Συνεχή επαγρύπνηση και προσήλωση από πλευράς τραπεζών και κρατικών αρχών, με στόχο την περαιτέρω θωράκιση του τραπεζικού συστήματος από απρόβλεπτους μελλοντικούς κραδασμούς, ζητά η Κεντρική Τράπεζα μέσω του Οικονομικού Δελτίου που δημοσίευσε χθες.

Τονίζει ότι, παρά τα σημαντικά βήματα προόδου, οι συνεχείς προκλήσεις που αναφύονται στο εγχώριο και διεθνές περιβάλλον δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού για τον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Αναλύοντας τον αντίκτυπο της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, η Κεντρική Τράπεζα αναφέρει ότι τα επιτόκια νέων δανείων προς επιχειρήσεις αυξήθηκαν συγκριτικά γρηγορότερα από τα αντίστοιχα προς νοικοκυριά, για στεγαστικά δάνεια.

Αναλυτικότερα, η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στα επιτόκια των νέων δανείων προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ήταν άμεση, καθώς κατέγραψαν μεγάλο βαθμό ενσωμάτωσης των αυξήσεων (pass through). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το μέσο επιτόκιο για νέα δάνεια προς τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, ύψους μέχρι €1 εκατ. και πάνω από €1 εκατ. ανήλθε στο 5,72% και 5,59% αντίστοιχα τον Σεπτέμβριο του 2023, σε σύγκριση με 4,13% και 3,69% τον Σεπτέμβριο του 2022.

Η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στα επιτόκια νέων στεγαστικών δανείων ήταν σχετικά μικρότερη σε ένταση και με χρονική υστέρηση. H βραδύτερη ανταπόκριση που παρατηρείται στα στεγαστικά δάνεια, σύμφωνα με το Οικονομικό Δελτίο, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό των εν λόγω δανείων δεν είναι συνδεδεμένο με το διατραπεζικό Euribor αλλά με το βασικό επιτόκιο των τραπεζών, το οποίο έχει καταγράψει περιορισμένες αυξήσεις μέχρι στιγμής.

Η Κεντρική στην ανάλυσή της αναφέρει ακόμα ότι τα εγχώρια καταθετικά επιτόκια κατέγραψαν μικρές αυξήσεις τους πρώτους μήνες του 2023, οι οποίες στη συνέχεια έγιναν σχετικά μεγαλύτερες, παραμένοντας ωστόσο σε χαμηλότερα επίπεδα από τα αντίστοιχα επιτόκια στη ζώνη του ευρώ. Η περιορισμένη προσαρμογή των επιτοκίων καταθέσεων αποδίδεται στην πλεονάζουσα ρευστότητα των εγχώριων τραπεζών και στις επακόλουθες μειωμένες χρηματοδοτικές τους ανάγκες.

Σε σχέση με τις μακροικονομικές προβλέψεις η Κεντρική Τράπεζα αναμένει για τα έτη 2024-26 αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,6%, 3,1% και 3,2%, αντίστοιχα. «Αυτό βασίζεται κυρίως στην ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης και, σε μικρότερο βαθμό, στις καθαρές εξαγωγές για τα έτη 2025-26, στο πλαίσιο της επέκτασης του κύκλου εργασιών ξένων εταιρειών του τομέα της τεχνολογίας που έχουν ήδη εγκατασταθεί στην Κύπρο, ιδιαίτερα τα προηγούμενα έτη. Βασίζεται επίσης και στην αναμενόμενη διόρθωση των τουριστικών εσόδων μετά και τον αρνητικό αντίκτυπο που αναμένεται το 2024 λόγω των εχθροπραξιών στη Μέση Ανατολή, στο πλαίσιο της διαποικίλησης των τουριστικών αγορών», επισημαίνεται στο Οικονομικό Δελτίο.

Στις προβλέψεις υιοθετήθηκε αρνητικός αντίκτυπος από αναμενόμενη μείωση της ζήτησης και καθυστέρηση στην υλοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων από ισραηλινά συμφέροντα, λόγω των γεγονότων στη Μέση Ανατολή. Η Κεντρική αναφέρει ότι η ιδιωτική κατανάλωση, αν και προβλέπεται να επιβραδυνθεί γύρω στο 1,8% ετησίως τα έτη 2024-26 από 5% το 2023, θα παραμείνει σημαντικός μοχλός της οικονομικής ανάπτυξης τα επόμενα έτη.