«Η τελευταία συνεδρία του Φρόιντ» του Μαρκ Σεν Ζερμέν σε σκηνοθεσία Βαρνάβα Κυριαζή- Ανδρέα Αραούζου.

Η μια πλευρά του νομίσματος είναι ότι αν η ανάγκη φέρει τους ανθρώπους του θεάτρου να παρουσιάζουν τις παραστάσεις τους σε σαλόνια σπιτιών, ξενοίκιαστα μαγαζιά, πίσω αυλές και εγκαταλελειμμένα κτήρια, ε, κάποια στιγμή η έννοια του επαγγελματικού θεάτρου θ’ αρχίσει να κλίνει επικίνδυνα προς το… σουαρέ. Είναι δεδομένο ότι δεν μπορούν να βασίζονται πάντα «στην καλοσύνη των ξένων» όσο θερμή ή ακόμη και εύφορη κι αν αποδεικνύεται ορισμένες φορές αυτή η συνθήκη. 

Η άλλη όψη εκκινεί από το γνωστό αρχαιοελληνικό απόφθεγμα που αποδίδεται στον Θεόκριτο: πενία τέχνας κατεργάζεται. Για την Alpha Square δεν έβγαιναν τα κουκιά με τα δεδομένα των επιχορηγήσεων του Α’ Εξαμήνου και προκειμένου να μη μείνει άπρακτη προχώρησε σε μια λύση που έμοιαζε ανάγκης: ολιγοπρόσωπη παραγωγή, αυτοσκηνοθετημένη, με φιλικές συμμετοχές, χορηγούς και φιλοξενία σε έναν μη συμβατικό χώρο.

Ο χώρος αυτός είναι το ευήλιο σαλόνι ενός σπιτιού του 1963 στον Άγιο Ανδρέα, προεξέχον δείγμα του κυπριακού μοντερνισμού και σχεδιασμένο από τον ίδιο τον Νεοπτόλεμο Μιχαηλίδη. Το σπίτι αυτό δένει, με μια μυστηριώδη αύρα αναχρονισμού, με το κλίμα της εποχής του έργου, η υπόθεση του οποίου διαδραματίζεται περίπου 25 χρόνια νωρίτερα- 85 από την εποχή μας. Οι εμπνευστές μάλιστα είχαν την ιδέα (ή την υποχρέωση, μικρή σημασία έχει) να την παρουσιάσουν σε φυσικό σκηνικό και με φυσικό φωτισμό σε πρωινές ή απογευματινές ώρες. 

Και να που το σύμπαν συνωμότησε, το γλυκό έδεσε, η ευρηματικότητα δικαιώθηκε και οι έξυπνες λύσεις δεν λειτούργησαν απλώς ως δημιουργικό αντίβαρο στις δυσκολίες και στην ανεπάρκεια των μέσων, αλλά «απογείωσαν» ένα αποτέλεσμα που είναι «τέκνο της Ανάγκης κι ώριμο τέκνο της Οργής». Έχει σημασία ότι η εναλλακτική και αντισυμβατική αυτή πρόταση βασίστηκε σε ένα κείμενο που δεν συνιστά μια δραματουργικά σφιχτή αφήγηση μιας ιστορίας ή ενός ιστορικού γεγονότος, αλλά ένα φανταστικό διανοητικό πινγκ πονγκ ανάμεσα σε δύο από τα λαμπρότερα πνεύματα της ιστορίας. 

Ο συγγραφέας Μαρκ Σεν Ζερμέν, εξπέρ της ιστορικής μυθοπλασίας, δεν ήταν ο πρώτος που φαντάστηκε μια πιθανή συνάντηση ανάμεσα στον Εβραίο θεμελιωτή της ψυχανάλυσης και συνεπή αρνησίθεο Σίγκμουντ Φρόιντ και στον θρυλικό Ιρλανδό συγγραφέα, ακαδημαϊκό και περιβόητο χριστιανό απολογητή Σι Ες Λιούις. Για την ακρίβεια, βασίζεται στο βιβλίο του καθηγητή ψυχιατρικής Αρμάντ Νίκολι (1927-2017) «The Question of God: C.S. Lewis and Sigmund Freud Debate God, Love, Sex, and the Meaning of Life», το οποίο είναι το επιστέγασμα ενός μαθήματος που έδινε για δεκαετίες στους φοιτητές του στο Χάρβαρντ, συγκρίνοντας τα φιλοσοφικά συστήματα των δύο επιφανών διανοουμένων μέσω ενός υποθετικού ντιμπέιτ πάνω στο θέμα της ύπαρξης ή όχι του Θεού. 

