Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου, ο βετεράνος πολιτικός και αγωνιστής αποτυπώνει, με τις γνώσεις του, την βαθιά κριτική του σκέψη και την μεγάλη του εμπειρία, όσα πολύ καλά γνωρίζει σε σχέση με την Ιστορία του τόπου του, τις αιτίες και τα πραγματικά γεγονότα.

Διαβάζω στο οπισθόφυλλο του νέου σας βιβλίου: «Αναφερόμαστε σε μια περίοδο με πληθώρα γεγονότων, φορτισμένη με διακηρύξεις και ηρωικές αποφάσεις, όπου οι πανηγυρισμοί και οι πατριωτικοί λόγοι συγκάλυπταν την πραγματικότητα και καλλιεργούσαν το μύθο». Αυτή η αποφυγή αντιμετώπισης της πραγματικότητας είναι, πιστεύετε, ο κύριος λόγος που μας οδήγησε μέχρι σήμερα σε αυτό που βιώνουμε σήμερα στην Κύπρο; Σωστά το επισημαίνετε. Υπήρχε η βάση πάνω στην οποία στηριζόταν η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, το δικοινοτικό κράτος, οι συνθήκες εγκαθίδρυσης, το Σύνταγμα της Δημοκρατίας. Αυτά όλα, όχι μόνο παραγνωρίστηκαν, αλλά και θεωρήθηκαν άκυρα και ανυπόστατα, αν όχι και προδοτικά. Από εκεί και πέρα, μπήκαμε σε μια πλειοδοσία ποιος θα φέρει την ένωση πιο γρήγορα, την αδέσμευτη δημοκρατία και την αυτοδιάθεση ή την άμεση διεξαγωγή δημοψηφίσματος, χωρίς ενδιάμεσα στάδια. Ανεδαφικό και το ένα και το άλλο. Είχαμε, δηλαδή, ένα κράτος και αξιωματούχους που αντλούσαν την ύπαρξη και την εγκυρότητά τους από τις διεθνείς συμβάσεις που οι ίδιοι προσυπέγραψαν και τις οποίες μετέτρεψαν σε ανυπόστατες και άκυρες. Μια αλλοπρόσαλλη πολιτική με κοινό παρονομαστή την εκτός πραγματικότητας πατριωτική πλειοδοσία.

Ποια η διαφορά της «στρατιωτικοποίησης» από τη «στρατοκρατία», έτσι όπως τις ορίζετε στον τίτλο του βιβλίου σας, μεταξύ των ετών 1964-1967; «Στρατιωτικοποίηση» σημαίνει εγκατάλειψη της πολιτικής και διπλωματικής αντιμετώπισης του προβλήματος, της συνεννόησης, του διαλόγου και της αναζήτησης των αναγκαίων συμβιβασμών, και τη στροφή προς την επιβολή λύσης με στρατιωτικές μεθόδους. Αυτά οδήγησαν σε αλλεπάλληλες συγκρούσεις, σε απειλές της Τουρκίας για εισβολή και, τελικά, στις μάχες της Τυλληρίας, στους τούρκικους βομβαρδισμούς και στις δεκάδες των θυμάτων, στρατιωτών κα αμάχων – μια πορεία σύγκρουσης και αναμέτρησης που αναζητούσε νικητές και ηττημένους. «Στρατοκρατία» σημαίνει ανάμειξη του στρατού στην πολιτική, αμφισβήτηση και υπόσκαψη της πολιτικής ηγεσίας. Και αυτό συνέβη όταν ο στρατός ξέφυγε από τον αρχικό του προορισμό: της στήριξης της Δημοκρατίας. Η ηγεσία του στρατεύματος, εξαρτημένη από το υπουργείο Άμυνας της Ελλάδας, είχε τη δική της πολιτική, διαφορετική από αυτήν της κυπριακής κυβέρνησης και συνωμοτούσε για την ανατροπή της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στρατοκρατίας ήταν η κατάσχεση, τον Δεκέμβριο του 1966, από το στρατό, των όπλων που η κυβέρνηση αγόρασε από την Τσεχοσλοβακία.

