«Συγγνώμη» της Μάρτα Μπουτσάκα σε σκηνοθεσία Άδωνη Φλωρίδη. 

Συζητάμε συνεχώς για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας και τις μεγάλες προκλήσεις που περιέχει. Όσο κι αν αναζητούμε τεχνικές αντιμετώπισης, συνταγές επιτυχίας ή εγχειρίδια χρήσης προκειμένου να διαβούμε το ένδοξο ναρκοπέδιο της γονεϊκότητας, τελικά όλοι κάνουμε τον κουρέα στου κασίδη το κεφάλι. Και οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στη διαπίστωση ότι αποτελεί και ανάλογο καθήκον των παιδιών η διαπαιδαγώγηση των γονέων.

Πριν από λίγο καιρό, ο 16χρονος μοναχογιός μου με ρώτησε μεταξύ σοβαρού και –ελπίζω- αστείου, αν είναι δα και τόσο μεγάλη υπόθεση το να κουβαλάει πάνω του ένα παιδί στην ηλικία του ένα σουγιά. Παρά το γεγονός ότι είναι σαφές πως κληρονόμησε το κατάμαυρο χιούμορ από τον πατέρα του, έκανα φευγαλέα μια υποθετική σκέψη πώς θα αντιδρούσα αν πράγματι το παιδί μου θα έβλαπτε ποτέ έναν άλλον άνθρωπο. Η αλήθεια είναι ότι μάγκωσα και δεν ήμουν σίγουρος αν έπρεπε να το κρατήσω στη σφαίρα του αστείου και να το αντιστρέψω ή όχι.

Εν πάση περιπτώσει, τα όσα διαμείφθηκαν θα μείνουν μεταξύ μας. Το θέμα είναι ότι η παραγωγή της ΕΘΑΛ με το σχετικής θεματολογίας έργο της Καταλανής Μάρτα Μπουτσάκα «Συγγνώμη» (ή Plastilina) ήρθε πάνω στην ώρα και φρόντισα να το δούμε μαζί. Όχι γιατί θα παίρναμε κι οι δυο τις απαντήσεις μας, αλλά γιατί πιθανότατα θα έσπερνε γονιμότερους προβληματισμούς και αναζητήσεις απ’ ότι η ήδη απομυθοποιημένη πατρική συμβουλή και παρότρυνση.

Το έργο γράφτηκε το 2007 κι έχει ως έναυσμα ένα πραγματικό συμβάν στη Βαρκελώνη δυο χρόνια νωρίτερα, που πρόλαβε να κάνει τον γύρο του κόσμου και στην προ-ΜΚΔ εποχή. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής, τρεις Ισπανοί έφηβοι έκαψαν ζωντανή μια άστεγη γυναίκα μέσα σ’ ένα θάλαμο ATM, έτσι για την πλάκα τους. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι ήταν φαν της ταινίας του Κιούμπρικ «Κουρδιστό Πορτοκάλι» και του ρατσιστικού συγκροτήματος Estirpe, δηλ. Καταγωγή (συγγνώμη, Στάνλεϊ που το έβαλα στην ίδια πρόταση) κι ότι είχαν εμμονή με το βίαιο βιντεοπαιχνίδι Counterstrike.

Ν’ ανοίξω μια παρένθεση εδώ και να θυμίσω ότι ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ είχε απαγορεύσει την προβολή αυτής της ταινίας του στην Αγγλία μέχρι τον θάνατό του, ενοχλημένος για τη δημόσια κριτική που δέχτηκε εξαιτίας της διασύνδεσής της μ’ ένα κύμα βίας στη χώρα, με απεχθείς πράξεις που αντέγραφαν σκηνές από την ταινία. Ο ίδιος απάντησε ότι η βία υπήρχε πάντοτε στην τέχνη, από τη Βίβλο και τον Όμηρο, μέχρι τον Σέξπηρ. Κι ότι ποτέ ένα προϊόν τέχνης δεν προκάλεσε κοινωνική ζημιά. Δεν μπορώ να μη συμφωνήσω μαζί του, παρατηρώντας ότι είναι πολύ βαθύτερα τα αίτια αυτής της αναίτιας, απίστευτης αγριότητας βίας, εκδηλωμένης σε ανύποπτο χρόνο σε βάρος αδύναμων ανθρώπων. Δεν ξέρεις από πού να το περιμένεις και είναι να μη σου τύχει. Να μη σου τύχει να είσαι το θύμα ή γονιός του θύτη.

