Το φετινό φεστιβάλ Κινηματογραφικές Μέρες Κύπρος 2024 φιλοξένησε το διευθυντή φωτογραφίας Εμρέ Ερκμέν ο οποίος βρέθηκε στην Κύπρο για να παρουσιάσει ένα masterclass στο πλαίσιο της διοργάνωσης.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο in-Cyprus και στον Φιλελεύθερο, ο Τούρκος καλλιτέχνης, με καταγωγή από τη Λευκωσία, μοιράστηκε συμβουλές με νέα άτομα που ονειρεύονται να εργαστούν στον τομέα του κινηματογράφου. Προτρέπει τους νέους και τις νέες να αναπτύξουν το προσωπικό τους στυλ και να παραμείνουν ευέλικτοι, βρίσκοντας δημιουργικούς τρόπους να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις που θα συναντήσουν κατά τη διάρκεια της διαδρομής τους.

Έχοντας εργαστεί τόσο στην κινηματογραφική βιομηχανία της Τουρκίας όσο και της Γερμανίας, όπου κατοικεί, ο Ερκμέν εξηγεί πώς αυτή η διαφορετικότητα τον έχει διαμορφώσει ως επαγγελματία, αναγκάζοντας τον να προσαρμοστεί σε ξεχωριστές συνθήκες παραγωγής.

Ποια είναι η σχέση σου με την Κύπρο; Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη. Ο παππούς μου είναι από τη Λευκωσία. Γεννήθηκε εδώ αλλά έφυγε για να σπουδάσει και έγινε δικαστής. Ο αδερφός του έμεινε στην Κύπρο και είχε ένα γνωστό ζαχαροπλαστείο στη Λευκωσία. Ονομαζόταν Saloon Beirut. Έτσι, έχω συγγενείς εδώ (στην Κύπρο) – τους ξαδέρφους μου και άλλους. Ο παππούς μου έφυγε πριν από τον πόλεμο, στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και του 1940, για να σπουδάσει.

Επισκεπτόσουν συχνά την Κύπρο μικρός; Ναι, συνήθιζα να έρχομαι συχνά εδώ όταν ήμουν παιδί. Αργότερα, σπούδασα κινηματογράφο στην Κωνσταντινούπολη, αλλά η σχολή μου δεν προσέφερε εξειδικευμένες σπουδές κινηματογραφίας. Τότε αποφάσισα να υποβάλω αίτηση σε μια σχολή κινηματογράφου στο Βερολίνο της Γερμανίας. Έκανα αίτηση και δέχτηκα να σπουδάσω κινηματογραφία στη Γερμανική Σχολή Κινηματογράφου στο Βερολίνο (DFFB). Το σχολείο είναι γνωστό, για παράδειγμα, ο κινηματογραφιστής του Σκόρσεζε, Μάικλ Μπολχάουζ, είναι απόφοιτος. Κατά τη διάρκεια και μετά τις σπουδές μου, δούλεψα σε διάφορες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές στη Γερμανία και την Τουρκία, καθώς διατηρώ βάση και στις δύο χώρες, στο Βερολίνο και την Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα, δούλεψα και σε μια ταινία στην Κύπρο, που γυρίστηκε στην Καρπασία, στο Κώμη Κεπήρ. Σκηνοθετήθηκε από τον Ντερβίς Ζαΐμ, [“Shadows and Faces” (2010)] και εξερεύνησε τις συγκρούσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Κάνουμε πρεμιέρα στη νεκρή ζώνη στο Λήδρα Πάλας, φέρνοντας μέλη του συνεργείου και από τις δύο πλευρές του νησιού.

