Ο σκηνοθέτης ταινιών Σάββας Σταύρου θεωρεί ότι μια κοινότητα είναι τόσο ισχυρή όσο οι ιστορίες που λέει για τον εαυτό της.

Η τέταρτη μικρού μήκους ταινία του Σάββα Σταύρου «Buffer Zone» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στα φεστιβάλ του Κλερμόν- Φεράν και BFI Flare του Λονδίνου, ενώ έφυγε από τη Δράμα με δύο διακρίσεις στις αποσκευές: το Βραβείο Drama Queer και το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας, για τον νεαρό πρωταγωνιστή, Ανδρέα Μάρκου. Το γεγονός ότι έχει queer χαρακτήρα μια ταινία με θέμα έναν Ελληνοκύπριο κι έναν Τουρκοκύπριο φαντάρο που βρίσκονται αντικριστά στην πράσινη γραμμή, φαντάζει από μόνο του τολμηρό, αλλά ο ίδιος δεν το βλέπει ακριβώς έτσι. Μιλήσαμε μαζί του με αφορμή την κυπριακή πρεμιέρα της ταινίας του, στο 13ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους. Με έδρα εδώ και χρόνια το Λονδίνο και θεωρούμενος ως ανερχόμενος σκηνοθέτης από το British Film Institute, ο Κύπριος κινηματογραφιστής σημειώνει ότι η δημιουργία αυτής της ταινίας είναι απλώς άλλη μια απόδειξη του γεγονότος ότι μπορούμε να συνυπάρξουμε.

-Ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα; Η ταινία γεννήθηκε από την ανάγκη να εκφράσω ένα αίσθημα ανησυχίας και στασιμότητας που βίωνα στη ζωή μου εκείνη την εποχή- ειδικά όταν η δημιουργική μου δουλειά περιήλθε σε τέλμα. Εδώ και μερικά χρόνια εργάζομαι πάνω σ’ ένα μεγάλου μήκους κινηματογραφικό μιούζικαλ που διαδραματίζεται σε στρατόπεδο στην Κύπρο. Οπότε με φυσικό τρόπο προέκυψε η ιδέα μιας μικρού μήκους ταινίας που θα λειτουργούσε ως εννοιολογική απόδειξη. Αυτό το αίσθημα ανησυχίας εκδηλώθηκε μέσα στην ευρύτερη πολιτική κατάσταση που έχουμε βρεθεί στην Κύπρο, όπως εκφράζεται μέσα από τα μάτια ενός νεαρού στρατιώτη: η στασιμότητα στο Κυπριακό, η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Και εκφράζεται φυσικά και μέσα από τη μουσική!

Θα έλεγες ότι υφολογικά παραπέμπει περισσότερο σε μιούζικαλ; Δεν ξέρω γιατί, αλλά πολλοί άνθρωποι μισούν τα μιούζικαλ και μάλιστα δεν διστάζουν να το εκφράζουν κιόλας. Αλλά, εγώ από μικρός ήμουν πάντα θαυμαστής. Η αφήγηση μιας ιστορίας μέσω του τραγουδιού ανοίγει τόσες πολλές οπτικές δυνατότητες που μπορούν να καινοτομήσουν και να αμφισβητήσουν την ίδια την τέχνη του κινηματογράφου. Αυτό το βρίσκω μια πραγματική πηγή έμπνευσης. Τώρα προτιμώ να ανατρέψω τις προσδοκίες του είδους κι έτσι στο «BUFFER ZONE» δεν θα βρείτε κανένα παραδοσιακό, ζαχαρωμένο, χορευτικό νούμερο. Η ταινία είναι μελαγχολική και πραγματεύεται την τοξική αρρενωπότητα και το να είσαι αουτσάιντερ. Τα τραγούδια είναι εσωτερικά και ερμηνεύονται ακαπέλα. Κατά κάποιο τρόπο λειτουργεί ως θεματικό οξύμωρο, καθώς διαδραματίζεται σε στρατόπεδο, έναν χώρο όπου ακόμη κι η ιδέα ενός μιούζικαλ θεωρείται θηλυπρεπής. Κατά κάποιο τρόπο, είναι ένα «απροσδόκητο» μιούζικαλ. Εάν μπορείς να κάνεις το κοινό να πιστέψει ότι παρακολουθεί ένα είδος ταινίας και ν’ αποκαλύψεις ότι τελικά αυτό που παρακολουθεί είναι μιούζικαλ, τότε μπορείς να απευθυνθείς σ’ ένα ευρύτερο κοινό και να το εκπλήξεις ευχάριστα.

