Λίγο πριν πεθάνει, ο σπουδαίος Έλληνας γλύπτης είχε σχεδιάσει την έκθεσή του στην Κύπρο, με τις χαρακτηριστικές κόκκινες αυτοβιογραφικές γλυπτικές φιγούρες, η οποία παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στη Λευκωσία, στην Golden Gallery by Kapatays. Με αυτή την αφορμή η -επίσης γλύπτρια- σύζυγός του Αφροδίτη Λίτη σκιαγραφεί το πορτρέτο του καλλιτέχνη και συντρόφου της ζωής της.
 
Η πρώτη φορά που παρουσίασε δουλειά του στην Κύπρο ο Γιώργος Λάππας ήταν στην γκαλερί Διάσπρο το 2004, έπειτα από πρόσκληση της Χαράς Μεταξά και του Ιωάννη, όπως έκαναν άλλωστε και με πολλούς άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες από τον χώρο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, τους οποίους σύστησαν στο κυπριακό κοινό. Έκτοτε, ο καλλιτέχνης ανέπτυξε στενές σχέσεις με την Κύπρο και με Κύπριους συλλέκτες που τον είχαν στηρίξει στο ξεκίνημα της πορείας του. «Αγαπούσε πολύ το νησί. Ο Δάκης Ιωάννου παρακολουθούσε ανελλιπώς τη δουλειά και την εξέλιξή του. Στη συλλογή του έχει έργα από πολλές ενότητες. Ήταν πολύ φίλος και με τον Δημήτρη Πιερίδη, που τον στήριξε στα πρώτα του βήματα», λέει η σύζυγός του, γλύπτρια Αφροδίτη Λίτη, η οποία επιμελείται, μαζί με την ιστορικό τέχνης Θάλεια Στεφανίδου, την έκθεση με έργα του Λάππα στην Golden Gallery by Kapatays. Η τωρινή έκθεση στην Κύπρο είχε προγραμματιστεί πριν από το θάνατό του, το 2016 και παρουσιάζεται όπως την είχε σχεδιάσει ο ίδιος ο Λάππας. 
 
Γεννημένος στο Κάιρο το 1950, ο καλλιτέχνης μεγάλωσε σε μια εύπορη οικογένεια με ρίζες από τη Νάουσα. Οι παππούδες του από την πλευρά τού πατέρα του διατηρούσαν στο Κάιρο ένα ζαχαροπλαστείο, το Delicadessen Lappas. Το 1958, με τον πόλεμο του Σουέζ, η οικογένεια έφυγε από την Αίγυπτο και επέστρεψε στην Ελλάδα. Η ζωή και οι μνήμες από τα παιδικά του χρόνια στην Αίγυπτο επηρέασαν σημαντικά το έργο του. 
 
Ο ίδιος έχει πει σε μια συνέντευξή του: «Πήγαινα πάρα πολύ συχνά με τον πατέρα μου στο μουσείο του Καΐρου κι έβλεπα τις χιλιάδες των έργων, που είχαν διαφορετικά μεγέθη. Κι επειδή ακριβώς ήταν χιλιάδες -ή ας πούμε 100- μέσα σε μια βιτρίνα, από τότε μου φαινόταν ολωσδιόλου ξένη, για να μην πω αποκρουστική, η μανία της ευρωπαϊκής τέχνης να παρουσιάζει μία-μία τις φιγούρες. Μου φαινόταν δηλαδή κάτι το αφύσικο, μου υποδήλωνε ας πούμε τη μοναξιά των δυτικών πόλεων και μου φαινόταν, μάλιστα, σαν ένα σύμβολο της μοναξιάς, το οποίο παρότρυνε τους πολίτες να είναι μοναχικοί σαν τις προτομές. Αντίθετα, εμένα η παιδεία μου ήταν το να βλέπω πάρα πολλά γλυπτά μαζί ή ακόμα καλύτερα, να βλέπω στα πανηγύρια που κάνανε στην Αίγυπτο εκατοντάδες ζαχαρωτές κούκλες, που τις παίζαμε και μετά τις καταβροχθίζαμε. Κι αυτό το στοιχείο, της κατάποσης και της αλλοίωσης με τα ζαχαρένια ομοιώματα, υπάρχει στη δουλειά μου».
 