-Τι σε τράβηξε στον κινηματογράφο; Πάντα με ενδιέφερε η φωτογραφία και να μαζεύω στιγμές. Όταν ήμουν 13 ετών, η οικογένειά μου μου έδωσε μια βιντεοκάμερα 8. Την χρησιμοποιούσα για να κινηματογραφώ τις εκδρομές μας, τον κόσμο, καθημερινές καταστάσεις και την καθημερινή ζωή, σχεδιάζοντας κάθε πλάνο στο κεφάλι μου εκ των προτέρων και στο τέλος κινηματογραφούσα ταινίες διάρκειας 1-1,5 ώρας που ήταν .επεξεργασμένες και έτοιμες για προβολή’. Νομίζω ότι το ενδιαφέρον μου για την κινηματογραφία πηγάζει από την επιθυμία μου να συλλέγω και να αρχειοθετώ, κάτι που κάνω από τότε που ήμουν μικρός. Μου άρεσε να εξερευνώ εγκαταλελειμμένα μέρη και να συλλέγω διάφορα αντικείμενα και φωτογραφίες. Νομίζω ότι αυτή η επιθυμία να συλλέγω και να αρχειοθετώ πράγματα αποτυπώνεται και στην κινηματογραφία μου. Θέλω να αιχμαλωτίζω και να παρουσιάζω στιγμές με έναν τρόπο που να συγκινεί τους ανθρώπους.

Ποιοι άνθρωποι σε έχουν επηρεάσει; Ο Σβεν Νίκβιστ, ο Ρόμπιν Μίλερ, ο Ρότζερ Ντίκινς και ο Κρίστοφερ Ντόιλ έχουν ασκήσει σημαντική επιρροή σε μένα. Ο δάσκαλός μου, Μάικλ Μπολχάουζ, με ενέπνευσε επίσης με τις απλές αλλά αποτελεσματικές τεχνικές φωτισμού του. Μου έδειξε ότι δεν χρειάζεσαι μια πληθώρα φώτων για να δημιουργήσεις μια δυνατή εικόνα, αλλά είναι η δύναμη και η θέση του φωτός που επιλέγεις κάνουν τη διαφορά. Αυτοί οι κινηματογραφιστές έχουν διαμορφώσει τη δική μου προσέγγιση στην κινηματογραφία, η οποία ξεκινά πάντα από το σενάριο.

Πώς προετοιμάζεσαι συνήθως για ένα έργο και πώς συνεργάζεσαι με τον σκηνοθέτη; Ποιος είναι ο ρόλος σου στη μεταφορά μιας ιστορίας στην οθόνη; Όταν παίρνω ένα σενάριο, το διαβάζω και παίρνω σημειώσεις για οποιαδήποτε οπτική ιδέα ή εικόνα μου έρχεται στο μυαλό. Η διαδικασία μου ξεκινά πάντα από το σενάριο και τη σκηνοθετική οπτική. Από εκεί και πέρα, χτίζω πάνω σε αυτό το, φέρνοντας τις δικές μου ιδέες και αναφορές στο τραπέζι. Τυπώνω φωτογραφίες ή αναφορές που ταιριάζουν στη διάθεση ή τον τόνο που φαντάζομαι για την ταινία και δημιουργώ ένα φάκελο. Είναι σημαντικό να συζητώ αυτές τις ιδέες με τον σκηνοθέτη, καθώς είναι η δική του οπτική που καθοδηγεί το έργο. Μου αρέσει να εμπλέκομαι στα πρώτα στάδια της παραγωγής, κινηματογραφώντας ακόμα και τα κάστινγκ για να νιώσω τους ηθοποιούς και τις ερμηνείες τους. Για μένα, η κινηματογραφία δεν είναι απλώς μια δουλειά, είναι ένα πάθος και ένας τρόπος ζωής.

