Μετά το Διοικητικό Δικαστήριο και το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και μετέπειτα έφεση, του Νεοκλή Λυσάνδρου, της πρώην Μαρφίν Λαϊκής, για το διοικητικό πρόστιμο που του επέβαλε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Το πρόστιμο της Επιτροπής ανερχόταν στις €200.000 και αφορούσε τα ελληνικά ομόλογα. Παρόμοιο πρόστιμο είχε επιβληθεί και σε άλλα στελέχη της πρώην Λαϊκής για τον ίδιο λόγο.

Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, η Κεφαλαιαγορά όρισε το 2012 ερευνώντες λειτουργούς, με σκοπό τη διεξαγωγή έρευνας κατά της εταιρείας Marfin Popular Bank Public Co. Ltd, αναφορικά με τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. 

Οι ερευνώντες λειτουργοί ετοίμασαν πόρισμα, και η Κεφαλαιαγορά κάλεσε τον εφεσείοντα για να δώσει γραπτές παραστάσεις για ενδεχόμενες παραβάσεις αναφορικά με (α) δήλωση, η οποία περιλαμβανόταν στην εξαμηνιαία οικονομική έκθεση της Marfin για την περίοδο που έληξε στις 30/6/2010 και (β) τη δήλωση, η οποία περιλαμβανόταν στην Ετήσια Οικονομική Έκθεση της «Marfin» για το έτος που έληξε στις 31 Οκτωβρίου, 2010. Επίσης, τον κάλεσαν για παραστάσεις για τρία ενημερωτικά δελτία της εταιρείας και ένα του Ταμείου Προνοίας.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάλεσε τον εφεσείοντα, με επιστολή της, ημερομηνίας 2 Αυγούστου, 2013, να υποβάλει, εντός 21 εργάσιμων ημερών, τις παραστάσεις του, ο οποίος και ανταποκρίθηκε, με επιστολή του δικηγόρου του, ημερομηνίας 16 Σεπτεμβρίου, 2013.

Εν τέλει, η Επιτροπή αποφάσισε ότι ο εφεσείων προέβη σε παραβάσεις τόσο για τις οικονομικές εκθέσεις όσο και για τα ενημερωτικά δελτία του διαστήματος που ελέγχθηκε.

Κατόπιν τούτου, επέβαλε το 2014 στον εφεσείοντα διοικητικό πρόστιμο, συνολικού ύψους €200.000 για τις ανωτέρω παραβάσεις. Ο εφεσείων καταχώρησε την προσφυγή αρ. 1117/2014.

Η προσφυγή απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο εξ ου και κατέθεσε έφεση η οποία επίσης απορρίφθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο υιοθέτησε την πρωτόδικη απόφαση, σημειώνοντας ότι «κρίνουμε, επομένως, ορθό το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν απαιτείται η ύπαρξη υπαιτιότητας, εσκεμμένης παράλειψης ή αμέλειας προκειμένου να διαγνωστεί παράβαση του εφεσείοντα».