Η επιδημία του κοροναϊού έχει προκαλέσει ποικίλες παράπλευρες επιδράσεις, από την έλλειψη ζυμαρικών στα αμερικανικά σούπερ μάρκετ έως την άνοδο των μετοχών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στις τηλεδιασκέψεις. Ο αντίκτυπος του κοροναϊού θα μπορούσε να φτάσει σε πολύ μακρινούς προορισμούς και σε απρόσμενους κλάδους, συμπεριλαμβανομένου του fintech.

Αν οι άνθρωποι πραγματοποιούν λιγότερα ταξίδια εξαιτίας των φόβων για τον κοροναϊό, τότε ξοδεύουν λιγότερα μέσω πιστωτικής κάρτας. Η Visa και η MasterCard έχουν προειδοποιήσει τους επενδυτές ότι οι πωλήσεις τους θα είναι χαμηλότερες των προσδοκιών το τρέχον τρίμηνο, από 2% έως 4%. Η Visa έχει ήδη δει μια “απότομη επιβράδυνση” στις διασυνοριακές της δραστηριότητες, ιδίως στις δαπάνες που σχετίζονται με τα ταξίδια. Οι μετοχές τους έχουν σημειώσει πτώση κατά περίπου 12% από το υψηλό της αγοράς στις 19 Φεβρουαρίου 2020, εν συγκρίσει με τη πτώση κατά 10% για τον S&P 500.

Εάν ο ιός αρχίσει να εξαπλώνεται πιο γρήγορα στην Αμερική, οι καταναλωτές θα γευματίζουν λιγότερο στα εστιατόρια και θα διστάζουν να ψωνίσουν στα καταστήματα όπου οι ταμίες αλληλεπιδρούν με εκατοντάδες πελάτες την ημέρα. Αυτό σημαίνει ότι η Square, η οποία βοηθά τις μικρές επιχειρήσεις να δέχονται πληρωμές με πιστωτικές κάρτες και βγάζει κέρδος από τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, θα μπορούσε να επηρεαστεί αρνητικά. Στην ετήσια έκθεση της εταιρείας για το 2019, ο κοροναϊός αναφέρεται ως ένας επικίνδυνος παράγοντας για τις δραστηριότητές της. Ενώ μόνο το 5% των εσόδων της προέρχεται από χώρες εκτός των ΗΠΑ, το 65% αυτών προέρχονται από χρεώσεις συναλλαγών ο οποίες θα μπορούσαν να μειωθούν δραματικά εάν η επιδημία κλιμακωθεί στις ΗΠΑ. Η μετοχή της Square έχει διολισθήσει 9% από τις 19 Φεβρουαρίου.

Στον κόσμο των startup, όπου οι επενδυτές κεφαλαίων αποτιμούν τις εταιρείες fintech σε αστρονομικά επίπεδα, η ύφεση της χρηματιστηριακής αγοράς θα μπορούσε να αποτελέσει καταλύτη για χαμηλότερες αποτιμήσεις και για λιγότερες χρηματοδοτήσεις.

Οι fintech επιχειρήσεις που προσφέρουν υπηρεσίες που απαιτούν διαπροσωπική επαφή αντιμετωπίζουν τους μεγαλύτερους κινδύνους. Για παράδειγμα, αν οι άνθρωποι αρχίσουν να μένουν σπίτι πιο συχνά, τράπεζες, όπως η ψηφιακή τράπεζα Chime θα μπορούσαν να υποστούν ζημιές. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Chime αντλεί σχεδόν όλα της τα έσοδα από τις προμήθειες συναλλαγών που πληρώνουν οι έμποροι όταν οι πελάτες της Chime χρησιμοποιούν τις χρεωστικές κάρτες τους. Και αν οι αγορές είναι κάτω, οι καταναλωτές θα μειώσουν τις δικές τους αγορές. Για τις “robo-advisors” επενδυτικές εφαρμογές όπως η Betterment και η Wealthfront, η μείωση των τιμών των μετοχών σημαίνει λιγότερα έσοδα, επειδή οι αμοιβές τους είναι ποσοστό των υπό διαχείριση περιουσιακών στοιχείων του πελάτη.