Πώς αντιμετωπίζεις δυσκολίες όπως η λογοκρισία ή οι περιορισμένοι προϋπολογισμοί; Όλα έχουν να κάνουν με το να σκέφτεσαι έξω από το κουτί. Αν δεν έχεις τον προϋπολογισμό για μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, προσαρμόζεις την ιστορία στο μαγικό ρεαλισμό. Μαθαίνεις να είσαι οικονομικός με τις γωνίες και τον φωτισμό σου, και γίνεσαι ευέλικτος και προσαρμοστικός. Κάποιες φορές, οι περιορισμοί μπορούν να τροφοδοτήσουν τη δημιουργικότητα, όπως φαίνεται στον ιρανικό κινηματογράφο, όπου η λογοκρισία έχει οδηγήσει σε καινοτόμες αφηγήσεις. Για παράδειγμα, η ταινία μας “Black Box” ήταν διαθέσιμη στο πρόγραμμα ψυχαγωγίας των τουρκικών αερογραμμών, αλλά έκοψαν περίπου 12 λεπτά από τα αρχικά 120 λεπτά. Έκοψαν κάποιες εικόνες, διαλόγους και σκηνές. Παρά τις οικονομικές κρίσεις και τη λογοκρισία, οι κινηματογραφιστές στην Τουρκία είναι ανθεκτικοί και εφευρετικοί. Είμαστε συνηθισμένοι στο να δουλεύουμε με μικρούς προϋπολογισμούς και στο να βρίσκουμε δημιουργικές λύσεις, κάτι που πιστεύω ότι μας βοηθά να σπρώχνουμε τα όρια και να εξερευνούμε νέες ιδέες. Για να κάνεις μια ταινία δεν χρειάζεσαι μια τεράστια ποσότητα υλικών. Εννοώ ότι δεν έχει να κάνει με την τεχνική, αλλά με τους ανθρώπους. Αν έχουν το μάτι γι’ αυτό. Η λύση είναι να δουλεύεις και να εμπλέκεις τους σωστούς ανθρώπους στην ομάδα.

Ποιες είναι οι κύριες διαφορές μεταξύ της δουλειάς σου στην Τουρκία και στη Γερμανία; Η μεγαλύτερη διαφορά είναι η ευελιξία. Στην Τουρκία, δεν έχουμε ένα άκαμπτο σύστημα, επομένως είμαστε συνηθισμένοι στο να δουλεύουμε με περιορισμένους προϋπολογισμούς και χρονικούς περιορισμούς και χρειαζόμαστε ευελιξία. Προσαρμοζόμαστε σε απρόσμενες καταστάσεις, όπως μια αλλαγή στις συνθήκες φωτισμού ή αναζητώντας μια καλύτερη γωνία λήψης, αλλάζοντας τη “mise en scene” χωρίς πολλή συζήτηση. Στη Γερμανία, υπάρχει ένα καλά εδραιωμένο σύστημα, αλλά μπορεί να είναι λιγότερο ευέλικτο. Αν κάτι αποκλίνει από το σχέδιο, μπορεί να υπάρξει αντίσταση από την ομάδα παραγωγής λόγω χρονικών ή οικονομικών περιορισμών. Όμως, και τα δύο περιβάλλοντα προσφέρουν μοναδικές προκλήσεις και ευκαιρίες ανάπτυξης για έναν κινηματογραφιστή.

Ποια συμβουλή θα έδινες στους ανερχόμενους κινηματογραφιστές πέρα από το να αναπτύξουν τεχνικές δεξιότητες; Προσωπικά, δεν με ενδιαφέρει να κινηματογραφώ όμορφα μέρη ακριβώς όπως είναι. Μου φαίνεται πολύ εύκολο να αντικατοπτρίζεις την υπάρχουσα ομορφιά χωρίς να προσθέτεις κάποια ερμηνεία. Προτιμώ να βλέπω τα πράγματα από μια διαφορετική οπτική γωνία από αυτή που βλέπει το γυμνό μάτι. Το να έχεις μόνο όμορφα φυσικά τοπία δεν σημαίνει απαραίτητα καλή κινηματογραφία για μένα. Η καλή κινηματογραφία είναι, με έναν τρόπο, ένας χορός με όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την ταινία: τη “mise en scène”, τους ηθοποιούς, τους χώρους, την καλλιτεχνική διεύθυνση και το μοντάζ – με λίγα λόγια, όλα τα στοιχεία που αποτελούν την ταινία. Επομένως, πρέπει να διαβάζεις, να βλέπεις ταινίες, να εξερευνάς πως φτιάχτηκαν και να είσαι ενημερωμένος. Πρέπει να αναπτύξεις τη δική σου οπτική και το δικό σου στυλ μελετώντας τη δουλειά των άλλων. Είναι επίσης σημαντικό να είσαι ευέλικτος και ανοιχτόμυαλος. Στο τέλος, αυτό που κάνουμε είναι τέχνη και η τέχνη δεν είναι στατική, απαιτεί μια σταθερή αναζήτηση για κάτι καλύτερο, κάτι που συγκινεί.