-Γιατί ήταν καθοριστικά αυτά τα τρία έτη, 1964-1967, για την Κύπρο; Ήταν η περίοδος μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις. Απουσίασε η αυτοκριτική. Αντί να δει η πολιτική ηγεσία ότι αστόχησε, τόσο στους στόχους της όσο και στο αποτέλεσμα, δηλαδή της ανατροπής των συμφωνιών και του ολοκληρωτικού ελέγχου του νησιού με την οργάνωση «Ακρίτας», συνέχισε την ίδια πορεία, με την ίδια νοοτροπία, την ένοπλη και την συγκρουσιακή, με τα ίδια καταστροφικά αποτελέσματα. Εδραίωνε τους θύλακες και αύξανε το ρόλο και την παρέμβαση της Τουρκίας στο Κυπριακό. Εκεί υπάρχει η ρίζα της διχοτόμησης, της υπόσκαψης της Δημοκρατίας και της χρονιότητας του Κυπριακού. Η παράταση του προβλήματος και η εμπλοκή του στο Ψυχρό Πόλεμο το μετακίνησε από την ενδοκυπριακή συνταγματική του βάση σε Ελληνοτουρκική διαφορά, με διαιτητή τις Η.Π.Α.

© Αρχείο Φιλελευθέρου- Παναγιώτης Μηνά.

Διαβάζω στο βιβλίο σας για το Σχέδιο Άτσεσον π.χ. και τις παραινέσεις που έκανε στους εμπλεκόμενους για να το αποδεχτούν και αναρωτιέμαι αν, τελικά, πράγματι, κάθε προηγούμενο σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού ήταν καλύτερο από το επόμενο… Και αν το -τυχόν- επόμενο που θα μας προταθεί, με βάση την Ιστορία πια, θα είναι χειρότερο από εκείνο του Κραν Μοντανά… Τι πιστεύετε; Καταρχήν δεν υπήρξε σχέδιο Άτσεσον που έγινε αποδεκτό από τα μέρη που το διαπραγματεύονταν, την Ελλάδα και την Τουρκία και που το απέρριψε η Κύπρος. Ό,τι δεχόταν η Ελλάδα -τη βάση με ενοίκιο- δεν το δεχόταν η Τουρκία, και ό,τι δεχόταν η Τουρκία -τη βάση σε καθεστώς κυριαρχίας- δεν το δεχόταν η Ελλάδα. Κι όλα αυτά στη βάση της διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, που συνιστούσε εκτροπή από τη μόνη πολιτική που διαφύλασσε την ενότητα του νησιού και του πληθυσμού: τη διάσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας πάνω στη δικοινοτική βάση των συνθηκών. Είναι αλήθεια ότι υπήρξαν περιπτώσεις που θα μπορούσε να λυθεί το πρόβλημα κάτω από καλύτερες συνθήκες, τόσο πριν το 1974 όσο και μετά. Σίγουρα η άκαρπη πάροδος του χρόνου προσθέτει προβλήματα, μεγαλώνει τα χάσματα και κάνει την επίλυσή του πιο δύσκολη. Αυτό ισχύει και για το Κραν Μοντανά. Δυστυχώς, έλειψε ο ηγέτης που θα τολμούσε να πάρει αποφάσεις και να οδηγήσει την Κύπρο έξω από τα αδιέξοδά της. Ένα εγχείρημα δύσκολο, αλλά και προνόμιο ενός ηγέτη που κατακτά θέση στην Ιστορία.