Ο Γιώργης, όπως τον αποκαλεί η σύζυγός του, επισκεπτόταν συχνά το μουσείο του Καΐρου, αλλά και άλλους μεγάλους χώρους με αρχαία αντικείμενα. «Τον είχε εντυπωσιάσει η πληθώρα των αγαλματιδίων και η διάταξή τους. Και στο έργο του «Mappemonde», που αποτελείται από 3.000 σιδερένιες φιγούρες, βλέπουμε την επιρροή του από την Αίγυπτο. Είχε δημιουργήσει ένα σπίτι μεταλλικό, με τις πλευρές του κατασκευασμένες από πλάκες πάνω στις οποίες κατέγραφε τις σκέψεις του για 2-3 χρόνια. Ως Έλληνας της διασποράς, έψαχνε να βρει τον κόσμο του. Έτσι ξεκίνησε το «Mappemonde» σαν έναν χάρτη του κόσμου. Αυτό το μεγαλειώδες έργο, στο οποίο είχε ορίσει ο ίδιος το σπίτι και τον χώρο του ως ένας Έλληνας της διασποράς, εκτέθηκε στην Μπιενάλε Βενετίας, στο Σάο Πάολο, στο Πομπιντού και αλλού», εξηγεί η κ. Λίτη. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης, σε ένα αυτοβιογραφικό του σημείωμα, ανακαλεί μνήμες από την παιδική του ηλικία τις οποίες συνδέει με το έργο «Mappemonde»: «Συχνά μας συνέβαινε να συνοδεύουμε τους γονείς μας σε αποστολές τροφοδοσίας σε εστιατόρια και κέντρα διασκέδασης. Η πιο συναρπαστική για μένα περιλάμβανε το πέρασμα δίπλα από το ποτάμι, μετά την αχανή νεκρόπολη του Καΐρου και έπειτα την ανάβαση του σκοτεινόχρωμου και γυμνού λόφου Μοκάταμ, όπου λειτουργούσε το κέντρο διασκέδασης «Καζίνο». Αυτή η συγκεκριμένη διαδρομή είχε χαραχτεί στη μνήμη μου και αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τη σπονδυλική στήλη της γεωγραφίας της δουλειάς μου. Το ποτάμι με το βαρύ νερό, η νεκρόπολη, ο σκοτεινός λόφος και στην κορυφή του ο πύργος της γιορτής με την τροφή. Κάτω υπό την επήρεια της νεκρόπολης πήγασε το έργο Mappemonde».  
 
 
Ο Γιώργος Λάππας σπούδασε κλινική ψυχολογία στo Reed College του Όρεγκον και εργάστηκε εθελοντικά σε ψυχιατρεία από το 1969 μέχρι το 1973. Με υποτροφία του ιδρύματος Watson επισκέφθηκε τις Ινδίες, πήγε στο Ραζαστάν και ερεύνησε την αρχιτεκτονική και γλυπτική των ινδικών ναών. «Ταξίδευα μήνες ολόκληρους μονάχος, με ένα μικρό σακίδιο και ένα παγούρι μόνο, έχοντας κρυμμένες τις ρουπίες στις σόλες των παπουτσιών μου. Άπειρες φορές κοιμήθηκα στα πατώματα των σιδηροδρομικών σταθμών, όπου, περιέργως πώς, ξυπνούσα πάντα την ώρα που έπρεπε να προλάβω το τρένο μου. Πολλές φορές έβλεπα τους συνταξιδιώτες μου με τις σεβάσμιες φυσιογνωμίες σαν αρχαίους Έλληνες και όταν μίλαγαν άκουγα εκφορές φωνηέντων που μου θύμιζαν λέξεις από την Ιλιάδα», γράφει ο ίδιος. 
 
Μετά τις σπουδές του στην ψυχολογία, το 1974 φοίτησε στην περίφημη σχολή αρχιτεκτονικής Α.Α. του Λονδίνου και στη συνέχεια, το 1976, μπήκε στην ΑΣΚΤ της Αθήνας όπου σπούδασε γλυπτική με καθηγητές τον Γιάννη Παππά και τον Γιώργο Νικολαΐδη. Με τη μετέπειτα σύζυγό του Αφροδίτη Λίτη ήταν συμφοιτητές στη Σχολή Καλών Τεχνών: «Γνωριστήκαμε σε ένα πάρτι», λέει η ίδια «και αυτό που μας έφερε κοντά ήταν οι κοινές μας καταβολές από τη Νάουσα. Από το 1980 είμαστε μαζί στο ίδιο εργαστήρι, ωστόσο λειτουργούσαμε αυτόνομα ως καλλιτέχνες. Ο καθένας σεβόταν τον κόσμο του άλλου. Εγώ δούλεψα ως μουσειακή γλύπτρια στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και από το 2000 διδάσκω στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας». Για την κοινή τους ζωή λέει η κ. Λίτη: «Ήταν η χαρά της ζωής να είμαστε μαζί από το πρωί ώς το βράδυ. Μου άρεσε πολύ το χιούμορ του, η ευστροφία του, η ακεραιότητά του. Ήταν πολύ όμορφος άνθρωπος, ανθρωπιστής. Ένας χαρισματικός άνθρωπος με πολύ μέτρο. Και αυτά δεν τα λέω γιατί ήταν σύζυγός μου». Μαζί, θυμάται, ταξίδευαν πάρα πολύ και μελετούσαν τους πολιτισμούς άλλων χωρών. «Του άρεσε πολύ ο αιγυπτιακός πολιτισμός, ο ινδικός, της Κίνας, της Ιαπωνίας. Θυμάμαι που στα ταξίδια μας πηγαίναμε στα μουσεία και καθόμασταν ώρες και μέρες στις αίθουσες με τα εκθέματα».
 