Οι εταιρείες των οποίων η ανάπτυξη εξαρτάται από τις μεγάλες δαπάνες μάρκετινγκ βρίσκονται επίσης σε κίνδυνο, λέει ο Dan Rosenbaum, συνεργάτης της συμβουλευτικής εταιρείας Oliver Wyman και πρώην εκτελεστικό μέλος της  Bank of the West. Το μάρκετινγκ είναι συχνά ο πρώτος τομέας που βλέπει το budget του να συρρικνώνεται σε περίοδο ύφεσης, επομένως η ανάπτυξη για τέτοιες εταιρείες μπορεί να επιβραδυνθεί απότομα. Η Chime δαπάνησε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια για το μάρκετινγκ πέρυσι, σύμφωνα με την ερευνητική εταιρεία, Kantar. Αλλά η εταιρεία διαθέτει ένα μεγάλο απόθεμα κεφαλαίων, έχοντας συγκεντρώσει 500 εκατομμύρια δολάρια σε χρηματοδότηση στα τέλη του περασμένου έτους.

“Η πτώση στις αγορές που σημειώθηκε την περασμένη εβδομάδα, μου θυμίζει την ύφεση του 2001, όταν έσκασε η τεχνολογική φούσκα”, λέει ο Rosenbaum. Οι αποτιμήσεις ήταν υψηλές και όταν η αγορά σημείωσε βουτιά και το ”παράθυρο” για τις αρχικές δημόσιες προσφορές έκλεισε, οι εταιρείες που βρίσκονταν στα αρχικά τους στάδια αντιμετώπισαν προβλήματα με τη χρηματοδότηση. Πολλές αναγκάστηκαν να κλείσουν.

Ο Stuart Sopp, ο οποίος υπήρξε για 15 χρόνια trader της Wall Street προτού ιδρύσει την ψηφιακή τράπεζα Current πριν από πέντε χρόνια, συμφωνεί ότι οι εταιρείες που βρίσκονται σε αρχικό στάδιο θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν προβλήματα με την χρηματοδότηση. (Η Current συγκέντρωσε ποσό ύψους 20 εκατ. δολαρίων στο δεύτερο γύρο χρηματοδότησης τον περασμένο Οκτώβριο και ο Sopp δηλώνει ότι η εταιρεία θα λάβει νεότερη χρηματοδότηση αργότερα φέτος, παρόλο που δεν έχουν ξεκινήσει ακόμα οι διαδικασίες).

Ο ίδιος θεωρεί ότι δεν έχει ολοκληρωθεί η πορεία της χρηματιστηριακής αγοράς ακόμα. “Πιστεύουμε ότι ο S&P θα φτάσει τις 2.300 μονάδες”, δηλώνει ο Sopp. Χθες, ο δείκτης έκλεισε στις 3.003,37 μονάδες. “Είμαστε πιθανώς περίπου στα μισά της περιοχής διόρθωσης. Η κατάσταση αυτή θα διατηρηθεί για μερικούς μήνες ακόμα. “

Υπάρχει ένας παράγοντας που θα μπορούσε να αμβλύνει τον αντίκτυπο για τις startups: Τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και οι εταιρείες επιχειρηματικών κεφαλαίων έχουν ρευστότητα, σύμφωνα με το PitchBook, 1,2 τρισ. δολαρίων, που αναμένει να επενδυθεί. Αλλά αυτό πιθανότατα δεν θα ανακόψει τη μεταφορά της εξουσίας από τους ιδρυτές στους επενδυτές, δημιουργώντας πίεση προς τα κάτω στις αποτιμήσεις.

Του Jeff Kauflin

Forbes