Στο βιβλίο σας κάνετε συχνή αναφορά στις δύο προσωπικότητες που καθόρισαν την Κύπρο: στον Αρχ. Μακάριο Γ’ και στον Γεώργιο Γρίβα. Ως βαθύς γνώστης της Ιστορίας και με την αντικειμενικότητα που σας διακρίνει θα ήθελα να μου αναφέρετε επιγραμματικά τα μεγάλα λάθη των δύο αυτών ανδρών, σε σχέση με την Κύπρο… Κι αν αυτοί οι δύο άνδρες ήταν, τελικά, τα «μοιραία» πρόσωπα της Ιστορίας αυτού του τόπου… Αυτό είναι ένα ερώτημα που θα βασανίζει, όχι μόνο εμάς που ζήσαμε τα γεγονότα, αλλά και όλους τους Κυπρίους που θα μας διαδεχθούν. Εκείνο που μπορούμε να διατυπώσουμε είναι το διαφορετικό σημείο εκκίνησης των δύο ηγετών. Ο Μακάριος, με την παρακαταθήκη της εθναρχικής ιδιότητας, και ο Γρίβας με την ιστορία της εμπλοκής του στον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα και της ακραίας αντικομμουνιστής του νοοτροπίας. Ο Μακάριος ήταν σε θέση να διαβλέπει αλλαγές και να συμβαδίζει -ως ορισμένο σημείο- με τις διεθνείς εξελίξεις, ενώ ο Γρίβας έμενε προσκολλημένος σε δογματικές αντιλήψεις και νοοτροπίες. Τον Μακάριο μπορούμε να τον κρίνουμε για τα πολιτικά του λάθη, στο βαθμό που υποβάθμισε τη σημασία και αξία της Ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, που αργότερα την αναζητούσε, αλλά ήταν πια αργά. Τον Γρίβα τον συνοδεύουν εγκλήματα σε βάρος του λαού και του τόπου. Οι ηρωισμοί των ηρώων της ΕΟΚΑ, δεν αποτελούν άλλοθι για τις ενέργειες και τις πράξεις του. 

Λίγο πριν τα 90 σας χρόνια πια, ευελπιστείτε, ακόμη, πως θα προλάβετε -εσείς ή τα παιδιά σας-, να δείτε την Κύπρο επανενωμένη ή χάσατε πλέον κι εσείς την υποδειγματική αισιοδοξία που πάντοτε σας διέκρινε; Εκείνο που έχω κατά νου είναι ότι ούτε όλα όσα θέλουμε να κάνουμε μπορούμε να τα πέτυχουμε στη σύντομη ζωή μας, ούτε η ιστορία μιας υπόθεσης ή ενός τόπου μπορεί να συμβαδίζει με τη διάρκεια της δικής μας, σύντομης, ζωής. Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε εμείς, οι απλοί πολίτες, είναι το κατά δύναμη, με αίσθημα ευθύνης για τον τόπο και την κοινωνία μας. Σε ό,τι αφορά στην Κύπρο, εκείνο που υποστηρίζω είναι ότι, παρόλες τις συμφορές και τις απώλειες, η Κύπρος έχει απέραντες δυνατότητες για να επιζήσει. Το αποδεικνύει η ιστορία του τόπου διαμέσου των αιώνων. Η Κύπρος στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελεί την έσχατη προέκταση της Ευρώπης στην ταραγμένη Μέση Ανατολή, που αυτή τη στιγμή η κρίση που την συγκλονίζει βρίσκεται στο κατακόρυφο. Η Κύπρος ήταν πάντα γέφυρα επικοινωνίας με την περιοχή – αυτό της δίνει πολλά περιθώρια επιβίωσης. Αν η γεωγραφία της προσδίδει ιδιαίτερο ρόλο, η ιστορία της κληροδότησε την σύνθεση του πληθυσμού, εξίσου σημαντικής για τον ρόλο και το μέλλον της. Αν είχαμε κατανοήσει τι θα σήμαινε μια ειρηνική Κύπρος με τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκυπρίους, τους Μαρωνίτες, Αρμένιους και Λατίνους, η Κύπρος θα αποτελούσε πρότυπο συνεργασίας ανθρώπων με διαφορετική θρησκεία και φυλετική καταγωγή. Θα μας επέτρεπε να προσεγγίζουμε την περιοχή με πειστικότητα, ωφέλιμη για την ίδια την πατρίδα μας, και σε προέκταση για την Ευρώπη και τον κόσμο.

  • Info: Το νέο βιβλίο του Τάκη Χατζηδημητρίου, «Κυπριακή Δημοκρατία 1964-1967 – Από την στρατιωτικοποίηση στη Στρατοκρατορία – Το Κυπριακό και ο Ελληνικός λαβύρινθος», μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Παπαζήση