Έχουν περάσει 56 χρόνια από τότε που ο Θανάσης Παπαγεωργίου πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή και ωστόσο παραμένει ο ίδιος ταπεινός εργάτης του ελληνικού θεάτρου. Τα τελευταία 47 ίδρυσε, «τρέχει» και υπηρετεί ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας το Θέατρο Στοά με κύριο μέλημα το νεοελληνικό έργο και την ιθαγενή ερμηνεία του. Μέχρι τον περασμένο Μάιο διατελούσε πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Θεάτρου έχοντας την ευκαιρία μετά από μια τριετή θητεία στο πηδάλιο της πρώτης κρατικής σκηνής της Ελλάδας να ατενίσει τη θεατρική πραγματικότητα από ένα διαφορετικό πόστο. Η ΕΘΑΛ τον φιλοξενεί στην Κύπρο στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων της παράστασης με το έργο του Μποστ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», ως κύριο ομιλητή της ημερίδας γνωριμίας με το πολύπλευρο έργο του ανεπανάληπτο Έλληνα χιουμορίστα. Δείχνοντας άλλωστε εμπιστοσύνη επί δεκαετίες στο ελληνικό έργο, γνωρίζει όσο λίγοι τη δουλειά του Μποστ με τον οποίο ανέπτυξε στενή συνεργασία κι έχει ανεβάσει στη Στοά πολλά από τα έργα του. Με την αφορμή αυτή μιλά στον «Φ».
Πώς έγινε η γνωριμία σας με τον Μποστ; Τον Μποστ τον γνώρισα ως θεατή στις παραστάσεις μου. Ερχόταν ανελλιπώς σε πολλές από αυτές παρέα με τον Πάρι Τακόπουλο ή τον Μίκη Θεοδωράκη. Κάποια στιγμή, το 1987, ο θεατρικός επιχειρηματίας Βαγγέλης Λιβαδάς θέλοντας να τιμήσει το έργο του Μποστ, πρότεινε να γίνει μια παράσταση με αφορμή τα 40 χρόνια δημιουργίας του. Μου πρότεινε να τη σκηνοθετήσω. Κι έτσι κάναμε το «40 χρόνια Μποστ» στο Θέατρο Σμαρούλα, ένα μουσικοθεατρικό σπονδυλωτό θέαμα, σε μουσική του Βασίλη Δημητρίου. Αυτά έγιναν το καλοκαίρι του ‘87. Τον ίδιο χειμώνα του ζήτησα να ανεβάσω στη ΣΤΟΑ τη «Φαύστα». Δέχτηκε. Ήτανε μια μεγάλη επιτυχία. Κι έτσι ξεκίνησε η στενή μας συνεργασία, όχι μόνο μαζί του, αλλά πάντα και με τον Βασίλη Δημητρίου, που ήταν ο αγαπημένος του συνθέτης και φίλος. Οι τρεις μας, μαζί με τη Λήδα Πρωτοψάλτη, μόνιμη πρωταγωνίστρια της Στοάς, γίναμε μια τετράδα και ανεβάσαμε όλα τα υπόλοιπα έργα του, με ιδιαίτερη επιτυχία.
Πόσο λείπει το αιχμηρό του πνεύμα σήμερα; Καλλιτέχνες όπως ο Μποστ, είτε ως θεατρικός συγγραφέας, είτε ως κειμενογράφος, είτε ως ζωγράφος, δεν είναι εύκολο να υπάρξουν. Όχι πως δεν διαθέτουμε έξυπνους σατιρικούς συγγραφείς ή καταπληκτικούς ζωγράφους. Αλλά η ιδιομορφία της τέχνης του Μποστ είναι κάτι που δύσκολα θα επαναληφθεί, επειδή διέθετε μια πολύ ιδιαίτερη ματιά και, το κυριότερο, κάτι που δεν μπορεί κανείς να το μιμηθεί.
Πώς κρίνετε τη θεατρική παραγωγή των τελευταίων ετών στην Ελλάδα; Είμαι από τους πρώτους που δήλωσε την ανησυχία του γι’ αυτήν την πληθώρα προσφοράς πολιτιστικού προϊόντος. Όσο περνάει ο καιρός δυστυχώς δικαιώνομαι, γιατί το επίπεδο χαμηλώνει συνεχώς. Οι τραγωδίες ανεβοκατεβαίνουν σαν να είναι παιδικά ποιηματάκια, οι ηθοποιοί τα παίζουν όλα με την ίδια ευκολία και με ελάχιστες πρόβες χωρίς ουσιαστική προετοιμασία, οι αίθουσες πολλαπλασιάζονται διαρκώς χωρίς να πληρούν τις υποτυπώδεις απαιτήσεις και – το κυριότερο – οι θίασοι απαρτίζονται από νεαρούς ηθοποιούς χωρίς παιδεία και καμία εμπειρία. Ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης θεατρικής παραγωγής, έτσι όπως γίνεται, με αφήνει εντελώς αδιάφορο γιατί αφορά ένα τεράστιο τίποτα. Κι από το τίποτα θα βγει τίποτα.
