Η Πίτσα Γαλάζη, η σπουδαία Κύπρια ποιήτρια, βραβευμένη με τρία Κρατικά βραβεία ποίησης, καθώς και από την Ακαδημία Αθηνών και τον τότε πρόεδρο της Ελλ. Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο, έφυγε από τη ζωή, πλήρης ποιητικών ημερών, την προηγούμενη Τρίτη 14/2. Λόγια δικά της, φόρος τιμής σε εκείνην, από δύο συναντήσεις μας για τον «Φιλελεύθερο» στο σπίτι της, στη Λεμεσό, το 2019 και το 2020.
«Το όνομά μου είναι Πίτσα Μόρτη. Βαφτίστηκα “Καλλιόπη”. Ο πατέρας μου είναι ο Ευάγγελος Μόρτης και η μητέρα μου η Μαρίτσα Δρουσιώτου. Σε κάποιο διαγωνισμό της Παντείου, το 1959, όπου ήθελα να συμμετάσχω -αν και δειλή-, φοιτήτρια πρωτοετής στην Αθήνα, στις πολιτικές επιστήμες και στην κοινωνιολογία, ήθελαν ψευδώνυμο και στο φακελάκι το πραγματικό όνομα. Εγώ έψαχνα να βρω κάποιο ανεπιτυχώς, για μέρες. Είχαμε, θυμάμαι, άσκηση κοινωνικής βιολογίας μία μέρα, φορούσα ένα γαλάζιο φουστάνι και καθόμουν προς την κορυφή του αμφιθεάτρου. Οπότε άκουσα τη φωνή του καθηγητή μου, του Γιάννη Παπαζαχαρία, να φωνάζει: “Δεσποινίς γαλάζια, το γραπτό σας παρακαλώ, γιατί ο πίσω αντιγράφει ασύστολα”. Έτσι δημιουργήθηκε το “Γαλάζη”».
«Γεννήθηκα στο Παλαιχώρι, το 1940. Υπήρξα ένα ευτυχισμένο παιδί που είχε την τύχη να ζει μέσα σε ένα πολύ ωραίο συνδυασμό γονέων, με φιλελεύθερες ιδέες. Τότε δεν υπήρχε η τηλεόραση και μελετούσαν πολύ μέσα στο σπίτι. Και οι δύο. Υπήρξε και εποχή που διάβαζε ο ένας δυνατά, για να ακούμε οι υπόλοιποι – Σταντάλ, Ουγκό, Μυριβήλη, Βενέζη, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. Θυμάμαι ακόμη χορικά από την “Αντιγόνη” που μας διάβαζε η μητέρα μου, μέχρι που τα μάθαμε απέξω. Αυτές είναι οι παιδικές μου αναφορές. Μεγάλωσα σε ένα χωριό που τα παιδιά φορούσαν για έξι μήνες παπούτσια -γιατί τους άλλους έξι κυκλοφορούσαν ξυπόλυτα- και διάβαζαν με λάμπες πετρελαίου. Ωστόσο, ευλογήθηκα να γαλουχηθώ μέσα σε ένα περιβάλλον πολύ σπουδαίων ανθρώπων. Με τον πατέρα των Μάτσηδων, τον Χριστοφή, που ήταν γείτονάς μας. Με τους Κάνθους – ο πατέρας μου ήταν πολύ στενός φίλος με τους τρεις Κάνθους, το Θεόδοτο, τον Τηλέμαχο, αλλά και τον πατέρα τους, τον Χριστόδουλο, και οι τρεις ζωγράφοι. Με το Στάθη επίσης, τον ζωγράφο από τον Ασκά. Ένα πρόσωπο που μπορεί να ήμουν ερωτευμένη μαζί του, μπορεί να ήταν ο νηπιακός μου έρωτας, όταν εκείνος ήταν 25 ετών και εγώ πέντε. Εννέα ετών ήμουνα όταν έγραψα το πρώτο μου ποίημα…».

