Ο νεαρός Πίτερ Χάρισον ταξιδεύει από τον Καναδά στην Κύπρο για να γνωρίσει το ορεινό χωριό της μητέρας του, τον Πρόδρομο, και καταλήγει στο διάσημο ξενοδοχείο Βερεγγάρια. Στο επιβλητικό κτίσμα, όμως, νιώθει μια ανεξήγητη ταραχή και τις νύχτες βασανίζεται από παράξενα όνειρα. Τραγικές ιστορίες ανθρώπων, ίντρικες και μίση αναβιώνουν από το παρελθόν. 

– Ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα για το βιβλίο σας «Τρεις γενιές σιωπής – Βερεγγάρια»; Αρχικό ερέθισμα για το βιβλίο «Τρεις γενιές σιωπής» ήταν το μεταφυσικό στοιχείο που περιβάλλει το ξενοδοχείο Βερεγγάρια στη σημερινή του μορφή. Ένα παλιό κτήριο πάντα εξάπτει τη φαντασία γιατί κρύβει μέσα του μύθους και γεγονότα, πηγαίνοντάς μας πίσω στο χρόνο. Μέσα από τη μεταμόρφωσή του αφηγείται φλύαρα ιστορίες ανθρώπων που έζησαν άλλοτε με αρμονία και χαρά κι άλλοτε μέσα σε τραγικές καταστάσεις, αφήνοντας ένα μυστήριο να πλανάται στους τοίχους του. Ακόμα κι όταν τα κτήρια αυτά εγκαταλείπονται, εκπέμπουν μια ιδιαίτερη αύρα που σε γεμίζει δέος. Ένα τέτοιο κτήριο είναι και το Βερεγγάρια.

– Οι πιο σημαντικές πηγές της έρευνάς σας; Προσέγγισα ανθρώπους που επισκέφτηκαν το ξενοδοχείο όταν ήταν ακόμα στις δόξες του. Και πραγματικά, ποτέ άλλοτε δεν άκουσα τόσο εγκωμιαστικά λόγια για ένα κτήριο. Ο κόσμος μου μίλησε με νοσταλγία και θαυμασμό για τις χοροεσπερίδες και για τις προσωπικότητες που συνάντησε. Το διαδίκτυο με βοήθησε σε ό,τι αφορά τους θρύλους. Αλλά τις πιο σημαντικές πληροφορίες, που με βοήθησαν να δομήσω σωστά το μυθιστόρημα και να δώσω ζωντάνια κι αληθοφάνεια στα γραφόμενά μου, τις βρήκα στο βιβλίο «Βερεγγάρια, το ξενοδοχείο των βασιλιάδων» του αγαπητού μου συγγραφέα Ανδρέα Χρ. Ανδρέου, ο οποίος είχε την καλοσύνη να μου επιτρέψει να αντλήσω πληροφορίες. Το βιβλίο του είναι μια ολοκληρωμένη έρευνα για το ιστορικό κατασκευής του ξενοδοχείου με φωτογραφικό υλικό, ακόμα και ονόματα ανθρώπων που το επισκέφτηκαν. Όταν το πήρα στα χέρια μου ήμουν σίγουρη πως είχα το σωστό εγχειρίδιο για να στήσω την ιστορία μου.

– Ποιο κομμάτι της συγγραφής απολαμβάνετε περισσότερο; Εκείνο το κομμάτι όπου οι ήρωές μου ωριμάζουν, δεν υπακούνε στις δικές μου προσταγές και με παίρνουν εκείνοι εκεί που θέλουν – κι εγώ αφήνομαι έρμαιο σ’ ένα ταξίδι που δεν κατέχω πού θα με βγάλει.

– Ποιους θεωρείτε δασκάλους σας στη συγγραφική σας πορεία;  Υπήρξαν πολλοί άνθρωποι και γεγονότα που με ενέπνευσαν. Η δεκαετία του ’60 θέλω να πιστεύω πως ήταν ένα φυτώριο για τις τέχνες και τα γράμματα, κι εγώ ήμουν ένα κορίτσι που διψούσε να ακούει τους «φτασμένους», είτε ήταν ποιητές, θεατράνθρωποι ή καλλιτέχνες. Σε ένα σεμινάριο ο Κώστας Μουρσελάς μ’ έμαθε να σκάβω βαθιά και να φτάνω ως το μεδούλι. Αλλά αυτή που τα τελευταία χρόνια ήταν πάντα παρούσα στη συγγραφική μου πορεία, ήταν η αείμνηστη φιλόλογος και συγγραφέας Κίκα Ολυμπίου.

– Το γεγονός ότι έχετε ζήσει πολλά χρόνια στο Κονγκό και τη Νιγηρία σάς έχει επηρεάσει ως συγγραφέα; Πιστεύω πως ναι. Η συγγραφή χρειάζεται εμπειρίες, εικόνες, χρώματα, ακούσματα. Στην Αφρική αυτά υπάρχουν, είχα αρκετό χρόνο να ψηλαφώ τη ζωή και να παρατηρώ τις λεπτομέρειες. Η συνύπαρξή μου με ανθρώπους από διαφορετικές εθνικότητες ελευθέρωσε τον τρόπο σκέψης μου. 

– Ποιο βιβλίο που διαβάσατε πρόσφατα ξεχωρίζετε;  Το τελευταίο βιβλίο που διάβασα είναι «Η πλεξούδα» της Λετισιά Κολομπανί.

maria.panayiotou@phileleftheros.com

Ελεύθερα, 20.3.2022.