«Out of Necessity» σε σκηνοθεσία Μαρίας Κυριάκου και Μαρίας Βαρνακκίδου.

Στη μνήμη μου έχει έντονα εντυπωθεί μια ανοιξιάτικη εικόνα το 2017 στην Κουμπίνκα, έξω από τη Μόσχα: το μάτι στο σχεδόν επίπεδο, πράσινο τοπίο έφτανε στα τρίσβαθα ενός πολλά υποσχόμενου ορίζοντα, ενώ ένας καταγάλανος ουρανός μ’ εκτυφλωτικά λευκά σύννεφα το αγκάλιαζε σαν θόλος, δίνοντας ευκρινή αίσθηση της σφαιρικότητας της Γης. Δεν θα ξεχάσω εκείνο το σφίξιμο, το δέος που με πλημμύρισε από τη συναίσθηση της απεραντοσύνης του κόσμου σε αντιπαραβολή με τη συνειδητοποίηση της μικρότητάς μου. Συλλογίστηκα τότε ότι ένας άνθρωπος που βλέπει καθημερινά αυτή την εικόνα ή –ακόμη περισσότερο- την κουβαλάει «επί γενεές γενεών» στη συλλογική του μνήμη, είναι πράξει αδύνατον ν’ αποκτήσει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του: η ίδια η φύση συγκρατεί τον εγωισμό του.

Το αντίθετο πρέπει να συμβαίνει σε τόπους οπτικά, φυσικά και πολιτικά πεπερασμένους, όπως η Κύπρος. Η επίμονη και επιθετική αίσθηση του ορίου, του περιορισμού, αποχαλινώνει το Εγώ, μάς κάνει να βλέπουμε τη σκιά μας μεγαλύτερη απ’ ό,τι είναι. Έτσι, ο καθένας νιώθει ότι είναι εν δυνάμει το πιο σημαντικό πρότζεκτ που εμπνεύστηκε το σύμπαν. Έκανα αυτές τις σκέψεις παρακολουθώντας την παράσταση θεάτρου επινόησης «Out of Necessity», μια εμπνευσμένη ομαδική δουλειά που θέτει έναν καταιγισμό από επίκαιρα και καυτά ερωτήματα αναφορικά με την αναπόφευκτη ταυτοτική σχιζοφρένεια που ταλανίζει τους σύγχρονους Κύπριους- ειδικά τους νεότερους.

Συγκεκριμένα, το έναυσμα δόθηκε από την αναφορά – αγγλιστί- στο φαινόμενο του «island dwarfism», του νησιωτικού νανισμού που επηρέασε τους ιπποπόταμους και τους ελέφαντες της Κύπρου πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια. Η σοφή φύση συρρίκνωσε τα προϊστορικά ζώα για ν’ αρκούνται στους περιορισμένους πόρους του νησιού. Οι δίποδοι κάτοικοι ανησυχούν κι αυτοί μη συρρικνωθούν πνευματικά και σωματικά, σαν Χόμπιτ, τη στιγμή βέβαια που το Εγώ τους, απτόητο, διογκώνεται αντιστρόφως ανάλογα.

Αυτή είναι μια παρανυχίδα μόνο από τις προεκτάσεις της τόσο καρπερής αυτής σκηνικής πρότασης, η οποία όχι μόνο τιμά τις τεχνικές και τους κανόνες του είδους αλλά αποδεικνύει περίτρανα ότι το κυπριακό θεατρικό τοπίο αποτελεί ιδανικό χώρο για τη δημιουργία τέτοιων παραστάσεων. Η Μαρία Κυριάκου και η Μαρία Βαρνακκίδου είναι δύο δημιουργοί που έχουν δοκιμαστεί με αξιοσημείωτη επιτυχία στο πεδίο του επινοημένου θεάτρου, με τα ερευνητικά τους ενδιαφέροντα, από τεχνικής και κοινωνιολογικής σκοπιάς, να βρίσκουν στο «Out of Necessity» απόλυτη εφαρμογή. Ακόμη και η επιλογή του αγγλικού τίτλου, αντί λ.χ. του αντίστοιχου ελληνικού «εξ ανάγκης», έχει κι αυτή τη σημασία της, μέσα στη μελέτη του πολυδαίδαλου ζητήματος της κυπριακής πολιτισμικής φυσιογνωμίας.