Οι σπουδές του στην αρχιτεκτονική και στην ψυχολογία τον είχαν επηρεάσει και στο έργο του. «Ήταν ένας άνθρωπος που επιδόθηκε πραγματικά σ’ αυτό που σκεφτόταν, χωρίς να κάνει κάτι απλώς λαμπερό για να προσελκύσει τα βλέμματα. Γι’ αυτό και η δουλειά του είναι πρωτότυπη και άμεση. Με ό,τι και να καταπιανόταν, θα είχε τα ίδια αποτελέσματα. Θα ήταν καταπληκτικός ζωγράφος, καταπληκτικός φωτογράφος, συγγραφέας. Ο Γιώργης ήταν χαρισματικός, αυτά που πήρε από τις επιστήμες τα έβλεπε δημιουργικά και τα μετέτρεπε σε τέχνη με τον δικό του τρόπο. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι έχουν μεγάλη εσωτερική δύναμη τα έργα του. Ήταν δομημένη η γλυπτική του και σ’ αυτό βοήθησε η γνώση που κατείχε από την αρχιτεκτονική και την ψυχολογία. Η δουλειά του κινείτο μεταξύ του άυλου και του υλικού, ώστε να φαίνεται μόνο το πνεύμα. Αυτά τα τρία στοιχεία ήταν το υλικό του και το δούλευε με μεγάλη χαρά και άνεση» σχολιάζει η σύντροφος της ζωής του. 
 
Συνήθως η αναγνώριση του έργου κάποιου καλλιτέχνη έρχεται αρκετά χρόνια μετά τις σπουδές του. Με τον Γιώργο Λάππα όμως τα πράγματα λειτούργησαν διαφορετικά. Μπαίνοντας στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, αναγνωρίστηκε αμέσως από τους δασκάλους του και την καλλιτεχνική κοινότητα ως μια ξεχωριστή μορφή. Μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές του, ο Τάσος Ζουμπουλάκης παρουσίασε το 1981, στην γκαλερί του στο Κολωνάκι, την πτυχιακή του Λάππα. Περιλάμβανε μικρές και μεγάλες εγκαταστάσεις από πλέγματα, στις οποίες επιχειρούσε να καταγράψει τον μη χώρο, το κενό. Όπως θυμάται η κ. Λίτη, πουλήθηκαν όλα τα έργα αυτής της σειράς. Σύμφωνα με την ίδια, ο καλλιτέχνης δεν κυνήγησε ποτέ την αναγνώριση. «Ήταν κάτι που ήρθε από μόνο του. Και μετά την καθιέρωσή του στην εικαστική σκηνή της Ελλάδας, ήρθε και η διεθνής αναγνώριση», λέει. 
 
Οι χαρακτηριστικές κόκκινες φιγούρες του, οι οποίες είναι αυτοβιογραφικές γλυπτικές απεικονίσεις, εκτέθηκαν στο τέλος της δεκαετίας του ’80 στην Αθήνα, στην γκαλερί Bernier Eliades και στη συνέχεια ταξίδεψαν σε εκθέσεις στις Βρυξέλλες, στη Γερμανία και στην Αμερική. «Στις αμμουδιές του Σουέζ μου άρεσε να σηκώνω το μεσημέρι, με σφαλιστά βλέφαρα, το κεφάλι μου κατακόρυφα προς τον ήλιο, μέχρι που να ποτιστεί και να πλημμυρίσει όλο το οπτικό πεδίο μ’ αυτό το συγκεκριμένο πλούσιο κατακόκκινο χρώμα, που είναι ακριβώς η χροιά που χρησιμοποίησα στα κόκκινα αγάλματα», γράφει ο ίδιος.
 