-Πώς σκέφτηκες την ιστορία; Ήρθε τυχαία σ’ ένα πυρετικό όνειρο και με κάποιον τρόπο ξεχύθηκε από μέσα μου κατά τη διάρκεια μιας βραδιάς. Ποτέ δεν γράφω τόσο γρήγορα κι όμως θυμάμαι ότι το πρώτο προσχέδιο του σεναρίου γράφτηκε σε μόλις 4 ώρες!

Γιατί δεσπόζει το συγκεκριμένο κομμάτι της Κέιτ Μπους; Η σύνδεση μ’ έναν άλλο άνθρωπο μέσω της μουσικής ήταν πάντα ένα σημαντικό μέρος της ζωής μου από τότε που ήμουν έφηβος κι ένα από τα τραγούδια αυτά ήταν το «Running Up That Hill». Σχεδόν από ένστικτο, εκδηλώθηκε στο σενάριο ως κύριο ερωτικό τραγούδι. Για μένα, περιγράφει τέλεια την ενσυναίσθηση που βρίσκεται στην καρδιά αυτής της ιστορίας, πέραν πάσης αμφιβολίας. Οι παραγωγοί ήταν επιφυλακτικοί σχετικά με το ότι η Κέιτ Μπους φέρεται πάντα να αρνιέται να δώσει τα δικαιώματα αυτού του τραγουδιού. Έτσι, μπήκαμε σε μια διαδικασία να βρούμε κάτι εναλλακτικό σε περίπτωση που δεν μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε τα δικαιώματα- αλλά ειλικρινά δεν υπήρχε άλλο τραγούδι που να λειτουργούσε για τη σκηνή. Προς μεγάλη μας έκπληξη, η κυρία Μπους ήταν από την αρχή μεγάλη υποστηρίκτρια της ιστορίας μας και της ταινίας.

Στιγμιότυπο από την ταινία.

Είναι τυχαίο το γεγονός ότι γνώρισε ανανεωμένη απήχηση το 2022 μέσω του «Stranger Things»; Το δικό μας έγινε πολύ πιο πριν. Έγραψα το σενάριο το 2019 και πήρα τα δικαιώματα το 2020. Έτσι, καταλαβαίνεις την απογοήτευσή μου όταν το τραγούδι εμφανίστηκε στη σειρά το 2022, ενώ εμείς βρισκόμασταν ήδη στη μετα-παραγωγή. Για καιρό φοβόμουν ότι το κοινό θα πίστευε πως αντιγράφουμε και κριτικάρουμε τη σειρά, αλλά τελικά ο τρόπος που χρησιμοποιούμε το τραγούδι είναι πολύ πιο σπαρακτικός.

Έχει η αγάπη, στην πραγματικότητα, σύνορα; Πιστεύω ότι η αγάπη, όπως και η μουσική, είναι ένα είδος μαγείας. Το σωματίδιο του Θεού, αν θέλετε. Είναι εγγενής μέσα μας κι όλοι το καταλαβαίνουμε, ανεξάρτητα από πού προερχόμαστε. Είναι αυτό το άυλο πράγμα που επιβιώνει από μόνο του ως οικουμενική γλώσσα– και αψηφά όλα τα σύνορα. Πάντα λέω ότι με τη μουσική, υπάρχουν πάντα περισσότερα που μάς συνδέουν και νομίζω ότι το ίδιο συμβαίνει και με την αγάπη. Κάνεις ένα βήμα πίσω και συνειδητοποιείς ότι τα σύνορα είναι ασήμαντα, ανθρωπογενή. Η αγάπη -όπως και η μουσική- μπορεί να τα ξεπεράσει όλα.

