Το κείμενο γράφεται σε μια δύσκολη περίοδο όχι μόνο για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αλλά και για το διεθνές σύστημα γενικότερα. Η περίοδος αυτή συμπίπτει επίσης με τα 20άχρονα της μεγάλης διεύρυνσης του 2004.

Στη σημερινή συγκυρία η ΕΕ αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι εκτός από τον ευρωσκεπτικισμό βρισκόμαστε επίσης ενώπιον της έξαρσης του λαϊκισμού, ο οποίος κατά καιρούς είναι δυνατό να οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις. Ωστόσο, παρά τις πολλές επικρίσεις για αρκετά θέματα, η ΕΕ παραμένει ένα από τα πιο επιθυμητά μέρη, αν όχι το πιο επιθυμητό μέρος, στον κόσμο για να ζει κάποιος.

Ως εκ τούτου, η κριτική προσέγγιση που εκφράζεται στο παρόν άρθρο έχει ως κύριο στόχο να συμβάλει στο μέτρο του δυνατού σε δράσεις που μπορούν να καταστήσουν την ΕΕ ένα ακόμη καλύτερο μέρος, καθώς και σε μια αποτελεσματική διεθνή πολιτική οντότητα η οποία να εμπνέει αξιοπιστία και σεβασμό.

Διαχωρίζω την ιστορία της ΕΕ σε τρεις περιόδους. Η πρώτη από τη Συνθήκη της Ρώμης το 1958 έως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την επανένωση της Γερμανίας. Η δεύτερη από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 μέχρι την εισαγωγή του ευρώ το 1999. Και η τρίτη από τις αρχές του νέου αιώνα μέχρι σήμερα.

Οι στόχοι που τέθηκαν κατά την πρώτη περίοδο εκπληρώθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Οι πληγές του παρελθόντος επουλώθηκαν, η οικονομική ανασυγκρότηση επιτεύχθηκε, η Δυτική Ευρώπη βίωσε μια άνευ προηγουμένου περίοδο ειρήνης και ευημερίας και το μέλλον φαινόταν ευοίωνο. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) μέχρι το 1991 είχε εξελιχθεί στην ΕΕ, η Γερμανία επανενώθηκε χωρίς πόλεμο, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και ο κομμουνισμός κατέρρευσε.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ

Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ένας σημαντικός στόχος ήταν η σφυρηλάτηση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης περιλαμβανομένης της υιοθέτησης ενός κοινού νομίσματος, του ευρώ. Και αυτός ο στόχος εν πολλοίς υλοποιήθηκε. Θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι υπήρξε έντονη αντίδραση από τη Βρετανία, η οποία επέλεξε να μείνει εκτός Ευρωζώνης αν και πληρούσε τα κριτήρια. Το Λονδίνο θεωρούσε σημαντικό να διατηρήσει την εθνική του κυριαρχία. Επιπρόσθετα, η τότε ηγέτης της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν πεπεισμένη ότι η συγκεκριμένη πολιτική θα ευνοούσε τη Γερμανία. Πέραν τούτου, η εκτίμηση της Θάτσερ ήταν ότι η ΟΝΕ δεν θα οδηγούσε σε θετικά αποτελέσματα.

Μερικά χρόνια αργότερα η Ελλάδα έγινε μέλος της Ευρωζώνης, αν και είναι αμφίβολο κατά πόσον πληρούσε τα σχετικά κριτήρια. Αυτή ήταν μια εποχή που υπήρχαν φωνές από την Αριστερά σε όλη την Ευρώπη ότι η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συνδεόταν με μια πορεία συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους.

Ήταν εκείνη την περίοδο που ασκήθηκε επίσης κριτική για την αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις αυτών που άσκησαν κριτική, με επικεφαλής τον Martin Feldstein, ήταν σωστές. Δυστυχώς δεν δόθηκε καμιά σημασία σε αυτές ως αποτέλεσμα των ιδεολογικών και άλλων προσεγγίσεων της Γερμανίας.

Στη δεκαετία του 1990 γίναμε επίσης μάρτυρες της βίαιης διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Η ΕΕ θα μπορούσε να είχε διαδραματίσει έναν πιο εποικοδομητικό ρόλο σε αυτή τη μεγάλη κρίση.

Πρωτοφανής σκληρότητα

Η πορεία της ΕΕ από τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα ήταν προβληματική. Η οικονομική κρίση δεν αντιμετωπίστηκε σωστά. Οι πολιτικές της Τρόικας ήταν όχι μόνο λανθασμένες αλλά και αδικαιολόγητα σκληρές, δημιουργώντας περισσότερα προβλήματα απ’ αυτά που υποτίθεται ότι επίλυσαν.

