Με αξιοσημείωτη παρουσία και διεθνή δράση στο πεδίο της σύνθεσης και της μουσικής διεύθυνσης, η Χριστίνα Αθηνοδώρου έχει ασχοληθεί από νωρίς με την ποίηση, με τη συγγραφή και σύνθεση ποιητικών κειμένων για όπερα και άλλα φωνητικά της έργα. Η δημιουργός από την Πάφο εξέδωσε πριν από κάποιους μήνες και την πρώτη της ποιητική συλλογή που καλύπτει περίπου μία εικοσαετία συχνών μετακινήσεων στο «τρίγωνο» Λονδίνο- Παρίσι- Πάφος. Περιλαμβάνει ποιήματα ταξιδιωτικά, ερωτικά, που αντλούν στοιχεία από τους θησαυρούς της μυστηριακής ζωής. Σ’ αυτά είναι διακριτή η μεγάλη επιρροή της μουσικής.

Πώς ξεκίνησε για σένα η περιπέτεια της γραφής; Επιδίδομαι από παιδί σε «αλητείες» με τις λέξεις. Και για να ενθαρρύνω το εαυτό μου και τους άλλους, έγραφα επιστολές σε pen friends σε καμιά δεκαριά χώρες, ήμουν και καλή στην έκθεση, που στα αγγλικά τη λέγαμε και composition. Έμαθα να στήνω «περιηγήσεις» και «πλοκές», έγραφα μικρά θεατρικά για τα παιδιά της γειτονιάς, ήρθε όμως παράλληλα η μουσική και με πλημμύρισε κι άρχισα να πλέκω και να μπλέκω αλφάβητα και νότες στην ίδια σκέψη. Όπως έπλαθα τον πηλό που μας έφερναν στο δημοτικό οι δασκάλες να φτιάξουμε κανατάκια και να τα ψήσουμε, άρχισα να πλάθω κείμενα, να πλάθω μουσικές, έγραφα στίχους, άλλοτε τραγουδιστούς κι άλλοτε όχι, κι έγραφα μουσική άλλοτε με λόγια κι άλλοτε όχι. Κι έφτασα σήμερα να πλάθω και να γράφω τον ήχο και να τον αναπλάθουν άλλοι, εξαιρετικά ικανοί, ονειρικοί perfomers, να ευγνωμονώ τη γραφή και το composition – δηλαδή τις αλητείες μου –  ως Αλήθεια μου, και τελικά να βρίσκω λόγο που τσαλάκωσα τόσα χαρτιά για να συντάξω για τον εκάστοτε penpal μια καλή επιστολή, η οποία να έχει και ωραία δομή και περιεχόμενο που να τον κάνει να τη διαβάσει ως το τέλος και έτσι ίσως να πάρω και τις απαντήσεις μου. Καθ’ οδόν, γεννήθηκε και η πρώτη συλλογή, πιθανότατα αφομοιώνοντας μια σκέψη που με ενέπνευσε σε αυτήν.

– Πώς προβλέπεις να συνεχιστεί; Δεν θα μάθω ποτέ τη συνέχεια της περιπέτειας της γραφής. Τη βιώνω καθημερινά, ως καταγραφή ήχων, ως αντίδραση σε αναγνώσεις και ακροάσεις, ως τρόπο ζωής και διεκδίκηση προσανατολισμού.

Διαχωρίζεις της ιδιότητα της ποιήτριας από αυτήν της συνθέτριας; Αισθάνομαι κάπως αμήχανα στα νερά της λογοτεχνίας, επειδή είναι ιερά νερά, όπως αυτά της μουσικής. Δηλαδή, θέλω να πω ότι ήδη προπονούμαι στο ακατάληπτο της Ποίησης μέσα από τη Σύνθεση Μουσικής, μπροστά στην οποία στέκομαι με δέος. Πόσο δύσκολο πράγμα! Γι’ αυτό αποτελεί μια πολύ μεγάλη πτυχή του αγώνα μου. Αν και προτάσσω τη μουσική ως κύριά μου ενασχόληση, στον πυρήνα τους αυτά τα δύο αγκαλιάζονται αρμονικά. Ακούω και γράφω, διότι δεν ισχύει πια απλώς το σκέφτομαι και γράφω, μαθαίνω όμως το ποιείν ως ερασιτέχνης, δηλαδή ἐρῶ την τέχνη της γραφής – άρα και της σύνθεσης – , και για να φτάσω στην αριστοτεχνική οικοδόμηση ενός έργου, δεν ξέρω αν φτάνει μια ολόκληρη ζωή. Υποψιάζομαι, όμως, ότι αυτός ο Έρωτας αξίζει τουλάχιστον ως αναζήτηση μιας άνωθεν υπόδειξης.

Τι είναι οι Πλεύσεις και από πού εκκινούν; Ένας μεγάλος περίπατος, μπρος-πίσω στον χρόνο, αλλά ταυτόχρονα, με αποφασιστική φορά προς τα εμπρός. Η πλεύση ως έννοια εμπερικλείει την κίνηση και το καινούριο, και το πάντρεμά της με την εκκίνηση από τη ζεστή, γνώριμη εστία, με γοήτευε πάντα. Η επιλογή των κειμένων έγινε αφού έκανα ένα χρονικό και γεωγραφικό aller-retour, όχι για να στήσω ένα βιβλίο ως ένα ανακατεμένο ημερολόγιο, αλλά γιατί η εξομολόγηση- για την οποία και πρόκειται- χρόνια κρατεί. Ταυτόχρονα, πρόκειται για μια αναγέννηση των κειμένων από τα διάφορα σημειωματάριά μου, κείμενα που με το συνταίριασμά τους και τη συγκεκριμένη σειρά και σελίδωση, άσχετα με το πότε και πού είναι γραμμένο το καθένα, ανακύπτουν σε μία κίνηση, ως μία πλεύση.

