Το ζήτημα της κοινωνικής ανισότητας είναι θεμελιώδες, τεράστιο και επίκαιρο. Εδώ μπορούμε μόνο να διατυπώσουμε κάποιες σύντομες σκέψεις για την ιστορία και το παρόν της. Συγκεκριμένα, θα σταθούμε στο ζήτημα της οικονομικής ανισότητας, χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι η οικονομική, η πολιτική και η κοινωνική ανισότητα συμβάλλουν η μία στην άλλη.

Η ανισότητα, στις ποικίλες και πολλές φορές ταυτόχρονες μορφές της, έχει δικαιολογηθεί με διάφορους τρόπους. Για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη οι δούλοι μειονεκτούν ψυχοσωματικά. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι υπήρχε μια φυσική κλίμακα: άνδρας, γυναίκα, παιδί, δούλος, βάρβαρος, ζώο.

Από την άλλη, όπως έδειξε ο ιστορικός Ερνστ Καντόροβιτς, στον Μεσαίωνα ο βασιλιάς έχει και ανθρώπινη και θεϊκή φύση. Τέλος, το 1839, ο Αμερικανός καθηγητής ανατομίας Samuel Morton, έχοντας μελετήσει πάνω από 800 κρανία, υποστηρίζει τη «φυσική ανωτερότητα» των Καυκάσιων.

Σήμερα, το Κατάρ έχει ένα κατά κεφαλήν εισόδημα 428 φορές υψηλότερο από τη Ζιμπάμπουε, ενώ, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, πριν περίπου διακόσια χρόνια «το βιοτικό επίπεδο σε κανένα μέρος της γης δεν ήταν διπλάσιο σε σχέση με την πιο φτωχή της περιοχή».

Επιπλέον, έρευνες έχουν δείξει ότι τα τελευταία 15 χρόνια, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, το 90% του ΑΕΠ των ΗΠΑ πήγε στο πλουσιότερο 1% των Αμερικανών! Το επιχείρημα που συχνά αναπτύσσεται, όπως το θέτει ο διδάκτορας Πολιτικής Φιλοσοφίας Κώστας Γαλανόπουλος, είναι το ακόλουθο: «οι ανισότητες είναι φυσικές, οι κοινωνικές ανισότητες είναι κι αυτές φυσικές – άρα, η κοινωνική ισότητα είναι αφύσικη». Όμως αν στις μέρες μας η ανισότητα δεν μπορεί να αποδοθεί στη φύση (αν και αυτό δεν έχει εξαλειφθεί, αφού συχνά επικαλούμαστε το επιχείρημα: «η φύση προίκισε κάποιους με…») ή στον Θεό, τότε πως δικαιολογείται;

Ερχόμαστε τώρα στη έννοια της «αξιοκρατίας», η οποία είναι μια μορφή ελιτισμού. Μέσω της αξιοκρατίας, η ευθύνη επιρρίπτεται στο άτομο και οι ανισότητες δικαιολογούνται. Όπως το θέτει ο πολιτικός φιλόσοφος Μάικλ Σαντέλ, η αξιοκρατία έχει να κάνει με την «πεποίθηση των νικητών ότι η επιτυχία τους είναι αποκλειστικά δική τους υπόθεση και ότι, επομένως, αξίζουν όλα τα οφέλη που απορρέουν από αυτήν».

Σύμφωνα με τον (νέο)φιλελευθερισμό, η ανισότητα είναι αποτέλεσμα του ανταγωνισμού, είναι η απαραίτητη δυσάρεστη παρενέργεια αν θέλουμε όλη η κοινωνία να καρπωθεί τα οφέλη μιας μεγαλύτερης «ανάπτυξης».

Στο βιβλίο του Φιλελευθερισμός (2017), ο καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών Αριστείδης Χατζής ισχυρίζεται ότι κάποιος είναι ελεύθερος να μη αποδεχθεί μια επαχθή επιλογή και ότι η παρένθετη μητέρα πουλάει ελεύθερα τις υπηρεσίες της. Μάλλον αδυνατεί να καταλάβει ότι οι επιλογές δεν γίνονται από αφηρημένα ορθολογικά άτομα εν κενώ αλλά από άτομα που έχουν συγκεκριμένες κοινωνικές θέσεις και ότι υπάρχουν διαφόρων ειδών εξαναγκασμοί, οι οποίοι είναι συχνά αόρατοι.

Ο οικονομικός εξαναγκασμός του να βγάλεις χρήματα για να αυτοσυντηρηθείς είναι κάτι που αγνοεί ο οικονομικός φιλελευθερισμός. Η συνήθης απάντηση των φιλελεύθερων σε μια τέτοια επίκριση είναι ότι η παρένθετη μητέρα παρέχει υπηρεσίες και ότι η επιλογή της δεν είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού ή βίας, αλλά ελεύθερη απόφαση. Αυτό όντως ισχύει σε κάποιες περιπτώσεις, όμως ένας στοιχειωδώς ενημερωμένος αναγνώστης γνωρίζει ότι οι παρένθετες μητέρες είναι συνήθως αλλοδαπές γυναίκες ή ζουν σε καταστάσεις ακραίας φτώχειας (π.χ. Ινδία).

