Ένας Κύπριος της Διασποράς μάς ταξιδεύει μερικές δεκαετίες πίσω, στις γειτονιές του Αγίου Αντρέα και σε σταθμούς της ζωής του, και μοιράζεται μαζί μας μνήμες, εμπειρίες, συναισθήματα που τον σημάδεψαν και διαμόρφωσαν τις απόψεις του.

Ένα απόγευμα Σαββάτου λίγο πριν το τέλος του 2023, με λιακάδα που θύμιζε άνοιξη, βρεθήκαμε έξω από το Δημοτικό Σχολείο του Αγίου Αντρέα στη Λευκωσία. Αφορμή ένα κάλεσμα από το «Φανερωμένης 70» για μια δράση με τίτλο «Επιστρέφοντας από τη Διασπορά: Βλέποντας την Κύπρο μέσα από έναν περίπατο κατά μήκος σταθμών ζωής». Οδηγός μας, ο δρ Γαβριήλ Κουρέας, στο πλαίσιο του προγράμματος Delivering Views – Delivering Texts. Στην αφετηρία του περιπάτου μας μαζευτήκαμε γύρω στα 20 άτομα, μαζί και δυο συμμαθήτριες του κ. Κουρέα από το Δημοτικό. Μας προσκάλεσε να τον ακολουθήσουμε σε ένα ταξίδι μνήμης με ανοικτές όλες τις αισθήσεις, για να δούμε, να μυρίσουμε, να αγγίξουμε, να ακούσουμε, να μοιραστούμε εμπειρίες.

«Ήμουν μέλος της κυπριακής Διασποράς, έζησα στο Ηνωμένο Βασίλειο για σχεδόν 40 χρόνια μέχρι την επιστροφή μου στην Κύπρο τρία χρόνια πριν. Η επιστροφή στον τόπο όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα ήταν εξίσου σημαντική με τη στιγμή που πέταξα για πρώτη φορά από αυτό το νησί: Φόβος αναμεμιγμένος με τεράστιο ενθουσιασμό. Τα χρόνια αυτά τα πέρασα σε έναν ενδιάμεσο χώρο, εν μέρει νοσταλγικό και εν μέρει ουτοπικό, χωρίς ποτέ να κατασταλάξω πραγματικά. Υπήρχε πάντα η νοσταλγία για μέρη, ανθρώπους, μυρωδιές, ήχους, τις παιδικές μου εμπειρίες με άλλα λόγια. Όπως γράφει ο Michel de Certeau, η παιδική εμπειρία καθορίζει τις χωρικές πρακτικές και αργότερα αναπτύσσει τα αποτελέσματά της. Πλημμυρίζει ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους, αναιρεί τις αναγνώσιμες επιφάνειές τους και δημιουργεί μια μεταφορική ή κινητή πόλη, την οποία κουβαλούσα μαζί μου σε όλες τις πόλεις που έζησα», μας εξομολογείται ο κ. Κουρέας. Κατά την επιστροφή του στην Κύπρο, έλαβε χώρα μια σχεδόν αντίστροφη διαδικασία: Οι πόλεις στις οποίες έζησε και όλες οι αναμνήσεις και οι εμπειρίες του επέστρεψαν μαζί του, για να πλημμυρίσουν τη ζωή του στο νησί μας.