Πώς προσδιορίζεις τη σχέση ποίησης και μουσικής; Και η ποίηση και η μουσική ως μορφές τέχνης, προκύπτουν από τη σύνθεση. Η σχέση μεταξύ τους, εκτός από πανάρχαια, είναι διαχρονική και συνυφασμένη με την ανθρώπινη έκφραση, παρατήρηση και μαρτυρία ορατών και αοράτων. Γνωρίζουμε ότι η επεξεργασία του λόγου γίνεται από το αριστερό ημισφαίριο του ανθρώπινου εγκεφάλου κι ότι για τη μουσική μας αντίληψη γενικά είναι υπεύθυνο το δεξί- με εξαίρεση τον ρυθμό. Και πράγματι, ο ρυθμός, τα «σημεία στίξης» είναι το πρώτο κοινό κύτταρο που θεωρώ ότι εντοπίζεται εύκολα στη σχέση μεταξύ ποίησης και μουσικής. Ακόμη και στην περίπτωση όπου αυτές δουλεύονται και παρουσιάζονται αυτόνομα από τους δημιουργούς, και η μουσική και η ποίηση έχουν αυτό το κοινό: ρυθμοδοτούν τη ζωή μας, δημιουργούν σταθμούς στο ακατάπαυστο ρεύμα της.

Είναι η ποίηση ένας δρόμος μέσω του οποίου μπορούμε να κατανοήσουμε τη μουσική; Δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει αυτό. Κρατώ μέσα μου ότι ο λόγος μας έχει σημασία ακριβώς γιατί είναι αέρας ή αέρινος. Δηλαδή, αντίστοιχα, ασήμαντος ή ανάλαφρος, ίσως επειδή έτσι είναι κάποια πράγματα μέσα στην καρδιά μας. Γι’ αυτό η σιωπή μάς εξισορροπεί και γι’ αυτό ο σοβαρός λόγος μπορεί ταυτόχρονα να είναι αέρινος, αλλά δεν μπορεί να είναι ασήμαντος. Ο λόγος ισοδυναμεί με το ανασήκωμα ενός βάρους, παράγουμε ήχο, τον ήχο μας, μπροστά στον Λόγο, μπροστά στον συνάνθρωπο, και περιμένουμε την αντήχηση, η οποία κάποτε φτάνει πίσω σε εμάς και κάποτε όχι. Οι λέξεις μας, οι φράσεις μας, τα γράμματα, ως ψηφίδες ενός μεγαλύτερου ποιήματος- δηλαδή αυτού που ποιείται- μάς στήνουν στον τοίχο και ταυτόχρονα μάς απελευθερώνουν, γιατί έχουν ζωή, έχουν το dna της υπόστασής μας. Ομοίως, ο κάθε ήχος ως σύνθετο ηχητικό κύμα, αποτελεί στοιχείο με το οποίο ο συνθέτης οικοδομεί ένα μεγαλύτερο κύμα, το μουσικό έργο καθαυτό μέσα στον χρόνο, δηλαδή μέσα στη διάρκειά του. Μέσα μου πιστεύω ότι ο ποιητής, ο δημιουργός, μπορεί να κατανοεί τον επίμοχθο αγώνα ενός άλλου δημιουργού, σε όποια παλαίστρα κι αν συμβαίνει αυτός ο αγώνας. Αλλά δεν μπορεί πάντα να κατανοήσει και το έργο του άλλου αν δεν μάθει ή αν δεν υπ-ακούσει στους κώδικες της γλώσσας του.

Πόσο εύκολα μπορεί να διανύσει κανείς αυτή τη διαδρομή; Σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν με φυσικότητα να «διανύσουν» ως ακροατές ένα μουσικό έργο, αλλά οι οποίοι δυσκολεύονται να εμβαθύνουν σ’ ένα λογοτέχνημα. Και αντίστροφα, υπάρχουν έμπειροι, απαιτητικοί αναγνώστες οι οποίοι είναι ανήκοοι στην περιπλοκότητα μιας μουσικής σύνθεσης και εν τέλει στη μουσική ως κάτι ζωντανό που είναι και που δε χρειάζεται επεξηγήσεις με φιλολογικούς όρους για να γίνει κατανοητή. Παρόλα αυτά, είτε κατέχουμε το άθλημα είτε όχι, νομίζω ότι μπορούμε να έχουμε μια υποψία μιας συγκλονιστικής στιγμής ή τουλάχιστον μιας ειλικρινούς κατάθεσης στην πορεία ενός ανθρώπου που θα ήθελε φέρει την ιδιότητα του (συν)δημιουργού. Όχι γιατί θα του προσδώσει κύρος, ή γιατί θα του φέρει δόξα, αλλά γιατί έτσι ανασκαλεύει και αναζητεί παντοιοτρόπως την κοινωνία, τη σύναψη και την ενδυνάμωση της ουσιαστικής σχέσης με τα άνω.

«Πλεύσεις»
Εκδ. Αρμός
Σελ. 80
Τιμή: €10.00

Ελεύθερα, 30.7.2023