Δεν ξέρω για τον Νίκολι, αλλά πάντως ο Σεν Ζερμέν δίνει ένα μικρό αβαντάζ στον Φρόιντ σχεδόν «από τα αποδυτήρια» θέτοντας το χρονικό πλαίσιο αυτής της συνάντησης ακριβώς πάνω στη συγκυρία της έναρξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς δηλαδή η ανθρωπότητα οδηγεί τον εαυτό της στο μεγαλύτερο μακελειό της Ιστορίας. Ο «οικοδεσπότης» Φρόιντ, ο οποίος κατά την άφιξη των θεατών στέκεται σκεπτικός στη βεράντα απολαμβάνοντας το πούρο του, βρίσκεται σε τελικό στάδιο στοματικού καρκίνου. Η κρίσιμη συνάντηση, λαμβάνει χώρα κατόπιν πρόσκλησής του, μερικές εβδομάδες πριν τον ιατρικά υποβοηθούμενο θάνατό του από υπερβολική δόση μορφίνης. 

Εκ των συνθηκών, οι θεατές αισθάνονται κι αυτοί «προσκεκλημένοι» στο γραφείο του ψυχαναλυτή στο Λονδίνο, όπου υπάρχει το γραφείο, το ντιβάνι, ένα παλιό ραδιόφωνο που μεταδίδει τις δραματικές εξελίξεις και μια γεμάτη θρησκευτικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος αναμνηστικά αντικείμενα προθήκη. Είναι αυτή η ακόρεστη περιέργεια και δίψα για γνώση και αναζήτηση που ώθησε τον Φρόιντ να επιδιώξει αυτή τη συνάντηση, κεντρισμένος από την –αδιανόητη για τον ίδιο- απόφαση του Λιούις να μεταστραφεί από άθεος σε χριστιανός. 

Λογίζεται από κάθε άποψη ως ένα έργο… φαντασίας τη σήμερον ημέρα, αφού πλέον θα πρέπει να θεωρούμε αδιανόητο ότι μπορεί να εξελιχθεί μια τόσο πολιτισμένη διαφωνία πάνω σε ένα τόσο ακανθώδες θέμα. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε ξεμάθει. Παρακολουθώντας, στην ουσία, μια αμοιβαία συνεδρία ψυχοθεραπείας, μια σπινθηροβόλα αψιμαχία πάνω στα μεγαλύτερα ερωτήματα της ύπαρξης, οι θεατές δεν ταυτίζονται αλλά απολαμβάνουν: τον πνευματώδη διάλογο, την υπολανθάνουσα αγωνία, τις σπιρτόζικες ατάκες, τις εύστοχες και εύθετες κωμικές ανακουφίσεις, τις συναισθηματικές διακυμάνσεις.

Είναι σαν να παρακολουθούν έναν αγώνα βαρέων βαρών ανάμεσα στους κορυφαίους πυγμάχους του κόσμου. Στην πορεία, έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν ή να συμπαθήσουν κάποιον από τους «μονομάχους» και να αποφανθούν για το αποτέλεσμα, αλλά δεν μπορούν να φανταστούν τον εαυτό τους στη θέση τους στο ρινγκ. 

Ο συγγραφέας εμπλουτίζει το πνευματικό «θέαμα» με ηχηρές ατάκες και ελεγχόμενους μελοδραματικούς ακροβατισμούς. Αναγκαστικά, μάλλον. Γιατί έτσι δεν χρειάζεται να έχει κανείς εντρυφήσει στη φιλοσοφία, την ψυχιατρική ή τη θεολογία για να μπορεί να ακολουθήσει τους όρους της αντιπαράθεσης και να απολαύσει τη διαλεκτική του κειμένου, πάνω σε ένα τόσο φλέγον και ανεξάντλητο θέμα. Το σίγουρο είναι ότι δεν αποχωρείς από το σαλόνι της οικείας στην οδό Κωνσταντίνου Κόντου έχοντας πάρει οριστικές απαντήσεις. Εξάλλου, όπως σχολιάζει κι ο Φρόιντ, το μόνο που είναι πιο μάταιο από το να κάνεις αυτή τη συζήτηση είναι να μην την κάνεις καθόλου.

Το έργο επισημαίνει επίσης, ότι τα πιο σημαντικά σε μια συζήτηση είναι αυτά που δεν λέγονται. Το οικοδόμημα της παράστασης ωστόσο βασίζεται σε όσα λέγονται και τα αποδίδουν με τις καλοζυγισμένες, συντονισμένες, τεχνικά άψογες και μεστές ερμηνείες τους ο Βαρνάβας Κυριαζής και ο Ανδρέας Αραούζος.

Είναι αλήθεια ότι κατά διαστήματα αισθάνεσαι σαν να διαβάζεις ένα καλό βιβλίο, αλλά το γεγονός ότι αυτό συμβαίνει τόσο ζωντανά και πειστικά, ολοκληρώνει την πνευματική εμπειρία. Παρά το γεγονός ότι κατά την πορεία της αντιπαράθεσης η ζυγαριά δείχνει να γέρνει υπέρ του Φρόιντ, η πρόταση καταφέρνει να δημιουργήσει την αίσθηση ότι οι δύο πόλοι μπορούν να βρουν κοινό έδαφος μέσα στο ευγενές πλαίσιο της ανθρωπινότητας.

Ελεύθερα, 17.3.2024