Ο ΑΔΜΗΕ Ελλάδας (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Συστήματος Μεταφοράς Ενέργειας) στέλνει μέσω πολλών καναλιών το μήνυμα στην κυπριακή Κυβέρνηση ότι το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου – Κρήτης δεν θα προχωρήσει αν σε αυτό δεν συμμετάσχει και η Κυπριακή Δημοκρατία, με μετοχικό κεφάλαιο στην εταιρεία Great Sea Interconnector, η οποία για την ώρα ανήκει εξ ολοκλήρου στον ελληνικό οργανισμό.

Η πληροφόρηση του philenews από την Ελλάδα αναφέρει ότι στις τάξεις του ΑΔΜΗΕ αλλά και στο Υπουργείο Ενέργειας της χώρας και ευρύτερα στην ελληνική Κυβέρνηση επικρατεί έντονη απογοήτευση για την απόφαση της κυπριακής Κυβέρνησης να μην λάβει τελική επενδυτική απόφαση για αγορά μετοχικού κεφαλαίου στον Great Sea Interconnector αν δεν πραγματοποιηθεί νέα μελέτη κόστους – οφέλους.

Η ενημέρωσή μας αναφέρει πως ο ΑΔΜΗΕ εισπράττει την επιμονή της Κύπρου για μια νέα μελέτη βιωσιμότητας ως ένδειξη υπαναχώρησης από προηγούμενες δεσμεύσεις της έναντι του ελληνικού κράτους (που διατηρεί τον έλεγχο στον ΑΔΜΗΕ) αλλά θεωρεί επίσης ότι μέσω αυτής της υπαναχώρησης η κυπριακή Κυβέρνηση αμφισβητεί επί της ουσίας τη χρησιμότητα του έργου αλλά και τις αποφάσεις που έλαβε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αξιολογώντας μελέτες βιωσιμότητας που είχαν κατατεθεί προ ετών ενώπιον της, από τη EuroAsia Interconnector, και βάσει των οποίων το έργο κρίθηκε υλοποιήσιμο και βιώσιμο και χρηματοδοτείται με 657 εκατ. ευρώ. Προκύπτει δε ότι η ελληνική πλευρά προσβλέπει σε παρέμβαση της Κομισιόν, για να επισπευσθεί η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Από πλευράς της, η Κυβέρνηση της Κύπρου διαμηνύει ότι εξακολουθεί να θεωρεί το έργο χρήσιμο για την άρση της ενεργειακής απομόνωσης της Κύπρου, αλλά για τη δική της συμμετοχή –με ποσό 100 εκατ. ευρώ σε αρχικό στάδιο- θα πρέπει να έχει στα χέρια της επικαιροποιημένη μελέτη κόστους – οφέλους, δεδομένου ότι η προηγούμενη έγινε πριν από χρόνια και στο μεταξύ μεσολάβησαν αλλαγές πολλών δεδομένων. Αυτές οι αλλαγές οδήγησαν σε τροποποίηση της ρυθμιστικής απόφασης των Ρυθμιστών Κύπρου και Ελλάδας, με αύξηση του υπολογιζόμενου κόστους από 1.5 δισ. σε 1.9 δισ.

Ένας από τους παράγοντες που καθιστούν επιφυλακτική την Κυβέρνηση στη λήψη της τελικής επενδυτικής απόφασης είναι η μελέτη που πραγματοποίησε για το έργο η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), η οποία έκρινε πως η Κύπρος πρέπει να επενδύσει σε σταθμούς αποθήκευσης ενέργειας αντί στο καλώδιο, εξού και απέρριψε το αίτημα του προηγούμενου φορέα υλοποίησης για δανειοδότηση με περίπου 500 εκατ. ευρώ. Ο ΑΔΜΗΕ εισήλθε σε νέα φάση διαβούλευσης με την ΕΤΕπ, με πρόθεση επικαιροποίησης κάποιων παραμέτρων, για να πετύχει τη δανειοδότηση.

Αυτό που φαίνεται να «καίει» τον ΑΔΜΗΕ είναι το συμβόλαιο που υπεγράφηκε με τη Nexans για την κατασκευή του καλωδίου για τη διασύνδεση, συνολικού κόστους 1.4 δισ. ευρώ. Από τον ΑΔΜΗΕ αναφέρουν πως έχουν ήδη ξοδέψει περίπου 150 εκατ. ευρώ για το έργο, αλλά δεν είναι σαφές αν τα χρήματα αυτά προήλθαν από ίδια κεφάλαια του οργανισμού ή από τη χορηγία της ΕΕ προς το έργο. Ωστόσο, αν το έργο δεν προχωρήσει τελικά, πιθανό ο ΑΔΜΗΕ να κληθεί να επιστρέψει στην ΕΕ οποιοδήποτε ποσό έχει δαπανήσει από τη χορηγία.

Επιπλέον, ο ΑΔΜΗΕ έχει στείλει το μήνυμα πως αν το επόμενο πολύ σύντομο διάστημα δεν κλείσει θετικά η εκκρεμότητα με τη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στον Great Sea Interconnector θα βρεθεί «προ των πυλών», όπως μας αναφέρθηκε, η ακύρωση του συμβολαίου με τη Nexans, καθώς τέλος Απριλίου πρέπει να πληρωθούν άλλα 55 εκατ. προς την εταιρεία αυτή και άλλα τόσα τέλος Μαϊου. Και όλα δείχνουν πως ο ΑΔΜΗΕ δεν είναι διατεθειμένος να πληρώσει αυτά τα λεφτά αν δεν οριστικοποιηθεί η συμμετοχή της Κύπρου στο έργο.

Την προειδοποίηση ότι θα σταματήσει η κατασκευή του καλωδίου αν δεν μεταβιβαστεί τάχιστα το έργο της διασύνδεσης στον ΑΔΜΗΕ (αλλά και η έναρξη της ανάκτησης κόστους από τον ΑΔΜΗΕ μέσω χρεώσεων στους καταναλωτές ρεύματος στην Κύπρο και την Ελλάδα) έχει απευθύνει με επιστολή της στη ΡΑΕΚ και τον υπουργό Ενέργειας Γ. Παπαναστασίου και η Nexans.

Οι πληροφορίες μας από κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι με βάση την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου τον Φεβρουάριο η τελική επενδυτική απόφαση θα ληφθεί μόνο όταν πραγματοποιηθεί μελέτη κόστους – οφέλους με θετικά συμπεράσματα και ότι η ανάγκη για τη μελέτη παραμένει.