Στις περιπτώσεις της Ελλάδας και της Κύπρου, η σκληρότητα αυτή ήταν πρωτοφανής. Και δεν υπήρχε αλληλεγγύη ούτε κοινωνική ευαισθησία. Ότι υπήρχε ανάγκη για οικονομική αναδιάρθρωση και εξορθολογισμό είναι αναμφίβολο. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να είχε γίνει με μικρότερο κοινωνικό κόστος. Εξάλλου, και στις δύο περιπτώσεις υπήρχαν ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες για τις κρίσεις. Σε αυτή την περίοδο επιβλήθηκε σε ολόκληρη την Ευρωζώνη ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα το οποίο εν πολλοίς έχει οδηγήσει σε δυσμενή κοινωνικοοικονομικά αποτελέσματα.

Η πανδημία του COVID-19 αποτέλεσε ένα επιπλέον σημείο καμπής για την ΕΕ. Έγινε κατανοητό ότι οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές εάν η ΕΕ επέμενε στους όρους και τις προϋποθέσεις του Συμφώνου Σταθερότητας. Τον Απρίλιο του 2020 σε συνεδρίαση του Eurogroup λήφθησαν αποφάσεις για νομισματική και δημοσιονομική χαλάρωση. Ταυτόχρονα υπήρξε δήλωση με την οποία γινόταν παραδοχή ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η προηγούμενη κρίση – αυτή της Ευρωζώνης- θα μπορούσε να ήταν καλύτερος.

Το Brexit αποτέλεσε άλλη μια οπισθοδρόμηση για την ΕΕ. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης αρκετοί παράγοντες και αναλυτές εξέφρασαν την άποψη ότι τελικά η Ελλάδα θα αποχωρούσε από την Ευρωζώνη. Αυτό δεν συνέβη, παρά τις πολύ σκληρές πολιτικές της Τρόικας και το βαρύ κοινωνικοοικονομικό κόστος που επιβλήθηκε στον ελληνικό λαό.

Αντ’ αυτού, είχαμε το Brexit. Αυτό δεν ήταν θετική εξέλιξη – ούτε για τη Βρετανία ούτε για την ΕΕ. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τα αίτια αυτής της εξέλιξης. Αναπόφευκτα, αυτά περιλαμβάνουν το μεταναστευτικό, τις βρετανικές αντιλήψεις για την Ένωση καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η κρίση στην Ευρωζώνη. Η Βρετανία ήταν ένας δύσκολος εταίρος- ταυτόχρονα όμως και χρήσιμος. Ούτε αποτελεί θετική εξέλιξη το γεγονός ότι σήμερα στη Γερμανία μέρος του πληθυσμού θεωρεί ως επιλογή την αποχώρηση της χώρας από την Ένωση.

Η μεταναστευτική κρίση

Μπορεί κανείς να θέσει και το ζήτημα της μεταναστευτικής κρίσης. Οι περισσότεροι πολίτες των χωρών μελών της ΕΕ θεωρούν ότι το ζήτημα αυτό δεν αντιμετωπίζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Και αναπόφευκτα αυτό οδηγεί σε κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις. Αυτός είναι ένας από τους λόγους ενίσχυσης των ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων της Άκρας Δεξιάς σε ολόκληρη την Ευρώπη. Θεωρώ ότι με μια συστηματική πολιτική εποικοδομητικής παρέμβασης στα δρώμενα της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής τα δεδομένα θα ήταν πολύ καλύτερα.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν μια μεγάλη οπισθοδρόμηση για την ΕΕ. Σήμερα η ΕΕ έχει λιγότερη ασφάλεια και λιγότερη ευημερία. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η ρωσική εισβολή και ο πόλεμος θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Με ισχυρή ευρωπαϊκή ηγεσία, θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί μια συμφωνία πριν από την εισβολή, η οποία θα ήταν πολύ καλύτερη από τη σημερινή κατάσταση. Μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να είχε λάβει υπ’ όψιν τις ανησυχίες όλων των εμπλεκόμενων μερών για την ασφάλεια και για άλλα ζητήματα.

Ταυτόχρονα, δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να αναφέρω ότι η ΕΕ αδυνατεί να υιοθετήσει τα ίδια πρότυπα σε σχέση με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος μέλος της Ένωσης από την 1η Μαΐου 2004.