Η παράσταση είναι ένα σχόλιο πάνω στη γενικευμένη κρίση ταυτότητας. Αφορμή είναι τα 60 χρόνια από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας κι έναυσμα το ίδιο το αδιέξοδο Σύνταγμα της χώρας. Κεντρική ιδέα είναι η πεποίθηση ότι η εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης και η υποχρεωτική παράκαμψη του Συντάγματος για λειτουργικούς λόγους, ενδεχομένως να ευθύνεται και για τη –θεσμοθετημένη πολλές φορές- έφεση των Κυπρίων να αναζητούν παράθυρα «ώστε να κάνουν τη δουλειά τους». Με πολλές σύγχρονες αναφορές, η παράσταση θίγει επίσης τη μονόπλευρη, ενοχική και στέρφα θεώρηση της ιστορίας ως παράγοντα που φρενάρει τη διαδικασία ωρίμανσης των πολιτών και αποτρέπει τη συλλογική δράση και αντίδραση.

Οι ερμηνευτές- συνδημιουργοί Άντρια Ζένιου, Έλενα Καλλινίκου, Γιώργος Κυριάκου, Μαρίνα Μακρή, Φοίβος Παπακώστας, Λουκία Πιερίδου αποτελούν ενιαίο σώμα, αλλά παράλληλα και ξεχωριστούς αγωγούς άντλησης των προσωπικών εμπειριών και προβληματισμών που καθίστανται τελικά πρώτη ύλη για μια συλλογική, γενεσιουργό διαδικασία αυτοπροσδιορισμού. Το «Out of Necessity» γεννήθηκε από το μηδέν σ’ ένα εργαστήρι, έναν δοκιμαστικό θεατρικό σωλήνα. Η συνταγματική «ανωμαλία» από την επίκληση του δικαίου της ανάγκης για την ομαλή λειτουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο σπόρος της αμφισβήτησης, δημιουργούν ένα ιδεολογικά εκρηκτικό αίτημα για την κατανόηση της ιστορίας, σε αφύσικη απόσταση από το έωλο επίσημο αφήγημα.

Ο όρος «κυπριακότητα» φορτίστηκε με αρνητικό πρόσημο, σαν μια μομφή κατά της ουσιαστικής απελευθέρωσης. Η δε προσπάθεια για δημιουργία μοναδικής πολιτιστικής ταυτότητας αντιμετωπίζεται ως ύποπτη και φυτευτή. Στη χώρα των αντιφάσεων, ένα κράτος «ανέραστο», που ίσως ποτέ δεν το αγάπησε ειλικρινά κανείς παρά μόνο το αντιμετωπίζουν όλοι σαν προσωπικό λάφυρο, αντικείμενο εκτόνωσης, σκουτάρι ή δάχτυλο πίσω από το οποίο κρύβουν τις οφθαλμοφανείς εμμονές τους, προέκυψε τελικά μια ταυτότητα υβριδική. Το ζήτημα είναι αν πιστεύουμε ότι πρόκειται για τερατογένεση ή για πολιτισμικό πλούτο και κατά πόσο μια μέρα αυτή θα γίνει αποδεκτή στη σκιά διαφιλονικούμενων αφηγήσεων και αποσπασματικών θεωρήσεων που περιπλέκουν όλο και περισσότερο την ανάγνωση της ιστορίας.

Η δεινότητα με την οποία στην παράσταση αυτή συγκλίνουν τα προσωπικά δρομολόγια και βιώματα, τα οποία γίνονται κοινό κτήμα των συντελεστών και των κοινωνών, περνά το αισιόδοξο μήνυμα ότι οι νεότερες γενιές, μέσα στην παγιωμένη υπαρξιακή τους θολούρα, έχουν εντοπίσει πρόσφορο έδαφος για τη δημιουργία των προϋποθέσεων προς ένα μέλλον αποτελεσματικότερης κατανόησης και μεγαλύτερης αυτογνωσίας.   

Φιλελεύθερα, 25.4.21