Στον περίπατο στον Άγιο Ανδρέα, την περιοχή όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ξετύλιξε τη μνήμη, το τραύμα, τη νοσταλγία, την ουτοπία, τη σεξουαλικότητα και το ανήκειν. Επέλεξε σταθμούς της ζωής του και μας αφηγήθηκε στιγμές και γεγονότα, μοιράστηκε μαζί μας συναισθήματα που τον σημάδεψαν και διαμόρφωσαν τις απόψεις του. Έξω από το Δημοτικό Σχολείο του Αγίου Ανδρέα μας εξιστόρησε παιδικές μνήμες και τραύματα, και έπειτα ακολουθήσαμε τη διαδρομή που έκανε καθημερινά για να πάει στο σχολείο. Έξω από το πατρικό του σπίτι, μάς αφηγήθηκε την ιστορία που του έλεγε η γιαγιά του για το πώς μετακόμισαν στην περιοχή και μαζί του ταξιδέψαμε πίσω στον χρόνο αρκετές δεκαετίες. «Μια μέρα ο παππούς μου της ανακοίνωσε ότι αγόρασε ένα κομμάτι γης στον Άγιο Ανδρέα. Αυτό ήταν το 1946, αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Κύπρος έμπαινε στα πρώτα στάδια της νεωτερικότητάς της. Η γιαγιά μου αναστατώθηκε τόσο πολύ με την ανακοίνωση που δεν μίλησε στον παππού μου για μια ολόκληρη εβδομάδα. “Θέλεις να μας φάνε ζωντανούς τα φίδια;” του είπε. Ζούσαν στην οδό Ουζουνιάν, στην Παλιά Πόλη, όπως την αποκαλούμε σήμερα. Για εκείνη, η μετακόμιση έξω από την περιτειχισμένη πόλη, σε μια περιοχή που ήταν ουσιαστικά μόνο χωράφια, ήταν εντελώς ακατανόητη καθώς δεν μπορούσε να καταλάβει πώς θα μπορούσε να ζήσει χωρίς την οικειότητα που είχε συνηθίσει στα στενά δρομάκια της πόλης. Ωστόσο, προχώρησαν στην ανέγερση ενός σπιτιού από ψαμμίτη, σχεδιασμένο από έναν Κύπριο αρχιτέκτονα της Διασποράς που μόλις είχε επιστρέψει από την Αίγυπτο. Έτσι, η νεωτερικότητα, η διασπορά και η ενίοτε λανθασμένα αντιληπτή σχέση τους μπήκαν στην ιστορία μου πριν ακόμα γεννηθώ».

Καθώς μεγάλωνε, η γειτονιά εξελίχθηκε σε μια όμορφη, πράσινη περιοχή με σπίτια από ψαμμίτη. Ωστόσο άδεια χωράφια εξακολουθούσαν να υπάρχουν στο τέλος του δρόμου του σπιτιού τους. Μόνο μετά τα γεγονότα του 1974 άρχισαν να εξαφανίζονται με την οικοδόμηση των αναγκαίων κατοικιών. «Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο και νομίζω ότι επηρέασε τις απόψεις μου για τη ζωή, ήταν η πολυεθνική σύνθεση της περιοχής. Χάρη σ’ αυτούς –Αρμένιους, Κύπριους της αιγυπτιακής Διασποράς, Βούλγαρους, Βρετανούς– απέκτησα περιέργεια για τους διαφορετικούς πολιτισμούς και έμαθα από πολύ νεαρή ηλικία ότι η “διαφορά” δεν υπάρχει στην πραγματικότητα και ότι η έννοια του “άλλου” είναι ένα κατασκεύασμα. Σήμερα η γειτονιά έχει χάσει αυτή τη σημαντική πτυχή. Αν και έχει κηρυχθεί διατηρητέα περιοχή, ο ιστός της διατηρείται αλλά όχι οι πολύπλευρες συναντήσεις με τις οποίες μεγάλωσα. Ίσως πρόκειται για μια νοσταλγική άποψη από την πλευρά μου», σχολίασε ο κ. Κουρέας.

