Από το 2027, με τη συμπερίληψη των οδικών μεταφορών, των κτηρίων και των μικρών βιομηχανιών στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου, αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά το κόστος ορυκτών καύσιμων για θέρμανση στα κτήρια και για οδικές μεταφορές. Συνέπεια, να δημιουργηθεί πρόσθετο κόστος στους καταναλωτές. Προς το σκοπό αυτό δημιουργήθηκε το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα για την ελάφρυνση των πιο ευάλωτων. Παράλληλα, η Κυπριακή Δημοκρατία προβαίνει σε ενέργειες για τερματισμό της εξάρτησης των νοικοκυριών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της ηλεκτροπαραγωγής από τα ορυκτά καύσιμα. 

Οι σημαντικές αλλαγές που επηρεάζουν την τσέπη του καθενός έρχονται με την προσαρμογή της Κύπρου στο νέο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για τα κτήρια και τις οδικές μεταφορές για την επίτευξη των κλιματικών στόχων για το 2030 στο πλαίσιο του «Fit for 55». Το Τμήμα Περιβάλλοντος προχωρεί στην επίτευξη των στόχων για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στους κύριους τομείς της οικονομίας, διασφαλίζοντας παράλληλα, ότι οι πλέον ευάλωτοι πολίτες και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, καθώς και οι τομείς που εκτίθενται σε διαρροή άνθρακα, θα υποστηριχτούν αποτελεσματικά κατά την κλιματική μετάβαση. Σημειώνεται ότι η καταληκτική ημερομηνία μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό μας δίκαιο είναι η 30η Ιουνίου 2024.

Το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου θα επιφέρει κόστος στους καταναλωτές (πολίτες, επιχειρήσεις, δημόσιος τομέας) λόγω αύξησης της λιανικής τιμής των υγρών καυσίμων στις οδικές μεταφορές, τα κτήρια και την ελαφρά βιομηχανία. Από την άλλη πλευρά, η Κύπρος θα έχει έσοδα τόσο από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων εκπομπών, όσο και από τη συμμετοχή της στο Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα.

Με βάση προκαταρκτικές τιμές δικαιωμάτων ανά έτος που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθώς και τις προβλέψεις σχετικά με την εξέλιξη των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, αναμένεται συνολική επιβάρυνση των καταναλωτών κατά €409-415 εκατ. την τετραετία 2027-2030 και κατά €650-672 εκατ. καθ’ όλη την περίοδο εφαρμογής του ΣΕΔΕ, δηλαδή την εξαετία 2027-2032. Το συνολικό αυτό κόστος θα προέλθει από τη σταδιακή αύξηση της λιανικής τιμής των υγρών καυσίμων. Με βάση τις μελέτες του Ινστιτούτου Κύπρου, προκύπτει ότι, σε σύγκριση με τις λιανικές τιμές καυσίμων που επικρατούσαν το φθινόπωρο του 2023, λόγω του ΣΕΔΕ αναμένεται προς το τέλος της δεκαετίας αύξηση της τάξης του 5-15% στα υγρά καύσιμα, με μικρότερη ποσοστιαία άνοδο στην τιμή της βενζίνης και του υγραερίου και υψηλότερη ποσοστιαία αύξηση στις τιμές του πετρελαίου θέρμανσης και του μαζούτ.

Με βάση την πρόβλεψη το 2027 με τιμή δικαιώματος διοξειδίου του άνθρακα €25 και νοουμένου ότι η αύξηση της λιανικής τιμής καυσίμων ακολουθεί τις σταθερές τιμές έτους 2020 η τιμή της βενζίνης θα αυξηθεί 6,8 σεντ, του πετρελαίου κίνησης και θέρμανσης 8 σεντ, του υγραερίου 4,6 σεντ και του μαζούτ 8,6 σεντ. Ωστόσο, αν ληφθεί η αύξηση με βάση τις μελλοντικές τιμές που περιλαμβάνουν μέσο ετήσιο πληθωρισμό 2-3%, τότε η αύξηση της τιμής της βενζίνης θα αυξηθεί το 2027 8,5 σεντ, του πετρελαίου κίνησης και θέρμανσης 10,1 σεντ, του υγραερίου 5,8 σεντ και του μαζούτ 10,8 σεντ.

Νοουμένου ότι η προβλεπόμενη εξέλιξη της τιμής των δικαιωμάτων του Συστήματος ΣΕΔΕ σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αυξάνεται χρόνο με το χρόνο, αντίστοιχη θα είναι και η επίδραση στις λιανικές τιμές καυσίμων ετησίως από το φόρο άνθρακα. Το τέλος για το 2028 εκτιμάται στα €40, το 2029 στα €45 και το 2030 στα €50.