Το έργο της Μπουτσάκα δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας και δραματουργικού βάθους. Μοιάζει βγαλμένο από κάποιο εργαστήριο θεατρικής γραφής, με σίγουρη συνταγή και αναμενόμενες ψυχολογικές διακυμάνσεις. Ποντάρει όμως στη ζουμερή και ενοχλητική αλήθεια, γι’ αυτό και βρίσκει στόχο. Η ιστορία δεν εξελίσσεται ευθύγραμμα, ωστόσο τα άλματα στον χρόνο δεν μπερδεύουν τον θεατή που κρατάει γερά στα χέρια από την πρώτη κιόλας σκηνή το αφηγηματικό νήμα. Στη διαδικασία ανατομίας και κατανόησης των μηχανισμών που οδηγούν στη νεανική βία -ή τη βία γενικότερα, ως μαμή της ιστορίας (και της τέχνης)- αλλά και στην εξοικείωση μαζί της, έχει ως εργαλείο μια χειρουργικά νατουραλιστική, «δημοσιογραφική» θεώρηση. Ανιχνεύει την αντικειμενικότητα, θέτοντας έναν καθρέφτη ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνική πραγματικότητα, υποδεικνύοντας πιθανούς τρόπους που επηρεάζουν τον εύπλαστο χαρακτήρα των νέων.

Σ’ αυτή την αλήθεια ποντάρει και ο σκηνοθέτης, που βρίσκει τον τρόπο και τα εφόδια για ν’ακολουθήσει τον συλλογισμό της συγγραφέως για το πώς η βία κατέστη αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτισμικής έκφρασης της ανθρωπότητας, αλλά και πώς συνδέεται εγγενώς με το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα. Ο Άδωνις Φλωρίδης δεν προσπάθησε να ωραιοποιήσει σκηνικά ένα τόσο άσχημο θέμα. Ευτύχησε να έχει στα χέρια του τη γάργαρη μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, με γλώσσα θεατρικότατη και ταυτόχρονα λαϊκή, κοφτή, καθημερινή. Προπόνησε καλά και κούρδισε σωστά την επτάδα των ηθοποιών του, αφήνοντάς τους πάνω στις ράγες της ρεαλιστικότητας, ανασυνθέτοντας επί σκηνής πτυχές των γεγονότων αλλά και την ψυχολογική και αφηγηματική τους απεικόνιση. Κάθε λέξη εκτοξεύει φαρμακερά βέλη, που σχεδόν… σκύβαμε να μη μας πετύχουν. Ο θεατής εισπράτει με δέος και ενσυναίσθηση την πορεία των γεγονότων και την ψυχική συντριβή των ηρώων, παράλληλα με το κοινωνικό σχόλιο που τα συνοδεύει.

Οι ηθοποιοί, τόσο οι νέοι, όσο και οι εμπειρότεροι, δείχνουν κυρίαρχοι στους χαρακτήρες που πλάθουν. Έχουν αυτοπεποίθηση, αέρα και κατακτούν τους υποκριτικούς στόχους. Ο σκηνοθέτης τους καθοδηγεί και ως προς τη χροιά αλλά και την ταχύτητα εκτόξευσης των λέξεων, ανάλογα με την ψυχική διάθεση της στιγμής. Η ομαδική εργασία άνοιξε το βαρύ καπάκι του υπονόμου της βίας και των επιπτώσεών της, δημιουργώντας μια ποιητικά αποπνικτική ατμόσφαιρα. Σ’ αυτό έπαιξαν ρόλο οι προσανατολισμένοι φωτισμοί του Βασίλη Πετεινάρη, μαζί με τη σκηνογραφική και ενδυματολογική παρέμβαση του Γιώργου Γιάννου που έστησαν τον κλοιό του τραγικού μικρόκοσμου κομμάτι- κομμάτι μέσα στο μυαλό μας. Το ψυχαναλυτικά τεκμηριωμένο ηχητικό τοπίο της Χριστίνας Γεωργίου απελευθερώνει τα υπόγεια ρεύματα του πόνου και της απόγνωσης.

Μόνο το γεγονός ότι φεύγοντας διαπίστωσα ότι στον γιο μου είχε κοπεί η όρεξη για πλάκα πάνω σε τέτοια ζητήματα, ήταν μια μικρή «νίκη» της θεατρικής τέχνης, αλλά και της ΕΘΑΛ που έκανε τη συγκεκριμένη ρεπερτοριακή επιλογή. Και μάλιστα, με τρόπο ευγενικό και ουσιώδη, χωρίς να τον τρομάξει ή να του κουνήσει το δάχτυλο. Η σκέψη που κάνω είναι, πέρα από τις μετρημένες, «υποχρεωτικές» παραστάσεις σε Λεμεσό και Λευκωσία, κατά πόσον τέτοιες επιλογές θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν περαιτέρω και για οργανωμένες παραστάσεις σε παγκύπρια βάση, τουλάχιστον στα Λύκεια.

Αλλά, ξέχασα: Πλέον έχει αποδεσμευτεί και τυπικά ο Πολιτισμός από την Παιδεία. 

Ελεύθερα, 9.4.2023