Ενδιαφέρουσα ήταν η συζήτηση στο αρμόδιο τμήμα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ) με θέμα «ΑΕΠ και πέρα απ’ αυτό. Μέτρηση της Ευημερίας των ανθρώπων».
Το ουσιαστικό ερώτημα που τίθετο είναι αν ο δείκτης του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) αποτελεί και δείκτη ευημερίας του πληθυσμού;
Κατ’ αρχάς, αν θέλαμε να δώσουμε έναν ορισμό του ΑΕΠ, θα λέγαμε ότι είναι το σύνολο των υλικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια οικονομία σε μια συγκεκριμένη περίοδο, συνήθως ένα έτος. Για να επιτευχθεί συγκρισιμότητα για τη μέτρηση του ΑΕΠ, λαμβάνεται η χρηματική αξία των παραγομένων προϊόντων με βάση τις τιμές, όπως προσδιορίζονται στην αγορά. Έτσι το ΑΕΠ ορίζεται σαν το άθροισμα των χρηματικών αξιών όλων των υλικών αγαθών, που παράγονται σε ορισμένη χρονική περίοδο.
Το ΑΕΠ είναι ένας καλός δείκτης για τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, ο οποίος απεικονίζει την ταχύτητα με την οποία κερδίζονται χρήματα, ανεξάρτητα από το αν αυτό παράγει χρήσιμα προϊόντα και υπηρεσίες ή ζημιώνει τον άνθρωπο και το περιβάλλον.
Συνεπώς στο ΑΕΠ δεν αποκαλύπτει κανείς στοιχεία σχετικά με τον βαθμό ευημερίας (ευτυχίας) ή το ερώτημα κατά πόσο η επιτευχθείσα ανάπτυξη είναι βιώσιμη. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών, για παράδειγμα, είναι ένα από τα υψηλότερα στον κόσμο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι Αμερικανοί είναι πιο ευτυχισμένοι απ’ ό,τι οι κάτοικοι άλλων χωρών, και σε καμία περίπτωση δεν αντικατοπτρίζει τον βιώσιμο χαρακτήρα της αμερικανικής κοινωνίας. 
Και για να μην πάμε μακριά, στην Κύπρο, ενώ η Κυβέρνηση ανακοινώνει αύξηση του ΑΕΠ κατά 4% περίπου –που είναι μια ικανοποιητική επίδοση– οι πολίτες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα όπως αυτά της ανεργίας, της υγείας, της στέγασης, της παιδείας, της φτώχειας και της ανισότητας.
Στη συζήτηση υπήρξε πρόταση όπως εκτός του ΑΕΠ να χρησιμοποιηθεί και ο δείκτης ποιότητας διαβίωσης.
Οι τομείς που μπορεί να θεωρηθούν ως ουσιώδεις για την ποιότητα διαβίωσης είναι οι εξής:
? Υλική ευημερία. Πρόκειται για το τυποποιημένο μέσο εισόδημα εκφρασμένο σε ικανότητα αγοραστικής δύναμης, το καλύτερο μέσο μέτρησης της πραγματικής αγοραστικής δύναμης του μέσου πολίτη παγκοσμίως. Η αγοραστική δύναμη σε διάφορες χώρες καθίσταται συγκρίσιμη μέσω του συνυπολογισμού των διαφορών που υφίστανται όσον αφορά το επίπεδο των τιμών στις χώρες αυτές.
? Πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες. Το ποσοστό του ΑΕΠ που διατίθεται για την υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση, τις δημόσιες μεταφορές, τη στέγαση και τις πολιτιστικές δραστηριότητες.
? Συμμετοχή στα κοινωνικά δρώμενα. Το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 20 έως 65 ετών που έχει αμειβόμενη θέση απασχόλησης καθώς και το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 20 ετών και άνω που επιτελεί εθελοντικό έργο. Κατά κανόνα, η αμειβόμενη εργασία θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες μορφές συμμετοχής στα κοινωνικά δρώμενα και κοινωνικής ένταξης. Από την άλλη πλευρά, ο εθελοντισμός θεωρείται σημαντικός για τη διατήρηση διαφόρων κοινωνικών δομών. Έτσι καταρρίπτεται εν μέρει η κυριαρχία του οικονομικού τομέα.
?  Ο ελεύθερος χρόνος. Ο μέσος αριθμός ωρών ελευθέρου χρόνου των ηλικιών από 20 έως 65 ετών που δεν αφιερώνεται στην εκπαίδευση ή στην αμειβόμενη ή εθελοντική εργασία (συμπεριλαμβανομένη του χρόνου μετακίνησης, οικιακής εργασίας η μέριμνας). Από τις ώρες αυτές πρέπει να αφαιρεθεί ο ελεύθερος χρόνος που είναι αποτέλεσμα ακούσιας ανεργίας. Η διάθεση επαρκούς ελεύθερου χρόνου είναι, παράλληλα, με την αμειβόμενη εργασία, σημαντικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της ζωής, σύμφωνα με προσωπικές επιθυμίες.
? Η ποιότητα περιβάλλοντος διαβίωσης. Το σύνολο των φυσικών εκτάσεων σε αναλογία με τη συνολική έκταση της χώρας και του ποσοστού του πληθυσμού που δεν εκτίθεται σε ατμοσφαιρική ρύπανση. Ο δείκτης αυτός δεν μετρά τη συμβολή του φυσικού περιβάλλοντος στη βιωσιμότητα της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης (αυτό υπολογίζεται με το οικολογικό αποτύπωμα που συνιστά χωριστό δείκτη), αλλά την ποιότητα διαβίωσης των πολιτών. Γι’ αυτό ο δείκτης περιορίζεται στις δύο πτυχές της φύσης και του περιβάλλοντος που μπορούν να έχουν άμεσες, θετικές ή αρνητικές, επιπτώσεις για τους πολίτες.