«Στην ποίηση με ξεχώρισε το προσωπικό μου αποτύπωμα. Με τα χρόνια το απέκτησα, μη νομίζετε. Δεν γεννήθηκα μ’ αυτό. Δεν αρκεί ένα ταλέντο. Κοπίασα πολύ, μελέτησα την ποίηση και άλλων ανθρώπων. Και ταυτόχρονα ζούσα μία ζωή “πανωραία και βλαβερή”. Αλλά όλες τις εκφάνσεις της τις αντιμετώπιζα με την ποίηση. Δεν περπατώ πια, όπως βλέπετε. Αλλά η ποίηση με κρατάει όρθια! Η ποίηση με κράτησε στη ζωή και δεν πέθανα. Γιατί πήγα στον άλλο κόσμο και γύρισα. Κυριολεκτικά. Ξημερώματα Πάσχα του 2006 έπαθα εγκεφαλικό. Το ευτύχημα είναι πως δεν επηρεάστηκε η μνήμη μου και η πνευματική μου διαύγεια. Αλλά δεν μπορώ να περπατήσω πια μόνη μου, δεν μπορώ να αυτοεξυπηρετηθώ. Είναι τραγικό να κοιμηθείς καλά και να ξυπνήσεις μισή. Στη ζωή πια με κρατάει ο άντρας μου, ο φύλακας άγγελός μου, και η κόρη μας. Και, βεβαίως, η ποίηση. Η ποίηση με κρατάει ζωντανή! Γράφω κάθε μέρα. Πετάω χαρτιά κάθε μέρα, σκίζω ποιήματα – είμαι ανηλεής με τον εαυτό μου. Όταν νοσηλευόμουν στο “Μέλαθρον”, πέταξα ένα ολόκληρο βιβλίο και το έκανα ένα ποίημα εν τέλει, με τίτλο “Η γυναίκα του Λωτ”. Ξαναγράφω έπειτα. Ξαναπετάω. Σώμα με σώμα τα παλεύω τα ποιήματα. Μέχρι να πέτυχω το τέλειο. Πατρίδα μου είναι το ποίημα. Το καλό ποίημα, είναι για μένα μέγιστη ευτυχία!».
«Το νιώθω όταν γράφω ένα καλό ποίημα. Κάτι συμβαίνει μέσα μου. Κάτι απροσδιόριστο. Κάτι θείο. Πολλές φορές, ξαναδιαβάζω κάτι την επόμενη μέρα και λέω: “Μα, εγώ το έγραψα αυτό;”. Οι πληγές μου γράφουν τα ποιήματά μου. Οι λύπες μου γεννούν τα ποιήματά μου. Τα βράδια, καθώς κοιμάμαι, “γράφω” ολόκληρα κατεβατά…».

– Γράφετε μόνο όταν είστε θλιμμένη; Αγαπητέ μου, η ποίηση δεν γράφεται ποτέ από τους ευχαριστημένους! Οι ευχαριστημένοι γιατί να θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο;
– Είναι βάσανο για κάποιον το να γράφει ποιήματα; Είναι – πώς δεν είναι; Αν και δώρο… Δύο κατηγορίες ανθρώπων υπάρχουν: Οι «έμποροι» και οι «ποιητές». Αυτό, θα τολμούσα να πω, είναι μία βεβαιότητά μου απ’ το πέρασμά μου στη ζωή.
– Τι ξεχωρίζει έναν ποιητή από έναν καθημερινό άνθρωπο; Έχει αυτές τις καταραμένες τις ευαισθησίες… Αλλά δεν έχει βρομιά.
– Πληγώνεστε συχνά; Πληγώνομαι πολύ… Αν δεν ήμουν ευαίσθητη, όμως, δεν θα ήμουν ποιήτρια.
– Θα προτιμούσατε να είχε περισσότερη πεζότητα η ζωή σας; Έτσι γεννήθηκα. Δεν διάλεξα την ποίηση. Ωστόσο, είναι και άνθρωποι που ζουν ποιητικά, αν και δεν έχουν γράψει ούτε ένα ποίημα στη ζωή τους. Τέτοιος είναι ο άντρας μου, ο πολύτιμός μου Πανίκος. Τέτοιοι ήταν και οι γονείς μου. Είχαν ποιητική ψυχή. Έκλαψα πολύ με το θάνατο του πατέρα μου, το 1992 – γοερά. Επίσης, κάθε φορά που ακούω απ’ τις ειδήσεις ότι κηδεύεται κάποιος αγνοούμενος, εγώ κλαίω.

