Με αφορμή τη μελοποίηση του χορογραφικού έργου «Αφηρημένη», που παρουσιάζεται στη Λεβέντειο Πινακοθήκη, ο -ageless- δεξιοτέχνης των πνευστών, μιλά για την εφηβεία του που «διχάστηκε» σε Ραχμάνινοφ και Zeppelin, για την πορεία του στους Monsieur Doumani και για το μουσικό τοπίο της Κύπρου (που επιτέλους αλλάζει).

– Πώς γεννήθηκε η ιδέα για τη δημιουργία της παράστασης «Αφηρημένη»; Η ιδέα ανήκει στη χορογράφο Μαρία Καμπέρη και προέκυψε μετά από τη μελέτη της στον πίνακα του Χριστόφορου Σάββα «Το Πουλί της Μεσαρκάς». Το έργο αφορά σε έναν καλλιτεχνικό διάλογο μεταξύ του σώματος, της μουσικής, των εικόνων και του χώρου και εξερευνά το πώς ένα στατικό έργο μπορεί να ζωντανέψει και να μεταφερθεί στο σήμερα.

– Παρουσιάζεστε στη Λεβέντειο Πινακοθήκη. Είναι αυτός ο χώρος καταλυτικής σημασίας ως προς το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που επιθυμείτε; Ναι, αφενός γιατί η Λεβέντειος Πινακοθήκη φιλοξενεί τους δύο πίνακες πάνω στους οποίους είναι βασισμένη η κύρια ιδέα του έργου και αφετέρου, γιατί αποτελεί έναν εναλλακτικό χώρο για την παρουσίαση μιας τέτοιας παράστασης. Πέραν αυτών, από καλλιτεχνικής πλευράς εξίσου ενδιαφέρουσα ήταν και η διαδικασία στο να προσαρμόσουμε τη χορογραφία, τη μουσική και τον σχεδιασμό του σκηνικού πάνω στις φυσικές και πρακτικές ιδιαιτερότητες της αίθουσας, κάτι που βλέπουμε συχνά να συμβαίνει στο εξωτερικό, όπου οι πινακοθήκες λειτουργούν παράλληλα ως πυρήνες καλλιτεχνικών δράσεων.

– Η μουσική η δική σου με ποιον τρόπο συνομιλεί με το χορογραφικό έργο της Μαρίας Καμπέρη; Τι προσθέτει στο αποτέλεσμα αυτή η σύμπραξη; Αυτή είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζομαι με τη Μαρία Καμπέρη, στην οποία μου έκανε από την αρχή εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει αλλά και η ελευθερία έκφρασης που παρέχει στους συνεργάτες της. Έπειτα από μια σειρά συναντήσεων, όπου ανταλλάξαμε ιδέες, καταλήξαμε σε μια φόρμουλα, η οποία καθιστά τη μουσική απόλυτα συνυφασμένη με τη χορογραφία. Καθοριστικής σημασίας, βέβαια, είναι και η επικοινωνία που υπάρχει στη σκηνή με τη χορεύτρια Παναγιώτα Νικολάου αλλά και τη μουσικό Νατάσα Χατζηανδρέου, με την οποία συνεργαστήκαμε για τη σύνθεση της μουσικής και νιώθω πολύ τυχερός γι’ αυτό.

– Εκτός από τη συγκεκριμένη παράσταση, πάνω σε τι άλλο δουλεύεις αυτή την περίοδο; Αυτή την περίοδο δουλεύουμε με τους Monsieur Doumani πάνω σε καινούριο υλικό και με μια διάθεση για πειραματισμούς ως προς την κατεύθυνση του πέμπτου μας άλμπουμ. Τον Μάιο θα πραγματοποιήσουμε μια μικρή περιοδεία στην Ολλανδία και στο Βέλγιο και το καλοκαίρι αρκετές συναυλίες σε Κύπρο και εξωτερικό. Παράλληλα, τον Απρίλιο έχω κάποιες συναυλίες με τη Συμφωνική Μπάντα του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, καθώς και άλλα, πιο μικρά πρότζεκτ στην Κύπρο. 

– Ως μουσικός έχεις ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό με τους Monsieur Doumani. Ποιες στιγμές ξεχωρίζεις από αυτή την πορεία; Το συγκρότημα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή μου και τα τελευταία 10 χρόνια που είμαστε μαζί, έχουμε ζήσει απίστευτες εμπειρίες. Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω συγκεκριμένες στιγμές αλλά σίγουρα το πρώτο μας ταξίδι στη Φεράρα της Ιταλίας το 2013 ήταν πολύ σημαντικό για το δέσιμό μας, τόσο σε καλλιτεχνικό, όσο και σε προσωπικό επίπεδο.

– Μαζί έχετε ταξιδέψει σε δεκάδες προορισμούς. Υπάρχει κάποιο live που θα σου μείνει αξέχαστο; Αυτό που μου έρχεται πρώτο στο μυαλό είναι σίγουρα το live που παρουσιάσαμε στο «World Music Festival» στην Αβάνα της Κούβας. Πέραν του πολιτισμικού σοκ, που νιώθαμε περπατώντας στους στενούς δρόμους της παλιάς πόλης και παρατηρώντας τον κόσμο, είχαμε στη συναυλία μας το πιο ενθουσιώδες κοινό. Απίστευτη εμπειρία. 