Νομίζεις ότι οι καταπιεσμένοι άνθρωποι καταφεύγουν πιο εύκολα στη φαντασία; Έχει πλάκα που το ρωτάς αυτό, γιατί είναι ένα θέμα που εξερευνώ συχνά στη δουλειά μου: την ιδέα της φαντασίας εναντίον της πραγματικότητας. Μεγαλώνοντας στην Κύπρο, δεν ένιωθα ότι ο τόπος αυτός μού ταιριάζει. Ήταν μια παράξενη εποχή που μού υπαγόρευε πώς έπρεπε να είμαι ως αγόρι που γίνεται άντρας μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία. Και διαφυγή μου ήταν ο κινηματογράφος. Φαντάστηκα ότι ήμουν άλλος άνθρωπος, σε διαφορετικό μέρος και δημιουργούσα ιστορίες μέσα στις οποίες μπορούσα να επιβιώσω. Κατά κάποιο τρόπο, μού έδωσε τη δύναμη και την πεποίθηση να προχωρήσω και ν’ αναζητήσω μια καριέρα στον κινηματογράφο, παρόλο που όλοι έλεγαν ότι αυτό ήταν αδύνατο. Η φαντασία μπορεί να σε οδηγήσει και να σου διδάξει τα εργαλεία με τα οποία μπορείς να κάνεις την πραγματικότητά σου ένα καλύτερο μέρος όχι μόνο για σένα, αλλά και για τους γύρω σου. Όλοι χρειαζόμαστε λίγη μαγεία στη ζωή μας, αλλιώς ποιο είναι το νόημα;

Σε προβλημάτισε το «προβοκατόρικο» της όλης ιδέας; Για να είμαι ειλικρινής, όταν έγραφα την ταινία με ώθησε η ανάγκη να εκφράσω την επιθυμία να σπάσω αυτήν την ανησυχία και τη στασιμότητα που βιώνουμε ως έθνος και δεν μ’ εμπόδισε το ενδεχόμενο να θεωρηθεί η ταινία «προβοκατόρικη». Ήθελα να πω μια απλή ιστορία για την αγάπη που ξεπερνά όλα τα σύνορα και τα εμπόδια- εσωτερικά και εξωτερικά, κοινωνικά και πολιτικά. Το σημαντικό κομμάτι είναι το μήνυμα της ταινίας και απευθύνεται σ’ όλους τους νεαρούς άντρες που μπορεί να περνούν κάτι παρόμοιο, με την ελπίδα ότι θα διαπιστώσουν πως δεν είναι τόσο μόνοι όσο μπορεί να νιώθουν.

Ο Σάββας Σταύρου.

Αναλογίστηκες ότι μπορεί να σημειωθούν αντιδράσεις από θεατές στην Κύπρο; Υποβόσκει φυσικά μια ευαίσθητη πολιτική αύρα λόγω του περιβάλλοντος της ταινίας, αλλά πρόθεσή μου δεν είναι να στενοχωρήσω ή να προκαλέσω. Απλώς παρουσιάζω μια κατάσταση όπως τη βλέπω κι αν αυτό ενθαρρύνει θετικό λόγο που μπορεί να προωθήσει την κατανόηση και την αλλαγή, τόσο το καλύτερο. Μια κοινότητα είναι τόσο ισχυρή όσο οι ιστορίες που λέει για τον εαυτό της και θεωρώ ότι είναι καθήκον μας να προωθήσουμε την κατανόηση εν ονόματι της προόδου.

