Όταν έγραφα σε αυτή τη στήλη επικριτικά για τα κραυγαλέα φαινόμενα ρατσισμού, όπως τότε που πήγαν εκπρόσωποι του ΕΛΑΜ και μοίρασαν σε σχολείο 12 σακάκια ειδικά «για Ελληνόπουλα» ή όταν ο Σέπος έδιωξε μαθήτρια από το σχολείο της λόγω μαντήλας ή όταν υπήρχαν οι αντιδράσεις στο Ζύγι που δεν επέτρεψαν τη μετατροπή ενός παλιού στρατοπέδου σε χώρο φιλοξενίας ανήλικων μεταναστών, οι μισοί από τους αναγνώστες αντιδρούσαν επικριτικά (για να είμαι κόσμιος και να μην μιλήσω για τις βρισιές). Με κατέτασσαν μάλλον στους μισητούς τους «φίλους» του Πολυκάρπου και της ΚΙΣΑ. Την περασμένη βδομάδα που επέκρινα τις ακραίες αντιδράσεις όσων καταγγέλλουν τις συνθήκες «φιλοξενίας» στους ειδικούς χώρους (Πουρνάρα και Μενόγια) και υποστήριζα ότι το μεταναστευτικό πρόβλημα είναι υπαρκτό και οφείλει το κράτος να δώσει λύσεις προτού χάσει τον έλεγχο (αν δεν τον έχασε ήδη), με χειροκροτούσαν εκείνοι που προηγουμένως με έβριζαν και με επέκριναν ως ρατσιστή οι υπόλοιποι μισοί.
Μπορούμε να μάθουμε να μην είμαστε απόλυτοι; Να έχουμε μέτρο; Να έχουμε κρίση; Μπορούμε να μάθουμε ότι στη ζωή δεν είναι τίποτε μαύρο και άσπρο; Ότι υπάρχει και η κοινή λογική, που άμα τη χρησιμοποιείς ανακαλύπτεις ότι περιέχει όλα τα χρώματα, και προπάντων ότι ανάμεσα στο απόλυτο μαύρο και στο απόλυτο άσπρο υπάρχει και το συζητήσιμο γκρίζο; Η μεταναστευτική κρίση είναι υπαρκτό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, η ισοπέδωση των ανθρώπων, είναι επίσης υπαρκτά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Αλλά, δεν αντιμετωπίζονται από τα άκρα. Ούτε όταν ονομάζεις τους «χώρους φιλοξενίας» στρατόπεδα συγκέντρωσης και απαιτείς να ανοίξουν για να βγουν έξω οι μετανάστες, χωρίς να αναγνωρίζεις ότι όταν βγουν δεν υπάρχει κανένας έλεγχος για το πού πάνε, τι κάνουν, πού μένουν, σε ποιες κλίκες ενσωματώνονται. Προπάντων, στις μέρες της πανδημίας των περιορισμών. Αλλά, ούτε όταν θεωρείς όλους τους ξένους επικίνδυνους, απατεώνες που ήρθαν να κλέψουν το ψωμί και τις δουλειές μας. Υπάρχει ένα μέτρο, που πρέπει να καθορίζει τη συμπεριφορά μας ως κοινωνία και ως κράτος. Το μέτρο της ανθρωπιάς. Που χάνεται όμως όταν η μεταναστατευτική κρίση διογκώνεται χωρίς λύσεις.
Ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο, λοιπόν, μπορούμε να βρούμε την κοινή λογική για να μας υποδείξει ποιοι ξένοι υπήκοοι έχουν πραγματική ανάγκη να τους προσφέρουμε χείρα βοηθείας, πραγματικοί πρόσφυγες, πραγματικοί οικονομικοί μετανάστες, άνθρωποι που ενσωματώθηκαν στην κοινωνία μας, δουλεύουν, πληρώνουν φόρους, πάνε στα σχολεία μας. Αλλά, ταυτόχρονα πρέπει να βρούμε και ποιοι εκμεταλλεύονται το τρύπιο σύστημα, ποιοι δικαιούνται άσυλο και ποιοι όχι και να το κάνουμε τάχιστα, όχι να μπλέκουμε στα ατέρμονα πελάγη της κυπριακής Δικαιοσύνης, ποιοι ζουν παράνομα χωρίς να εντοπίζονται ποτέ (δήθεν φοιτητές, οικιακές βοηθοί που φεύγουν από τους εργοδότες τους για να δουλεύουν αυτόνομα αλλά παράνομα, και είναι χιλιάδες). Ναι, πρέπει να διωχθούν και όσοι τους βοηθούν στην παρανομία ή όσοι τους εκμεταλλεύονται. Αλλά, αυτό δεν αναιρεί το υπαρκτό πρόβλημα των αριθμών που δεν σηκώνει ο τόπος. Δεν αναιρεί το γκέτο στην παλιά Λευκωσία. Ούτε τους νονούς της νύχτας, που σφάζονται πια στους δρόμους και σε λίγο θα αρχίσουν να σφάζονται και με τους Κύπριους νονούς. Γι΄ αυτό λέω, ας δούμε το μέγεθος του προβλήματος ταυτόχρονα με τις ανάγκες των ανθρώπων. Εμείς εδώ προσπαθούμε να κρίνουμε την κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Έτσι, τη μια αντιδρούν αρνητικά οι μισοί, την άλλη οι υπόλοιποι μισοί… Ανάμεσα τους υπάρχει το γκρίζο, επαναλαμβάνω.

Υ.Γ. Παρομοίως και όταν μιλάμε για τα οδοφράγματα και τη διακίνηση δεν γίνεται να είμαστε απόλυτοι. Οι Τουρκοκύπριοι εργαζόμενοι στις ελεύθερες περιοχές πρέπει να έχουν τον σεβασμό μας, δεν εκπροσωπούν την κατοχή. Επέλεξαν, έστω κι από ανάγκη, να εργαστούν μαζί με τους Ελληνοκύπριους και τώρα υποφέρουν τρεις μήνες χωρίς εισοδήματα. Κι αυτό δεν πρέπει και δεν οφείλεται στο νόμιμο κράτος, οφείλεται στο κατοχικό καθεστώς. Όσοι πέρασαν τα οδοφράγματα αφήνοντας πίσω τους τις οικογένειες τους το έχουν αντιληφθεί αυτό. Να ελπίζουμε κάποια στιγμή να το αντιληφθούν περισσότεροι.

[email protected]