Από το πατρικό του σπίτι κινηθήκαμε προς την είσοδο των Κεντρικών Φυλακών. Καθ’ οδόν συναντήσαμε μοναδικά σπίτια της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Η περιοχή του Αγίου Αντρέα είναι από τις λίγες που δεν αλλοιώθηκαν από την έντονη ανάπτυξη που καταστρέφει την υπόλοιπη Λευκωσία. Η χαμηλή δόμηση, το πράσινο η σωστή ρυμοτομία, οι υπέροχοι κήποι των σπιτιών συνθέτουν ένα μοναδικό περιβάλλον. Εδώ μπορείς ακόμη να βλέπεις ανεμπόδιστα το ηλιοβασίλεμα και την ανατολή του ήλιου. Στη διαδρομή μας είδαμε μια ερειπωμένη κατοικία του ’50 με ξεχωριστή αρχιτεκτονική, η οποία ανήκε σε δυο Αρμένισσες αδελφές. Λίγο πιο κάτω μας περίμενε ο Τζόναθαν, κάτοικος της περιοχής, ο οποίος μας κέρασε κρασί και ζεστή σούπα λουβάνα. Έπειτα κατευθυνθήκαμε προς την Πράσινη Γραμμή και στη συνέχεια κατά μήκος του Πεδιαίου ποταμού, με τελικό προορισμό την παλιά αγορά του Αγίου Ανδρέα. Σε κάθε σταθμό, πέρα από της προσωπικές αφηγήσεις, ο κ. Κουρέας μας διάβασε αποσπάσματα από διάφορα κείμενα – ακαδημαϊκά, πολιτιστικά, ιστορικά, μυθιστορηματικά. Ανάμεσά τους και απόσπασμα από ένα ποίημα του Στέφανου Στεφανίδη με τίτλο «Τοποθεσία της παιδικής ηλικίας»: «Μόνο ανάμνηση του νοσταλγικού αγγίγματος του σώματος/ μέντα και γλυκός βασιλικός στο παιδικό μου δέρμα/ αγιασμένες έλικες από τα χέρια της γιαγιάς μου/ νερό που πλένει τη σκόνη του καλοκαιριού/ χέρια σκληρά από ξύλο ελιάς/ που δεν λυγίζουν στην ταπείνωση του χρόνου, λαχτάρα./ Γιοι και κόρες διασκορπισμένοι και φευγάτοι που ψάχνουν/ Ευρώπη, Αφρική, χιμαιρική Αμερική/ χέρια που ανάβουν τη μνήμη της καρδιάς μου/ ακόμα ανέγγιχτη από ένα μέλλον που δεν θυμάται».

Στο τέλος της πορείας μας ο Ευαγόρας Βανέζης, ο οποίος επιμελήθηκε τη συγκεκριμένη έκδοση του προγράμματος Delivering Views – Delivering Texts του «Φανερωμένης 70», μαζί με την Κυριακή Κώστα και τη Μόνικα Ασημένου, μας εξήγησε ότι η θεματική με την ιδέα της Διασποράς θα συνεχιστεί και με άλλες εκδηλώσεις από Κύπριους που επέστρεψαν στην Κύπρο, ανάμεσα στους οποίους ο Αλκίνοος Ιωαννίδης.

Το εν εξελίξει πρόγραμμα “Delivering Views – Delivering Text” του Πολιτιστικού Κέντρου Φανερωμένης 70 βασίζεται στην ανταλλαγή εικόνων και κειμένων με επίκεντρο τη Λευκωσία και την Κύπρο. Το κέντρο συλλέγει εικόνες και κείμενα που στέλνουν ταξιδιώτες στην Κύπρο, τα οποία βοηθούν στην επανερμηνεία της πατρίδας μας μέσα από τη ματιά ενός ξένου. Το αρχειακό υλικό παραδίδεται περιοδικά σε εκδότες, διανοούμενους ή καλλιτέχνες, ώστε να σχολιάζουν επιλεκτικά ό,τι τους συγκινεί. Φιλοδοξία μας είναι να διεγείρουμε τις αισθήσεις, τα συναισθήματα και τις σκέψεις μέσα από την κυκλοφορία εικόνων και ιδεών, ώστε να ξεκινήσει μια νέα συζήτηση για πράγματα που μας διαφεύγουν ή δεν καταγράφουμε.

Ελεύθερα, 7.1.2023