκτός από την περίπτωση που αναφέραμε πιο πάνω, υπάρχει κι’ άλλο παράδειγμα αντίστασης στην ακριτική δημοτική μας ποίηση, όταν οι Έλληνες μάχονταν εναντίον των Σαρακηνών κατά τη Μεσαιωνική περίοδο. Ο ηρωικός Διγενής αψηφά τον Χάροντα, τον εκπρόσωπο του Θανάτου, και τον καλεί σε μονομαχία «στα μαρμαρένια αλώνια». Η πάλη του με τον Χάροντα «τον καθιστά ήρωα της ζωής και του φωτός, που αντιμάχονται τις δυνάμεις του σκότους και του θανάτου … Η πάλη που ακολουθεί είναι ενδεικτική της λαϊκής πεποίθησης ότι, αν ο νόμος του θανάτου είναι ακατάλυτος, εξ ίσου ακατάλυτες είναι και οι δυνάμεις της ζωής και της φύσεως» (Ν.Σ. Σπανός, Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια Φιλόκυπρος, τόμος Δ’ 1986, 257-258). Τελικά πεθαίνει ο Διγενής, όχι όμως χωρίς την επίδειξη σθεναρής αντίστασης και αντοχής, κερδίζοντας ταυτόχρονα την «αθανασία» της μνήμης στην ιστορία των Ελλήνων.
 
Όταν επέλθει ο θάνατος η ζωή εγκαταλείπει το σώμα και πετάει προς τον Άδη «εις ασφοδελόν λειμώνα, ένθα και ναίουσι ψυχαί, είδωλα καμόντων» (Οδύσσεια, Ω 13-14) («στο ασφόδελο λιβάδι, εκεί πέρα που οι ψυχές πορεύονται, των πεθαμένων οι ίσκιοι» (μετάφραση Ν. Καζαντζάκη, Ι. Κακριδή).
 
Φωτογραφία: Ο «κρατήρας του Διός»: μυκηναϊκός αμφοροειδής κρατήρας από την Έγκωμη, Κυπριακό Μουσείο, Λευκωσία.