– Όλα αυτά τα ταξίδια, που κάνεις λόγω της δουλειάς σου, πώς επιδρούν στον τρόπο που βλέπεις εσύ τον κόσμο; Επιδρούν απόλυτα θετικά. Με τους Monsieur Doumani έχουμε συχνά την ευκαιρία να παρουσιάζουμε τη μουσική μας σε σπουδαία φεστιβάλ και μουσικές σκηνές. Ο κόσμος που γνωρίζουμε, οι ιδέες που ανταλλάζουμε, η μουσική που μοιραζόμαστε με το κοινό, αλλά και οι μουσικοί που απολαμβάνουμε εμείς ως ακροατήριο, έχουν σίγουρα έναν θετικό αντίκτυπο και στον δικό μου χαρακτήρα.

– Πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο, τι ήταν αυτό που σε οδήγησε στη μουσική; Δεν είμαι σίγουρος αν έχω απάντηση σ’ αυτό. Θυμάμαι τον εαυτό μου σε πολύ μικρή ηλικία να κάθομαι μπροστά από την τηλεόραση, να παρακολουθώ συναυλίες κλασικής μουσικής και να φαντάζομαι πώς θα ήταν να παίζω όλα αυτά τα όργανα. Είχα πάντα έναν ιδιαίτερο ενθουσιασμό για τα πνευστά και προσπαθούσα να καταλάβω πώς παράγουν ήχο. Κάπως έτσι, αποφάσισα να ασχοληθώ με το φλάουτο και μετέπειτα με το τρομπόνι. ​

– Με ποια μουσικά ακούσματα μεγάλωσες και πώς αυτά επίδρασαν στη μετέπειτα δική σου καλλιτεχνική πορεία; Μεγάλωσα κυρίως με ροκ μουσικές αλλά παράλληλα, λόγω και της συμμετοχής μου στην ορχήστρα νέων, αγαπούσα την κλασική μουσική. Θυμάμαι μικρός να απολαμβάνω τη μουσική των μεγάλων κλασικών συνθετών, του Μπαχ, του Τσαϊκόφσκι, του Ραχμάνινοφ, με τον ίδιο τρόπο που απολάμβανα τους Pink Floyd και τους Led Zeppelin. Στην πορεία ανακάλυψα μουσικές από διάφορα μέρη του πλανήτη, οπότε άρχισα να επηρεάζομαι και από άλλες κουλτούρες. Φαντάζομαι ότι όλα αυτά τα ακούσματα έπαιξαν τον ρόλο τους στην πορεία μου.

– Υπάρχουν πράγματα που στερήθηκες ως παιδί, προκειμένου να φτάσεις στο επίπεδο που βρίσκεσαι στη μουσική; Δεν θα το έλεγα. Σίγουρα το εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου πριν από 20 χρόνια δεν ήταν και το ιδανικότερο για τα παιδιά που αποφάσιζαν να σπουδάσουν μουσική, αλλά σε καμία περίπτωση δεν νιώθω ότι στερήθηκα κάτι προκειμένου να τα καταφέρω. Αντιθέτως, η μουσική ήταν πάντα η διέξοδος και το καταφύγιό μου σε δύσκολες στιγμές. 

– Ανήκεις σε μια γενιά καλλιτεχνών που συνέβαλαν στην αλλαγή του μουσικού τοπίου της Κύπρου. Νιώθεις ικανοποιημένος με τα επίπεδα της κυπριακής μουσικής σήμερα; Πολύ ικανοποιημένος. Θυμάμαι τη Λευκωσία στα τέλη του ‘90 ως μια πόλη με έντονη την απουσία ζωντανής μουσικής, πέραν από κάποιες μικρές μπάντες, που έπαιζαν διασκευές ελληνικών έντεχνων και ροκ κομματιών. Η σημερινή εξέλιξη είναι τουλάχιστον θεαματική, ενώ όλο και περισσότεροι νέοι καλλιτέχνες που επιστρέφουν από τις σπουδές τους, φέρνουν μαζί τους φρέσκες ιδέες. Αυτό που ενδεχομένως εξακολουθεί να χρειάζεται, είναι περισσότερη τόλμη από κάποιους ταλαντούχους μουσικούς. Να μην φοβούνται να πειραματιστούν και να ρισκάρουν, αλλά να προσπαθούν να βρίσκουν τη δική τους «φωνή» στην τέχνη τους.

– Υπάρχουν σήμερα δικά σου καλλιτεχνικά απωθημένα που θα ήθελες να πραγματοποιήσεις; Υπάρχουν ιδέες που θέλω να υλοποιήσω στο μέλλον, όμως δεν θα τις χαρακτήριζα ως απωθημένα. Συνήθως, όταν έχω ελεύθερο χρόνο, επεξεργάζομαι διάφορα σενάρια που μένουν συνήθως στάσιμα μέσα στην πίεση της καθημερινότητας. Εν τούτοις, είμαι αισιόδοξος άνθρωπος και νιώθω ότι θα έρθει η κατάλληλη στιγμή, που θα γίνουν όλα!

Info: «Αφηρημένη»: 5 & 6/4. Διπλές παραστάσεις 19:00 και 20:00, Λεβέντειος Πινακοθήκη, Λευκωσία. Τηλ.: 22668109.

[email protected]

Ελεύθερα, 3.4.2022.