Πώς αξιολογείτε τη σύγχρονη ελληνική θεατρική γραφή; Γράφεται πολύ θέατρο, αυτό είναι αναμφισβήτητο, αλλά δεν βρίσκω πολλούς συγγραφείς που να εκκινούν με στόχο μια συνομιλία με το κοινό. Οι περισσότεροι καταπιάνονται με τη συγγραφή περισσότερο μιμούμενοι κάποιους άλλους (συνηθέστατα τηλεοπτικές σειρές), αλλά ελάχιστοι είναι εκείνοι που «καίγονται» πραγματικά να πουν κάτι. Πιστεύω ότι αν κάποιος δεν έχει να πει κάτι, καλύτερα να μην μιλάει καθόλου, ειδικά μέσω της θεατρικής διαδικασίας, επειδή το θέατρο απαιτεί πολύ σοβαρή αντιμετώπιση δεδομένου ότι απευθύνεται σε κάποιους, πολλούς αν όχι όλους, που έχουν ανάγκη να μάθουν κάτι απ’ αυτό. Ο κόσμος δεν πηγαίνει στο θέατρο μόνο για να διασκεδάσει, θέλει και να ψυχαγωγηθεί ακόμη και μέσω μιας απλής κωμωδίας.
Ποια εποχή του νεοελληνικού θεάτρου νοσταλγείτε περισσότερο; Δεν είναι θέμα νοσταλγίας, είναι μια πραγματικότητα. Δυστυχώς το θέατρο είχε μια μεγάλη άνθιση κατά και αμέσως μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Φαίνεται ότι ο άνθρωπος πρέπει να ζει μέσα σε δύσκολες συνθήκες για να θελήσει την αλλαγή τους.
Δηλαδή, τώρα οι συνθήκες είναι καλές; Όχι δεν είναι καθόλου καλύτερες. Απλώς τώρα ο άνθρωπος δεν βλέπει τον εχθρό καθαρά, όπως φαίνεται μέσα σ’ ένα απόλυτο καθεστώς, επειδή σε συνθήκες όπως οι τωρινές, ο εχθρός καλύπτεται πίσω από διάφορα ΔΝΤ και Eurogroup, αξιολογήσεις και μνημόνια. Τότε, την εποχή που δημιουργήθηκαν νέοι θίασοι θέλοντας βασικά να χτυπήσουν το φίμωμα, τη στέρηση της πνευματικής ελευθερίας και της έκφρασης και ό,τι άλλο απαγορεύει ένα τυραννικό καθεστώς, όλοι μας καιγόμασταν ν’ αποτινάξουμε τον βασανιστή, τον πατριδοκάπηλο, τον σφετεριστή. Τώρα όλοι είναι ευχαριστημένοι επειδή αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία. Αυτή τη Δημοκρατία όμως ονειρευτήκαμε;
Οι Έλληνες έχουν τους θεατρανθρώπους που τους αξίζουν; Και θεατρανθρώπους έχουμε και σπουδαίους σκηνοθέτες και καταπληκτικούς ηθοποιούς και συγγραφείς και σκηνογράφους και μουσικούς. Όπως έχουμε και πολύ κακούς, στο κάθε είδος. Το έχω πει πολλές φορές κι έχει γίνει σλόγκαν: κάθε θεατής είναι άξιος του θεάτρου που παρακολουθεί και κάθε ηθοποιός του κοινού του.
Τι θα συμβουλεύατε τους νέους καλλιτέχνες; Τίποτε περισσότερο από το αυτονόητο: ν’ αγαπάνε τη δουλειά τους, αφού μάθουν ποιος είναι ο στόχος της. Κυρίως αυτό το τελευταίο.
Σε ποιο βαθμό άλλαξε ο τρόπος που βλέπετε το θέατρο μετά τη θητεία σας στο ΔΣ του Εθνικού; Ούτε εγώ άλλαξα σε κάτι μετά από τη θητεία αυτή – εμμένω πεισματικά σ’ ένα θέατρο που να απευθύνεται στον Λαό – ούτε και το Εθνικό θα αλλάξει. Δεν περίμενα και δεν περιμένω καμία ουσιαστική αλλαγή στο Θέατρο μέσα από μία Κρατική Σκηνή, για τον απλούστατο λόγο ότι έτσι όπως λειτουργούν αυτοί οι καλλιτεχνικοί οργανισμοί δεν μπορούν να αλλάξουν τίποτα στην υπόθεση Θέατρο, επειδή ο τρόπος λειτουργίας τους δεν διαφέρει και πολύ από τη λειτουργία οποιουδήποτε κρατικού μηχανισμού. Κι αυτό επειδή το Κράτος δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τις Τέχνες. Αντίθετα, τις αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι. Άλλωστε είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οι σημαντικές αλλαγές στην Τέχνη μας δεν έχουν γίνει ποτέ από τα Κρατικά Θέατρα. Αν δεν υπήρχε το λεγόμενο ελεύθερο θέατρο δεν θα είχε γίνει καμία πρόοδος σε κανένα τομέα, εκτός από τον τεχνολογικό. Αλλά το θέατρο μόνο τεχνολογία δεν είναι.
Τελικά, το θέατρο είναι τι κάνεις ή με ποιους το κάνεις; Τίποτα από τα δύο. Το Θέατρο είναι για ποιον το κάνεις.
* Περισσότερα για την παράσταση και την ημερίδα εδώ.