– Δεν βγαίνετε καθόλου από το σπίτι, για να κάνετε βόλτες; Δεν είναι εύκολο. Κοιτάξτε πόσο ωραία φαίνεται η θάλασσα από τη τζαμαρία… Αυτή τη θάλασσα εγώ μόνο τη βλέπω, δεν θα μπορέσω ποτέ ξανά να την περπατήσω.
– Σας στενοχωρεί αυτό; Βαδίζω μ’ ό,τι έχω.
– Τι είναι θαύμα για σας; Η αθανασία.
– Σας απασχολεί το να μείνετε αθάνατη; Όχι. Δε με ενδιαφέρει καθόλου αυτό. Δεν ανήκω σ’ αυτούς που ονομάζουν τους εαυτούς τους «μεγάλους ποιητές». Μακάρι να μείνουν μερικοί στίχοι μου… Ο Αντώνης Τρίτσης, όποτε μ’ αγκάλιαζε, μου ψιθύριζε στο αφτί, από μνήμης, ένα απόσπασμα ποιήματός μου για τον Κυριάκο Μάτση: «Μ’ ακούς, Κυριάκο; Πρέπει να σώσω στη φωνή μου / ότι ο χρόνος / κράχτης του θανάτου απειλεί. / Εσείς τουλάχιστον διαλέξατε το θάνατό σας / μα, το δικό μας θάνατο / άλλοι επεξεργάζονται…». Αυτό το ποίημα, πιστεύω πως θα παραμείνει.
– Σας λυπεί που επεξεργάζονται άλλοι το θάνατό μας; Θα ‘θελα να διαλέξω το θάνατό μου. Είναι «τύχη» το να μπορείς να διαλέγεις εσύ, ποιο θάνατο θέλεις – ηρωικό, πεζό, στο κρεβάτι ή όρθιος. Δεν με νοιάζει το αν θα πεθάνω. Με φοβίζει μόνο ο πόνος. Κι ο θάνατος αυτών που αγαπώ. Για τον εαυτό μου, δεν με απασχολεί. Ποτέ δεν με απασχόλησε ο εαυτός μου. Εξάλλου, σπάνια σου επιστρέφεται η γενναιοδωρία. Ρουφούσα δηλητήριο σαν δάγκωμα φιδιών, πολλές φορές.

– Το «πανταχού απούσα» που γράφετε κάπου, είναι κυριολεκτικό; Είναι. Λείπω. Από παντού. Αλλά διαδηλώνω τη ζωή με την ποίησή μου. Δεν έχω άλλο μέσο… Γερνάω, αλλά έχω βρέφη όνειρα. Που, μπουσουλώντας, μου τραβάνε το φουστάνι.
– Ω! Υπέροχο! Η ψυχή μου δεν γέρασε ποτέ! Είμαι νέα. Με απογοητεύει βέβαια το σώμα μου που μ’ αφήνει. Και σκέφτομαι: Έτσι νιώθουν οι άνθρωποι κι όταν πεθαίνουν; Γιατί είναι τραγικό να πεθαίνεις με νεαρή ψυχή.

* Η κεντρική φωτογραφία είναι του Γιάννη Χατζηγεωργίου (Λεμεσός, Μάρτιος 2019).
xatzigeorgiou@yahoo.com
Ελεύθερα, 19.2.2023