Επιπρόσθετα, δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να καταλάβει κανείς ότι όπως ένας αναγκάζει τον εαυτό του να συνεχίσει να εργάζεται σε μια εταιρεία που καθυστερεί να τον πληρώσει, έτσι ένας κινέζος μετανάστης «επιλέγει» να εργαστεί για εγκληματικές οργανώσεις και να βουτήξει για μαργαριτάρια, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του.

Με άλλα λόγια, από ηθικής πλευράς, ο φιλελευθερισμός σωστά αντιτίθεται στον εξαναγκασμό· το πρόβλημα είναι ότι δεν πάει πολύ μακριά και ότι παραμένει μυωπικός, μη μπορώντας να αναγνωρίσει την ισχύ του οικονομικού εξαναγκασμού.

Ο Χατζής επίσης σημειώνει ότι για τους περισσότερους φιλελεύθερους το κύριο πρόβλημα δεν είναι η ανισότητα αλλά η φτώχεια που πρέπει να εξαλειφθεί. Αυτό όμως είναι αδύνατο να συμβεί στο υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα ακριβώς επειδή έχει ως αποτέλεσμα την αναπαραγωγή θηριωδών ανισοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της φτώχειας (η οποία, πρέπει να πούμε, είναι μια δύσκολη έννοια). Τα παραδείγματα αφθονούν. Αρκεί να πούμε ότι στο Μπαγκλαντές οι εργάτες στην κλωστοϋφαντουργία «αναγκάζονται […] να ψάχνουν για υπολείμματα τροφίμων προκειμένου να θρέψουν τα παιδιά τους» (Μπάμπης Μιχάλης). Η «ελευθερία επιλογών» είναι μια πολυτέλεια που δεν είναι εξ ίσου μοιρασμένη και η φτώχεια είναι σήμερα αποτέλεσμα όχι της σπανιότητας αλλά της ανισότητας.

Ο φιλελευθερισμός διατείνεται ότι οι ανισότητες είναι αποδεκτές αφού τα άτομα δεν έχουν ίση αξία αλλά μόνο ίσες ευκαιρίες. Κάποιος «επιλέγει» να μην εργαστεί ενώ κάποιος άλλος επιλέγει να εργάζεται, είναι θέμα κινήτρων. Ο Νομπελίστας οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν έφτασε μάλιστα στο σημείο να ισχυριστεί ότι η ανεργία είναι ηθελημένη και αποτελεί προϊόν μη ορθολογικής συμπεριφοράς.

Επιπλέον, και εδώ ο ρόλος του εκπαιδευτικού θεσμού είναι καταλυτικός, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, όπως το συνόψισε ο κοινωνιολόγος Τάλκοτ Πάρσονς, είναι «δίκαιο να δίνονται διαφορετικές ανταμοιβές για διαφορετικά επίπεδα επιτυχίας, εφόσον έχει υπάρξει ίση πρόσβαση στις ευκαιρίες». Εμπεριστατωμένες έρευνες έχουν δείξει (και πολλοί το «διαισθάνονται») όμως ότι αυτό είναι ένας μύθος.

Οι (νεο)φιλελεύθεροι φοβούνται μια «εξισωτική» ισότητα. Όμως, όπως σαρκαστικά το έθεσε ο διανοητής Κορνήλιος Καστοριάδης, «λίγο ακόμη και μερικοί θα έκαναν πως πιστεύουν ότι η επιδίωξη της ισότητας σημαίνει ότι θέλουμε όλος ο κόσμος να έχει ύψος 1,72 και να ζυγίζει το ίδιο, έστω κι αν γι’ αυτό απαιτεί να υποβάλουμε όλο τον πλανήτη στην ίδια δίαιτα».

Όχι, κάθε άτομο δεν είναι υπεύθυνο και υπόλογο για τις πράξεις και την ευημερία του

Επίσης, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι – αφού αυτή είναι η ιδεολογική βάση του συστήματος που περιγράφουμε – η συνήθης άποψη ότι η ανθρώπινη φύση είναι εγωιστική δεν ισχύει. Αυτό έχει ισχυριστεί ο σπουδαίος Ολλανδός ηθολόγος Francis de Waal.

Ο ίδιος διευκρινίζει ότι όταν οι βιολόγοι κάνουν λόγο για εγωιστικό γονίδιο, αυτό στην πραγματικότητα είναι «ένα αντιδαρβινικό μήνυμα, διότι ο ίδιος ο Δαρβίνος ήταν βαθύτατα πεπεισμένος ότι υπάρχει συνέχεια (και όχι ασυνέχεια) ανάμεσα στο κοινωνικό ένστικτο των ζώων και την ανθρώπινη ηθική».

Στην εποχή των θηριωδών ανισοτήτων, είναι επιβεβλημένο, όπως το θέτει ο αρθρογράφος Τάσος Τσακίρογλου, να αρνηθούμε την ανυπόστατη άποψη ότι «κάθε άτομο είναι υπεύθυνο και υπόλογο για τις πράξεις και την ευημερία του» και, θα προσθέταμε, να αμφισβητήσουμε το κυρίαρχο μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης και να στρέψουμε την προσοχή μας στην ισότητα των αποτελεσμάτων.

Λέκτορας Διοίκησης Επιχειρήσεων, Aegean College