«Landscape» σε χορογραφία Έλενας Αντωνίου. 

Όλη η αίθουσα είναι φωτόλουστη. Οι θέσεις δεν είναι αριθμημένες και η οδηγία είναι ξεκάθαρη: μπορείς να καθίσεις όπου θέλεις κι όπως θέλεις, να μείνεις σταθερά σε μια θέση ή να περιφέρεσαι στον χώρο. Η εξέδρα όπου βρίσκεται ήδη η Έλενα Αντωνίου, ενδεδυμένη με μια ολόσωμη εφαρμοστή μαύρη φόρμα, έχει στηθεί στη μέση της πλατείας του Θεάτρου Ριάλτο, με μερικά μικρόφωνα να έχουν τοποθετηθεί από κάτω ανάμεσα στα καθίσματα.

Αρκετοί θεατές επιλέγουν ένα κάθισμα όσο πιο κοντά στο δρώμενο γίνεται, άλλοι ακουμπούν όρθιοι στους πλαϊνούς τοίχους, κάποιοι απλώς στέκονται, πολλοί προτιμούν να στρογγυλοκαθίσουν στο χείλος της σκηνής ή να σταθούν πάνω στην ανενεργή σκηνή, επί της οποίας ουσιαστικά δεν υπάρχει πάρα μόνο ηχητικός εξοπλισμός. Όλο το παιχνίδι είναι κάτω, στην εξέδρα. 

Η συνθήκη αυτή, σε συνδυασμό με το επεξηγηματικό κείμενο και το γεγονός ότι πρόκειται για την ίδια ομάδα συντελεστών με το «Wish» (Σταύρος Γασπαράτος, Χρήστος Κυριακίδης, Οδυσσέας Ι. Κωνσταντίνου, Βασίλης Πετεινάρης) καθιστά σαφές ότι το νέο πρότζεκτ της Έλενας Αντωνίου με τίτλο «Landscape», σόλο αυτή τη φορά, συνδιαλέγεται με το προηγούμενο σχολιάζοντας συν τοις άλλοις τη σχέση θεατή- περφόρμερ.

Η διαφορά είναι ότι εδώ μιλάμε για μια διπλή αντιστροφή ρόλων, με την ίδια τη χορογράφο να δεσπόζει σ’ όλο το δρώμενο αποτελώντας έναν κυριαρχικό πόλο έλξης βλεμμάτων. Αυτή τη φορά ο θεατής δεν είναι απαραίτητα αντικείμενο θέασης, όμως διατηρεί παράλληλα την ιδιότητα του πομπού και του δέκτη- πιο παθητικού πομπού και πιο ενεργητικού δέκτη. Αναπόφευκτα το κοινό λειτουργεί ως συλλογική οντότητα που μεταβολίζει τις ακολουθίες ερεθισμάτων που εκπέμπονται από τη σολίστ.  

Δεν είναι σχήμα λόγου ότι η παράσταση χωρίς τον θεατή δεν μπορεί να υπάρξει. Ένα παραπάνω εδώ, η υπερέκθεση του γυναικείου σώματος και η θεαματικοποίηση του ερωτισμού απελευθερώνει και απενοχοποιεί το βλέμμα, για να απελευθερώσει και να απενοχοποιήσει έτσι και το σώμα. Οικοδομείται μια πολιτική κοινωνιολογία του γυναικείου κορμιού, με όχημα μια αυστηρή, επιτηδευμένη ηδυπάθεια. Και προκύπτει μια αφηγηματική κινησιολογία, που μεταφέρεται στο πεδίο του ακτιβισμού και της ευαισθητοποίησης.

Ο θεατής είναι ρυθμιστής. Το αδιάκριτο βλέμμα του είναι αυτό που επικονιάζει το νόημα του δρώμενου, το οποίο βρίσκεται συνεχώς υπό δοκιμασία και υπό αναίρεση. Η Έλενα Αντωνίου επιστρατεύει κινήσεις που ιδεοτυπικά κατακτούν την προσοχή, παραπέμποντας σε βιολογικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες που καθορίζουν τη σεξουαλικότητα. Δεν υπαγορεύει αντιδράσεις. Ενίοτε, μέσα από τον εσωτερικό της ρυθμό, τη ροή και την παλίρροια της δράσης, αναδύεται μια αρχέγονη βουβή κραυγή που εκφράζει αγωνία και συγκρατημένο θυμό.

Η περφόρμερ σεμνύνεται και αυθαδιάζει, τολμά και σαστίζει. Αισθάνεται μόνη και αυτόνομη, αγκαλιάζοντας τους πάντες. Ενίοτε οι κινήσεις της, οι πιο ανεπαίσθητες συσπάσεις, αποσυνδέονται από τις αφηγήσεις οι οποίες απομένουν να κρέμονται από το προσκλητήριο στη ματιά της. Μοιάζει με παιχνίδι ρόλων, που όμως δεν αφορά στον επηρεασμό της λίμπιντο αλλά στη συντριβή των κοινωνικών στερεοτύπων.

Στην επιφάνεια του ενεργού σώματος πάλλεται ένα πρόταγμα χειραφέτησης, ένας συναγερμός εναντίον των δυνάμεων του αυταρχισμού και της πατριαρχίας, μια κάψα για αποτίναξη της καταπίεσης της υλικής υπόστασης της γυναίκας. Στη γεωγραφία του σωματότυπου εδράζεται ένα επιτακτικό αίτημα αναφορικά με την ελευθερία του σαρκίου μας, που συνδέεται άρρηκτα και με την ελευθερία του πνεύματος. Ένα αίτημα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο.

Φιλελεύθερα, 6.2.2022