Ωστόσο, η σύζυγός του δίνει και μια δεύτερη ερμηνεία. «Την ημέρα που γεννήθηκε ο Γιώργης, η μητέρα του είχε μεγάλη αιμορραγία – τελικά επέζησαν και οι δυο. Αυτό το συμβάν λοιπόν τον επηρέασε ιδιαίτερα και έτσι χρησιμοποίησε το κόκκινο σε αρκετές φιγούρες». Σε άλλα γλυπτά του χρησιμοποιεί το μπλε, εξηγώντας ο ίδιος το γιατί: «Αντίστροφα, το μπλε χρώμα που χαρακτηρίζει μια άλλη σειρά από φωτεινές φιγούρες, έρχεται από τον συσκοτισμό των σπιτιών μας τις μέρες των βομβαρδισμών. Η πόλη του Καΐρου έπρεπε να σκοτεινιάζει ολοκληρωτικά, για να μη γίνεται ορατή από τα βομβαρδιστικά. Στα τζάμια των παραθύρων βάζαμε τότε μπλε σκούρα χαρτόνια για τη συσκότιση. Έτσι, στη διάρκεια της ημέρας διαχεόταν προς τα μέσα το φως του ήλιου, περνώντας από το ιδιότυπο μπλε φίλτρο των χαρτονιών και όλα τα εσωτερικά των σπιτιών θύμιζαν ναυάγια σε πολύ μεγάλο βάθος». 
 
Σύμφωνα με την ιστορικό τέχνης Θάλεια Στεφανίδου ο καλλιτέχνης «πλάθει» τις φόρμες του χρησιμοποιώντας υλικά πολλών τύπων—μέταλλα, γύψο, ύφασμα, δέρματα, φιλμικές μεμβράνες, λαμπτήρες, ζάχαρη… «Με ανθρωποκεντρική αφήγηση και προσηλωμένος στο κόκκινο χρώμα, συχνά επαναλαμβάνει στα αρθρωτά του ανδρείκελα το δικό του ομοίωμα, δημιουργώντας έναν πληθυντικό εαυτό. Οι πάντα-αναγνωρίσιμες απεικονίσεις παίζουν με την κλίμακα ή μεταμορφώνονται και παραλλάσσονται, ώστε να ανα-παρα-στήσουν ό,τι θα ονομάζαμε πραγματικό, συμβάν, εικόνα ή πράξη της σκέψης».
 
Παράλληλα με το καλλιτεχνικό του έργο, ο Λάππας διορίστηκε το 1992 καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Ήταν ο νεαρότερος καθηγητής που δίδαξε σ’αυτήν. «Με μεγάλο ενθουσιασμό είχε εισαγάγει νέα συστήματα. Και με αυτές τις διεργασίες που θέσπισε ο Γιώργης, πορεύεται ως σήμερα η Σχολή Καλών Τεχνών», σημειώνει η κ. Λίτη. 
Ο ξαφνικός θάνατός του το 2016 σόκαρε τους οικείους του, όπως και όλο τον καλλιτεχνικό κόσμο. «Θυμάμαι, ήταν Κυριακή και είχαμε περάσει τη μέρα με την Ελένη, την κόρη μας. Ήταν χαρούμενος και ευδιάθετος. Τα μεσάνυχτα με ξύπνησε για να μου πει ότι αισθανόταν δυνατούς πόνους. Πήγαμε στο νοσοκομείο, όπου πέθανε από παγκρεατίτιδα». Φεύγοντας από τη ζωή, ο καλλιτέχνης άφησε πίσω του σημαντικό έργο που δεν εκτέθηκε. «Δούλευε από τις 7 το πρωί ώς τις 10 το βράδυ. Έτσι, πολύ μεγάλες σειρές του έργου του που δεν έχουν εκτεθεί, ελπίζω να μπορέσουμε να τις παρουσιάσουμε», λέει η σύντροφός του. 
 
Άγνωστα ως τότε έργα του καλλιτέχνη εκτέθηκαν στο Μουσείο Μπενάκη το 2016, στην έκθεση με τίτλο «Happy Birthday», που οργανώθηκε σε συνεργασία με το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ λίγο μετά το θάνατό του. Ανάμεσα στους επιμελητές της έκθεσης ήταν και ο Δάκης Ιωάννου, ο οποίος επισκέφθηκε το εργαστήρι του Λάππα και μαζί με τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη, την Πολύνα Κοσμαδάκη και τη σύζυγο του καλλιτέχνη, επέλεξαν τα έργα που εκτέθηκαν. 

* Η έκθεση στη Λευκωσία με έργα του Γιώργου Λάππα, στην Golden Gallery by Kapatays, σε επιμέλεια Θάλειας Στεφανίδου, θα διαρκέσει ως τις 11 Ιανουαρίου 2020, τηλ. 22 665727, www.goldengallerycy.com

 
maria.panayiotou@phileleftheros.com

Φιλgood, τεύχος 251.