Πιστεύεις ότι υπάρχουν περισσότερες προοπτικές συνύπαρξης απ’ όσες μας επιτρέπουν να νομίζουμε; Μεγάλωσα με τετράδια που έγραφαν «Δεν ξεχνώ και αγωνίζομαι» και πάντα διδασκόμουν την ιστορία μ’ έναν πολύ δυαδικό τρόπο μεταξύ καλού και κακού– ποιον να μισείς και ποιος είναι ο εχθρός. Φυσικά, υπάρχει ένας πολύ σημαντικός λόγος πίσω από αυτό, αλλά ταυτόχρονα αγνοεί εντελώς την ικανότητά μας να βλέπουμε ο ένας τον άλλον ως ανθρώπινα όντα. Αν υπάρχει κάτι που μού έμαθε η ταινία είναι ότι, ναι, μπορούμε να συνυπάρξουμε, γιατί αν το καλοσκεφτείς– είμαστε όλοι φτιαγμένοι από την ίδια πάστα. Από την αρχή, θέλαμε να τονίσουμε το δικοινοτικό πνεύμα που βρίσκεται στην καρδιά της ταινίας κι ήμασταν ανένδοτοι ότι θα εργαζόμασταν από κοινού με τους Τουρκοκύπριους αδελφούς και αδελφές μας στη δημιουργία της. Συγκινήθηκα από την απίστευτη αγάπη και υποστήριξη που λάβαμε προς όφελος αυτού του πρότζεκτ. Ειλικρινά, δεν θα τα είχαμε καταφέρει χωρίς αυτούς κι αυτό από μόνο του είναι άλλη μια απόδειξη του γεγονότος ότι, ναι, μπορούμε να συνυπάρξουμε.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία στη διαδρομή αυτού του πρότζεκτ; Η δημιουργία μιας ταινίας είναι πάντα μια επίπονη διαδικασία, αλλά το «BUFFER ZONE» ήταν μια ιδιαίτερη εξαίρεση προς το χειρότερο. Σε κάποια σημεία έμοιαζε λες και προσπαθούσαμε… να λύσουμε το Κυπριακό. Από τη στρατηγική μας για το πώς να πείσουμε την Εθνική Φρουρά να παραχωρήσει πρόσβαση σε τοποθεσίες, στολές, όπλα και οχήματα, μέχρι την προσπάθεια εύρεσης τοποθεσίας στη Λευκωσία που θα μπορούσε να μοιάζει με τη Νεκρή Ζώνη, ή ακόμη το να χάσουμε έναν από τους πρωταγωνιστές μας επειδή οι γονείς του δεν ενέκριναν τη ΛΟΑΤΚΙ χροιά της ιστορίας. Η πρώτη μέρα των γυρισμάτων ήταν συμπτωματικά και η πρώτη μέρα που η Κύπρος μπήκε ξανά σε lockdown το 2021 και τα σημεία διέλευσης έκλεισαν. Ξαφνικά, ζούσαμε τα θέματα που πραγματεύεται η ιστορία, με την πλειονότητα των Τουρκοκύπριων ηθοποιών να έχουν κολλήσει στην άλλη πλευρά. Αλλά με την αρωγή και των δύο πλευρών, καθώς επίσης του Υπουργείου Άμυνας και του τότε Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, μάς παραχωρήθηκε πρόσβαση για να ολοκληρώσουμε τα γυρίσματα. Βλέπεις; Όπως πάντα, τελικά κυριαρχεί η ανθρωπιά και η κατανόηση.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Κύπρο σήμερα; Υπάρχει μια συστημική πατριαρχία στην καρδιά των μικρών χωρών που προσδιορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις παραδόσεις και τις θρησκείες τους. Αυτό γίνεται ακόμη πιο εμφανές σ’ ένα μέρος όπως η Κύπρος με τη διαρκή κατάσταση σύγκρουσης που δίνει στον στρατό μια αυξημένη αίσθηση εξουσίας. Αυτή η πατριαρχική υπεροχή βρίσκεται στον πυρήνα πολλών θεμάτων όπως ο σεξισμός, η ομοφοβία και η τοξική αρρενωπότητα, όπου τα αγόρια μεγαλώνουν για να σταματήσουν να είναι παιδιά και διδάσκονται πώς να χρησιμοποιούν όπλα πριν καν μάθουν πώς να ερωτεύονται. Ο αυξανόμενος αριθμός αυτοκτονιών νεαρών ανδρών που συνδέονται με την ψυχική υγεία την τελευταία δεκαετία είναι ένας αρκετά σημαντικός λόγος για ν’ αμφισβητήσουμε αυτές τις αντιλήψεις και να τις αντιμετωπίσουμε ως πραγματική απειλή για τον ιστό της κοινωνίας μας. Ιδιαίτερα σε ανδροκρατούμενους χώρους όπως ο στρατός, όπου οι αυτοκτονίες είναι πιο συχνές απ’ όσο νομίζουμε και συχνά συγκαλύπτονται γρήγορα. Είναι ένα θέμα που με απασχολεί με την πάροδο του χρόνου και σκοπεύω να το εξερευνήσω με τη μεγάλου μήκους ταινία μου. Δεν είμαι σίγουρος ποια είναι η λύση, αλλά ελπίζω ότι ο κινηματογράφος μπορεί να ρίξει λίγο φως σ’ αυτό και να ενθαρρύνει ένα πιο λαμπρό μέλλον.

Δείτε το τρέιλερ της ταινίας:

Ελεύθερα, 1.10.2023