Άλλη μια προσπάθεια θα καταβάλει η Βουλή για να μπει φρένο στην αύξηση των δανειστικών επιτοκίων, μέσω ελάφρυνσης των δανειοληπτών.

Θορυβημένοι οι βουλευτές από την πρόσφατη 9η αύξηση των επιτοκίων μέσα σε ένα χρόνο, στην οποία προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), αποφάσισαν το θέμα να συζητηθεί ξανά στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Εμπορίου.

Ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής και βουλευτής του ΔΗΣΥ Κυριάκος Χατζηγιάννης, σε ανάρτηση του στο twitter αναφέρει πως «δυστυχώς, αναπόφευκτη θα είναι η αύξηση των κόκκινων δανείων μετά τη συνεχή αύξηση των επιτοκίων». Τονίζει, επίσης, πως στις 29 Αυγούστου η αύξηση των επιτοκίων θα είναι ένα από τα πρώτα θέματα που θα συζητήσει η Επιτροπή Εμπορίου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα: Ανακοίνωσε τρίτη διαδοχική αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης

Υπενθυμίζεται πως η ΕΚΤ άρχισε την αύξηση των δανειστικών επιτοκίων τον Ιούνιο του 2022, σε μια προσπάθεια να τιθασευτεί ο πληθωρισμός, ο οποίος παρόλο που μειώνεται εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε ψηλά επίπεδα, πάνω από τον στόχο του 2% που έθεσε η ΕΚΤ.

Εκείνο που ανησυχεί όλους είναι να μην ακολουθήσουν νέες αυξήσεις επιτοκίων (ακούγονται πολλά για τη συνεδρία της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο), καθώς αυτό θα δυσκόλευε περαιτέρω στους δανειολήπτες να καταβάλλουν τις δόσεις τους και θ αμειώσει περαιτέρω τη ζήτηση για δάνεια και επενδύσεις.

Είναι πιθανό στη συζήτηση να κληθούν να παραστούν ο υπουργός Οικονομικών και ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, καθώς στις προηγούμενες φορές που συζητήθηκαν ανάλογα θέματα οι βουλευτές είχαν απαιτήσει την παρουσία τους.

Είναι η τρίτη φορά που η συζήτηση για την αύξηση των επιτοκίων μεταφέρεται στη Βουλή.

Τις δυο προηγούμενες, οι βουλευτές δεν βρήκαν άκρη, παρά τις εκκλήσεις στις οποίες προχώρησαν προς τις τράπεζες για να απορροφήσουν οι ίδιες ένα μέρος της αύξησης των επιτοκίων. Κάποια σχέδια «ανταμοιβής» συνεπών δανειοληπτών έχουν ανακοινωθεί, αλλά δεν κρίνονται ικανοποιητικά.

Πάντως, ο υπουργός Οικονομικών, πριν από μερικές εβδομάδες είχε εκφράσει δημόσια την ικανοποίησή του για τις πρώτες θετικές αντιδράσεις των τραπεζών, όσον αφορά την απορρόφηση μέρους του αυξημένου κόστους από την αύξηση των επιτοκίων, αλλά και τη διαφοροποίηση των καταθετικών επιτοκίων για κάποιες κατηγορίες καταθετών.

Η τελευταία συζήτηση που έγινε στη Βουλή, τον περασμένο Μάρτιο, έληξε χωρίς αποτέλεσμα, καθώς οι βουλευτές θεώρησαν πως η Κεντρική Τράπεζα δεν ήταν σε θέση διά του εκροσώπου της να δώσει επαρκείς απαντήσεις.

Αξίζει να σημειωθεί πως η ΚΤ έχει διαμηνύσει πως δεν θα γίνει αποδεκτό οποιοδήποτε οριζόντιο μέτρο για στήριξη των δανειοληπτών.

Παράλληλα, η Κεντρική αναγνωρίζει πως η αύξηση των επιτοκίων προκαλεί αυξημένους κινδύνους για τη δημιουργία νέων μη εξυπηρετουμένων δανείων.

Μάλιστα, πολλές φορές είχε καλέσει τους δανειολήπτες, το εισόδημα των οποίων επηρεάστηκε λόγω του πληθωρισμού και δυσκολεύονται να καταβάλουν τις δόσεις τους, να ζητήσουν από τις τράπεζες να προχωρήσουν σε αναδιαρθρώσεις.

Υπενθυμίζεται πως λόγω της αύξησης των επιτοκίων, το Υπουργείο Οικονομικών έχει προχωρήσει σε τροποποίηση των σχεδίων επιδότησης επιτοκίων για νέα στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια, τα οποία αποτελούσαν μέρος του έκτακτου πακέτου μέτρων του Μαΐου 2020 για στήριξη της οικονομίας για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την πανδημία.

Πιέζουν για μέτρα οι δύο μεγάλοι

Σημειωτέον ότι την περασμένη Παρασκευή ο ΔΗΣΥ είχε επισημάνει πως «τόσο οι τράπεζες, όσο και οι εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων οφείλουν να συμβάλουν στην απάμβλυνση των συνεπειών από τις αυξήσεις επιτοκίων, καθότι είναι πλέον ορατός ο κίνδυνος για ένα νέο κύμα μη εξυπηρετούμενων δανείων».

Κατά τον ΔΗΣΥ, «υπάρχει δυνατότητα στήριξης τόσο των δανειοληπτών όσο και των καταθετών, λαμβάνοντας υπόψη τα νέα τραπεζικά δεδομένα».

Νωρίτερα, το ΑΚΕΛ είπε επισημάνει ότι «εννέα χώρες της ΕΕ έχουν ήδη λάβει μέτρα στήριξης των δανειοληπτών για την αντιμετώπιση των αυξήσεων στα επιτόκια και άλλες τόσες βρίσκονται σε διαδικασία επεξεργασίας μέτρων».

Ζήτησε τον καθορισμό οροφής για επιτόκια που αφορούν στεγαστικά δάνεια και ετοιμασία σχεδίου κάλυψης μέρους των τόκων για δάνεια που αφορούν πρώτη κατοικία και επαγγελματική στέγη, στις περιπτώσεις μεγάλων αυξήσεων στο επιτόκιο δανεισμού.