Σύμφωνα με την επιστημονική ανάλυση, από την εφαρμογή του ΣΕΔΕ, τα νοικοκυριά στις δύο χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες (δεκατημόρια) μπορεί να υποστούν μείωση της αγοραστικής τους δύναμης κατά €90-€140 το έτος 2030, ή περίπου 1-1,5% του εισοδήματός τους. Στις υψηλές εισοδηματικές κατηγορίες, η αντίστοιχη μείωση αγοραστικής δύναμης αναμένεται υψηλότερη σε απόλυτες τιμές αλλά χαμηλότερη σε σχετικούς όρους περίπου €350-€400 ή περίπου 0,5% του εισοδήματός τους.

Σημειώνεται ότι οι τομείς κτήρια, οδικές μεταφορές και μικρές βιομηχανίες ευθύνονται για πολύ σημαντικό μέρος των συνολικών εκπομπών της χώρας και ιδιαίτερα ο τομέας των οδικών μεταφορών. Συγκεκριμένα, το 79% προέρχονται από τις οδικές μεταφορές, το 16% από τον τομέα των κτηρίων και 5% από την ελαφρά βιομηχανία.

Για τα κτίρια, τις οδικές μεταφορές και άλλους τομείς (κυρίως μικρές βιομηχανίες) θεσπίζεται ένα νέο, χωριστό σύστημα εμπορίας εκπομπών, προκειμένου να διασφαλιστεί η οικονομικά αποδοτική μείωση των εκπομπών σε αυτούς τους τομείς, η απαλλαγή των οποίων από τις ανθρακούχες εκπομπές έχει μέχρι στιγμής αποδειχθεί δύσκολη. Το νέο σύστημα θα ισχύει για διανομείς που προμηθεύουν καύσιμα στους τομείς των κτηρίων, των οδικών μεταφορών και σε άλλους τομείς από το 2027. Έχει προβλεφθεί ασφαλιστική δικλίδα ώστε, σε περίπτωση που η τιμή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου είναι εξαιρετικά υψηλή την περίοδο πριν από την έναρξη λειτουργίας του νέου συστήματος, η έναρξη λειτουργίας του θα αναβληθεί μέχρι το 2028.

Δημόσια παρουσίαση από το Τμήμα Περιβάλλοντος

Το Τμήμα Περιβάλλοντος προχωρεί με δημόσια διαβούλευση του εναρμονιστικού νομοσχεδίου που βρίσκεται για νομοτεχνική επεξεργασία στη Νομική Υπηρεσία και ταυτόχρονα προετοιμάζεται για τη δημόσια παρουσίαση που θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024. Με την εν λόγω τροποποίηση εντάσσεται στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) ο τομέας των μεταφορών και της θέρμανσης κτηρίων. Στην παρουσίαση θα παρουσιαστεί το προσχέδιο του εναρμονιστικού Νομοσχέδιου και η μελέτη αντίκτυπου που ετοιμάζεται από το Ινστιτούτο Κύπρου.

Στην εν λόγω ανάλυση, θεωρείται ότι το κόστος αγοράς δικαιωμάτων θα μετακυλύετε πλήρως από τους προμηθευτές καυσίμων (που θα αγοράζουν τα δικαιώματα) στους τελικούς καταναλωτές. Μέσα από τα επίσημα στοιχεία προβλέπεται για κάθε €10 φόρο άνθρακα θα υπάρχει αύξηση στις λιανικές τιμές καυσίμων και στο κόστος ζωής. Η επιβάρυνση θα είναι 2,3 σεντ για τη βενζίνη, 2,7 σεντ για το πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης, 1,6 σεντ για το υγραέριο και 2,9 σεντ για το μαζούτ. 

H αύξηση στην τιμή των καυσίμων λόγω ΣΕΔΕ οδηγεί με δύο τρόπους σε μείωση των εκπομπών από τη χρήση των καυσίμων αυτών. Πρώτον, μέσω της σταδιακής μείωσης στην κατανάλωση καυσίμων επειδή αυτά γίνονται ακριβότερα και δεύτερον, λόγω υποκατάστασης των καυσίμων από άλλες πηγές ενέργειας που δεν επηρεάζονται από το ΣΕΔΕ.

Σημειώνεται ότι η ΕΕ επιθυμεί να διασφαλιστούν χαμηλές τιμές δικαιωμάτων, ώστε η αύξηση στις λιανικές τιμές καυσίμων να είναι περιορισμένη και έτσι να αποφευχθούν κοινωνικές αντιδράσεις. Γι’ αυτό, η οδηγία έχει προβλέψει διάφορους μηχανισμούς εξισορρόπησης των τιμών των δικαιωμάτων σε περίπτωση που οι τιμές αυξηθούν απότομα και προβλέπει επίσης αναβολή εφαρμογής του ΣΕΔΕ κατά ένα έτος αν οι επικρατούσες τιμές ενέργειας το 2026 είναι «εξαιρετικά υψηλές».