Ο Λουίτζι Πάλμα ντι Τσεσνόλα, Αμερικανός πρόξενος στην Κύπρο του 19ο αιώνα, «απέκτησε» έναν τεράστιο θησαυρό από κυπριακές αρχαιότητες -ένα σύνολο 35.000 αντικειμένων- τα περισσότερα από τα οποία πώλησε το 1872 στο τότε νεοσύστατο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, πριν γίνει ο πρώτος του διευθυντής ως τον θάνατό του το 1904. Η συλλογή αυτή και η ιστορία της έδωσαν το έναυσμα στη Λονδρέζα εικαστικό για τη δημιουργία της έκθεσης «Ταξιδιώτες συνείδησης» στην Art Seen.
– Τι σας ώθησε να δημιουργήσετε μια σειρά γλυπτών εμπνευσμένα από αρχαιότητες που έκλεψε από την Κύπρο ο Τσεσνόλα τον 19ο αιώνα; Στη διάρκεια της έρευνας μου για την έκθεση, ανακάλυψα την ιστορία του Τσεσνόλα και των λεηλασιών του. Θέλησα να φέρω ξανά στο προσκήνιο την καταπληκτική συλλογή αντικειμένων και να αναδείξω την ιστορία τους. Επίσης με ενδιέφερε να δημιουργήσω σύγχρονους παραλληλισμούς για τον τρόπο με τον οποίο είχε «αποκτήσει» και υπεξαιρέσει αντικείμενα απ’ όλο τον κόσμο. Μου αρέσουν πολύ οι μορφές της συλλογής -τα αγγεία και τα ζώα, τα καθημερινά και τα τελετουργικά αντικείμενα- και προσπάθησα να αποτυπώσω το χιούμορ και την «ανθρώπινη» φύση τους, τόσο στη σειρά ελαιογραφιών «Συγχωνεύσεις και εξαγορές» όσο και στα γλυπτά.
– Για τα γλυπτά χρησιμοποιήσατε υλικά που βρήκατε στους δρόμους της Λευκωσίας. Πώς επιδρά το αστικό τοπίο στα χρώματα και τις μορφές των έργων σας; Το αστικό τοπίο είναι αυτό που τροφοδοτεί την πρακτική μου – το πώς εμείς οι άνθρωποι πλοηγούμαστε, δημιουργούμε και κινούμαστε γύρω από τους δομημένους χώρους και τα συστήματά μας. Η ιδέα μου ήταν να συλλέξω αντικείμενα από τη Λευκωσία, που είτε είχαν πεταχτεί είτε προορίζονταν για ταφή. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η κεντρική ενότητα της έκθεσης «What I am I Will Not See», η πρώτη ομάδα χρωματιστών γλυπτών που συναντά ο επισκέπτης. Τα χρώματα και οι τραχιές επιφάνειες απομακρύνουν το έργο από τα αυθεντικά αντικείμενα της συλλογής Τσεσνόλα, δημιουργώντας νέες σχέσεις μεταξύ της ώχρας και των ροζ, μπλε και πράσινων χρωμάτων τους, διανθισμένα με μικρές πινελιές μαύρου ή κίτρινου χρώματος.

– Το χρώμα παίζει σημαντικό ρόλο στη δουλειά σας. Πώς επιλέγετε τα χρώματα που χρησιμοποιείτε; Στόχος μου είναι να δημιουργήσω συνομιλίες μεταξύ των αντικειμένων μέσω του χρώματος. Ξεκινάω με μια ιδέα για μια παλέτα. Σε αυτή την περίπτωση θέλησα να χρησιμοποιήσω διακριτικά αλλά έντονα χρώματα, συχνά συμπληρωματικά, σε διαφορετικά υλικά όπως ελαιοχρώματα, τσιμέντο και μωσαϊκό. Αναμιγνύω και παίζω με τα χρώματα, αλλά μόνο όταν το έργο ολοκληρωθεί μπορώ να δω την πραγματική τους επίδραση, γι’ αυτό συχνά χρειάζεται να ξεκινήσω ξανά για να πετύχω ακριβώς την απόχρωση που θέλω, «ανασκάπτοντας» ή αποκαθιστώντας ένα έργο. Το χρώμα επηρεάζεται από το μέγεθος και το σχήμα, το φως και την επιφάνεια που καταλαμβάνει. Βλέπω το χρώμα ως υλικό και όχι ως επιδερμίδα πάνω σε μια μορφή. Το γκρι/μπλε τσιμέντο του πέτρινου κύκλου «HENGE Thea’s Moment of Silence» για παράδειγμα, προσδίδει στο έργο ένα διάχυτο φως και μια στερεότητα.
– Μέσω αυτής της έκθεσης επιδιώκετε να προβληματίσετε σχετικά με τη στάση της Δύσης απέναντι στην κληρονομιά άλλων πολιτισμών; Με ενδιαφέρει πόσες αδιευκρίνιστες ιστορίες υπάρχουν και πόσο λίγη ευαισθητοποίηση γι’ αυτές τις χώρες από τις οποίες νόμιζαν ότι είχαν το δικαίωμα να πάρουν ό,τι δεν τους ανήκε. Η αυστραλιανή καλλιτέχνης και πανεπιστημιακός Diana Wood Conroy, στο κείμενό της για την έκθεση, αναφέρει: «Η Clare Burnett σαν μια σύγχρονη αρχαιολόγος έψαξε στη γη της Κύπρου και βρήκε πεταμένα αντικείμενα της καθημερινότητας, όχι λεηλατημένα όπως ο Τσεσνόλα. Τα χρησιμοποιεί με έναν λεπτό και χιουμοριστικό τρόπο ανασυνθέτοντας ό,τι ξηλώθηκε, φέρνοντας έναν απόηχο των χαμένων θησαυρών πίσω στον τόπο προέλευσής τους…».
