Μια συνάντηση με έναν μύστη και τη μουσική του στην αυλή της Αξιοθέας.

«Ώστε έτσι, ε;» είπε ο Ψαραντώνης με χαμογελαστά μάτια όταν επέστρεψε καταχειροκροτούμενος στη σκηνή και τη λύρα του για το ανκόρ, κατόπιν κατηγορηματικής απαίτησης του εκστασιασμένου κοινού. Κάποιο αρχέγονο νεύρο, κάποια προαιώνια χορδή άγγιξε πάλι μέσα μας η αΐδια δοξαριά του. Όταν παίζει μουσική, μοιάζει με ψάρι στο νερό. Σαν να βρίσκει ξανά η ανάσα του τον ρυθμό της. Ολόκληρη η σωματοδομή του αλλάζει, επανακτά τον έλεγχο των κινήσεων, η φωνή του βαθαίνει, το βλέμμα του ανοίγει.

Όταν δύο ώρες προηγουμένως, λίγο πριν την έναρξη της συναυλίας, κουβεντιάζαμε στο φιλόξενο κουζινάκι του Αρχοντικού της Αξιοθέας ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Σεμνός, παροιμιωδώς βραχύλογος και απλός, φανερά αμήχανος και ντροπαλός, έμοιαζε να μην ξέρει τι να κάνει με τα χέρια του τώρα που δεν είχαν τη φυσική τους προέκταση, τη λύρα και το δοξάρι. Συνεχώς ανήσυχα, τα γεραιά του δάχτυλα είτε ανακάτευαν τα πλούσια, σγουρά μαλλιά του, είτε αναζητούσαν τις κρητικές σταφίδες και το γαλακτομπούρεκο που μάς φίλεψε η Σταματία Λαουμτζή.

«Δεν τρως εσύ; Δεν ζηλές; Εγώ άμα τρώει ο άλλος ζηλεύω» μου λέει με την απαράμιλλη ανωγειανή προφορά του. Αλλά εγώ δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του, σε σημείο αδιακρισίας. Παρατηρούσα κάθε του κίνηση και έκφραση, κάθε χρωματισμό στη φωνή του που όταν δεν τραγουδάει είναι πιο διστακτική. Μου έλκυε το βλέμμα το πνευματικό φως αυτής της πρωτεϊκής και μποέμικης φυσιογνωμίας, με κατέτρωγε η περιέργεια ν’ ανακαλύψω τη γήινη υπόσταση ενός μύστη. Ποιος γρίφος του σύμπαντος καθιστά μια φωνή που δεν τη λες και καλλικέλαδη, τόσο βαθιά συγκινητική; Ποια δύναμη κρατά ανοιχτή, όταν παίζει και τραγουδάει, εκείνη τη χαραμάδα στον χρόνο που ενώνει στο άπειρο προομηρικά, βυζαντινά, σύγχρονα και μελλοντικά μουσικά τοπία; Τι είναι αυτό που τον κάνει να φαντάζει μυθικός και ταυτόχρονα τόσο γήινος; Ποια κοσμική εντολή του ανέθεσε να κουβαλάει αποστολικά στις πλάτες, σαν τον Άτλαντα, μια παράδοση αιώνων ταυτόχρονα με την ευθύνη του ανανεωτικού της μετασχηματισμού;

«Η μουσική είναι το μεγαλείο της φύσης» μου είπε με μια τραγουδιστή απόχρωση στη φωνή. «Κι η φύση είναι μουσική. Τα πάντα έχουν παλμό. Ο αέρας, η θάλασσα. Χωρίς παλμό δεν φυτρώνει χόρτο, δεν κυλάει νερό, δεν υπάρχει ζωή». Τους ήχους πού τους βρίσκεις; «Ακούς τα πουλιά, ακούς τον αέρα, σε καθετί υπάρχει ρυθμός, αρμονία. Βρίσκεις εικόνες και ήχους. Παρατηρείς τη φύση κι αυτή σου δίνει τη μουσική. Από εκεί παίρνεις και μετά δίνεις. Μοναχό του έρχεται. Ο αέρας φυσάει και φέρνει τις μελωδίες. Ίντα;». Και ποια πιστεύεις ότι είναι η πηγή της μουσικής; «Τ’ αστέρια. Είναι ο ρυθμός του σύμπαντος. Η κραυγή των θεών». Εξακολουθείς να την ψάχνεις; «Δεν έχει άκρη η μουσική. Απέραντη είναι. Όσο φτιάχνεις τόσο ψάχνεις.»

Ο Ψαραντώνης φιλοξενείται τακτικά στο Φεστιβάλ του Πανεπιστημίου Κύπρου εδώ και 25 χρόνια. Αυτή όμως ήταν η πρώτη φορά που δεν τον υποδέχτηκε ο καλός του φίλος, ο αείμνηστος Μιχάλης Πιερής. «Μας λείπει. Μοιάζει λίγο άδειο τώρα το μέρος εδώ. Αλλά η κληρονομιά του έχει μείνει και θα μένει». Πού γνωριστήκατε με τον Μιχάλη Πιερή; «Στο Ρέθεμνος. Όταν υπηρετούσε εκεί, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Κάναμε παρέα, αλλά και πολλά έργα μαζί. Γνώρισα και τη μητέρα του, που ήταν καλός άνθρωπος. Μ’ αρέσουν οι καλοί ανθρώποι». 

Ανάμεσα στον κόσμο που χόρευε στην αυλή της Αξιοθέας τα ριζίτικα που ερμήνευαν ο Ψαραντώνης με τα χαρισματικά παιδιά του σαν να μην υπάρχει αύριο, ήταν και η φυσική συνέχεια του Πιερή, η κόρη του η Μυρτάνη. Η συνθήκη δημιουργούσε οντολογικούς συνειρμούς που η τελεσιουργία της μουσικής ανασάλευε στις φυλλωσιές του νου και εξύψωνε στη σφαίρα της μυσταγωγίας. Προηγουμένως, στη σκηνή είχε βρεθεί και η τρίτη γενιά Ξυλούρηδων, τέσσερις εγγονοί του Ψαραντώνη, που έδειξαν ότι η σκυτάλη σ’ αυτή τη μουσική δυναστεία περνάει σε καλά χέρια.  

Ελεύθερα, 26.6.2022