– «Ταξιδιώτες συνείδησης» είναι ο τίτλος της έκθεσης. Οι ταξιδιώτες είναι τα ίδια τα αντικείμενα; Ναι, οι ταξιδιώτες παραπέμπουν στη μετακίνηση ανά τον κόσμο της κυπριακής συλλογής και των σύγχρονων αντικειμένων και υλικών της έκθεσης, αλλά και στις μελλοντικές μας ανησυχίες. Στον 21ο αιώνα, η στάση μας απέναντι στην απόκτηση και απόρριψη αντικειμένων μοιάζει περίπλοκη και συγκρουσιακή. Τα διάφορα υλικά που χρησιμοποιώ στα έργα της έκθεσης μπορεί να είναι ευτελή, όπως το μπετόν και το πλαστικό, ωστόσο κάποτε μπορεί να αποτελέσουν υλικό της μελλοντικής αρχαιολογίας.
– Οι σπουδές σας στην αρχιτεκτονική πώς επηρέασαν το εικαστικό σας έργο; Πράγματι, ως αρχιτέκτονας δεν βλέπω ποτέ τα αντικείμενα μεμονωμένα αλλά μάλλον σε σχέση με τον χώρο γύρω τους – τόσο φυσικά όσο και εννοιολογικά. Στην έκθεσή μου στην Art Seen τα γλυπτά σχετίζονται με τον χώρο της γκαλερί καθώς και με τον δρόμο έξω από αυτήν. Όμως, καθώς είναι φτιαγμένα με καθημερινά αντικείμενα, ελπίζω ότι θα επηρεάσουν επίσης την αντίληψη των επισκεπτών μακριά από την γκαλερί, καθώς η προσοχή τους εστιάζει σε οικεία στοιχεία που μπορεί να μην είχαν παρατηρήσει πριν.
– Η δουλειά σας πραγματεύεται θέματα καταναλωτισμού. Πώς προσεγγίζετε αυτό το θέμα; Μου αρέσει να εργάζομαι στις γκρίζες ζώνες – στους χώρους των «δύσκολων αποφάσεων» που όλοι μας καταλαμβάνουμε καθώς εξισορροπούμε τις περιπλοκές της σύγχρονης ζωής. Είναι υπέροχο που στο Ηνωμένο Βασίλειο μπορούμε να τρώμε λεμόνια από την Κύπρο και φασόλια από την Κένυα, ή που μπορούμε να αγοράζουμε μπουκάλια νερό ή φθηνά ρούχα, αλλά κάθε φορά που το κάνουμε αυτό μπαίνει ένα ερώτημα και ένα δίλημμα για την προέλευση αυτών των αντικειμένων. Το ενδιαφέρον μου είναι να προσελκύσω την προσοχή σε αυτά τα μοναδικά «διλήμματα» του 21ου αιώνα.
– Ο χώρος της Art Seen τι ρόλο έπαιξε στην δημιουργία των έργων; Η Art Seen υπήρξε κεντρικό στοιχείο για τη δημιουργία του έργου. Η Μαρία Στάθη είναι μια εξαιρετική επιμελήτρια – όχι μόνο όσον αφορά τον τρόπο τοποθέτησης του έργου στην γκαλερί, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο διατηρεί επαφή με τον καλλιτέχνη, κάνοντας οξυδερκείς ερωτήσεις, προκαλώντας και υποστηρίζοντας το έργο του. Η αρχιτεκτονική του χώρου βοήθησε επίσης στο άνοιγμα προς τη λεωφόρο Μακαρίου και επέτρεψε στις διάφορες ομάδες έργων να συνομιλήσουν τόσο μεταξύ τους όσο και με τον εξωτερικό χώρο.
– Απ’ ό,τι ξέρω, δουλεύετε ήδη στο νέο σας πρότζεκτ που εστιάζει σ’ ένα επίκαιρο θέμα, αυτό των παρακολουθήσεων. Πώς το προσεγγίζετε; Αυτή τη στιγμή ετοιμάζω ένα νέο έργο για την πρόσοψη της Βασιλικής Εταιρείας Γλυπτών στο Λονδίνο, το οποίο επίσης θα σχετίζεται με τον χώρο. Μέσα από το έργο αυτό θέλω να στρέψω την προσοχή σε ένα δίλημμα του 21ου αιώνα που αφορά τα οφέλη και τα μειονεκτήματα τού να σε παρακολουθούν. Η καθημερινότητά μας είναι γεμάτη με κάμερες ασφαλείας στους δρόμους, με κάμερες στα τηλέφωνα και στις εισόδους των σπιτιών, που μπορεί να χρειάζονται για την ασφάλεια μας αλλά από την άλλη εγείρονται πολλά άλλα ερωτήματα.
- Art Seen (22006624). «Ταξιδιώτες συνείδησης» της Clare Burnett με γλυπτά εμπνευσμένα από αντικείμενα που αφαίρεσε από την Κύπρο ο Λουίτζι Πάλμα ντι Τσεσνόλα τον 19ο αιώνα. Μέχρι 24 Μαΐου.
Ελεύθερα 30.4.2023